Τον θυμάσαι το Μιχάλη τον Εννιαχωριανό που μοίραζε γράμματα, με τις ανησυχίες του, τα πιστεύω του, τα κοντά γενάκια του, το γλυκόπικρο χαμόγελο και τον καλό λόγο κρεμασμένο στα χείλη του; Μια ζωή παραγκωνισμένος, μια ζωή αγωνιζόμενος, μια ζωή απογοητευμένος κι αγνοημένος, μα ποτέ νικημένος.
Γιατί οι ιδέες του, δεν αρέσουν. Γιατί ζητά πιότερη λευτερία απ’ όση του δίνουνε, απ’ όση σου δίνουνε νεοέλληνα αλυσοδεμένε με της οικονομικής και πολιτιστικής δικτατορίας που βιώνουμε, τα δεσμά.
Μόλις, που λες, πήρα γράμματα λογαριασμούς προς εξόφληση κι εφημερίδες από τη θυρίδα μου, βιαστικός όπως πάντα, χαιρέτηξα και τάχυνα το βήμα μου να προκάνω την απεναντινή πόρτα που έχασκε να με καταπιεί.
Ξαφνιάστηκα όμως, σταμάτησα κι έστριψα πίσω σαν άκουσα επιταχτική και πονεμένη τη φωνή του.
– Κύριε Γιώργο, ένα λεπτό…
– Τι είναι Μιχάλη, ρώτησα.
– Καλά τους τα γράφεις. Μπράβο σου. Μα γίνε πιο επιθετικός. Δεν σε καταλαβαίνουν.
– Τι θες να πεις;
– Έχουμε χούντα κι είσαι, είσαστε όλοι που γράφετε, υποχρεωμένοι να μας βοηθήσετε.
– Εμείς; Εγώ; Τι μπορώ να κάνω ο ταπεινός;
– Να γράψεις την αλήθεια, να φωνάξεις δυνατά να σε ακούσουν που μας πίνουν το αίμα, που στενάζουμε…
Δεν είχα δύναμη να τον ακούσω άλλο. Δεν μπόραγα τις ενοχές, έβλεπα όχι το Μιχάλη μα το συνάνθρωπο τον καταπιεσμένο να με καλεί, τους μουδιασμένους νεοέλληνες ολόγυρα, έβλεπα σκελετωμένα χέρια να τεντώνονται προς τη μεριά μου, και φίδια οι τύψεις να με σφίγγουν. Να με πνίγουν.
Με κόπο έφταξα στο γραφείο μου, αρχίνηξα να φυλλομετρώ τις εφημερίδες κι ένας κεραυνός πετάχτηκε, κόντεψε να με ξολοθρέψει σαν διάβασα τον τίτλο μιας συνέντευξης του θεατράνθρωπου Χρυσικάκου «Η λεύτερη φωνή του Καζαντζάκη είναι η πιο κατάλληλη αυτήν την εποχή».
Και παρακάτω «Η οικονομική κρίση που βιώνουμε είναι πρωτίστως κρίση αξιών…».
Κι ακόμα πιο κάτω «Οι πνευματικοί άνθρωποι αυτήν την εποχή που διανύουμε, σωπαίνουν. Κάποιος λόγος υπάρχει. Έχει επικρατήσει ο βούρκος, οι φελλοί, το εύκολο. Τι έχει κάνει τους πνευματικούς ανθρώπους αυτήν τη στιγμή να σωπαίνουν; Ίσως γιατί οι άνθρωποι δεν τους ακούν.»
Και τότε σου μια σκοτοδίνη με κατέλαβε, κλειστοφοβία ένοιωσα, πέταξα μολύβια σβηστήρια και χαρτομάνι, έδωκα μια, πετάχτηκα όξω κι η πόρτα λίγο ’κόμα να ξεχαρβαλωθεί. Φύσαγε αγέρας δυνατός κι ένα βροχονέρι ψιλό, παγωμένο, έδερνε το πρόσωπό μου. Δεν κρύωνα, δε βρεχόμουνα, δε φοβόμουνα τ’ αστραποβρόντια μηδέ τα αφρισμένα κύματα, βουνά ολάκερα, που τρέχανε δαιμονισμένα, σκαρφαλώνανε στα βράχια με λύσσα, έτοιμα να καταπιούν το σύμπαν.
Στεκόμουνα, βάστουνα ένα ξερόκλαδο τση κατοχρονίτικιας χαρουπιάς δίπλα μη με πάρει ο αγέρας και σκέψεις λεύτερες ποτισμένες αρμύρα και πόνο με πλημμυρίσανε. Κι ενοχές, που σβουρίζανε οι κουβέντες του όποιου Μιχάλη. Τι κάνουμε να βοηθήσουμε τον καταπιεσμένο κι ανελεύτερο Έλληνα; Τι μπορούμε να κάνουμε; Μια κραυγή απόγνωσης ξετρύπωσε από τα δόντια μου και σκόρπισε στις κορφές.
– Ως πότε άνθρωπέ μου θα υπομένουμε και υποφέρουμε; Ένα βρώμικο πολιτικό παιγνίδι γίνεται τριγύρω, συφέροντα και καρέκλες διακυβεύονται, απλώνουν τα παχουλά χέρια και ζητούν την καταδίκη μας, την τιμωρία μας για να επιζήσουν, εις βάρος μας.
Ώρα πολύ στεκόμουνα εκεί, δε καταλάβαινα χιονοβρόχι και κρύο, κι έβλεπα τα κύματα να με φοβερίζουν, να σφυρίζουν ένα παράξενο, λυσσασμένο σκοπό και θαρρείς κραυγάζανε. Ναι. Τα άκουγα καθαρά.
– Πού είναι μωρέ το παλικάρι το γνήσιο; Ολάκερη Ελλάδα αχάμνωσε; Πού είναι ο κουζουλός ν’ αρπάξει τσι τύχες μας να πάμε ομπρός; Κατακαημένη χώρα!
Αφουγκραζόμουνα και σμίγανε σταγόνες στα μάγουλά μου. Του χιονιά νιφάδες ήντουσαν και της ψυχής το δάκρυ.
Μα άστραψε, βρόντηξε, του μεγάλου Κρητικού Καζαντζάκη, σαν έδινε συνέντευξη στο Γαλλικό ραδιόφωνο, οχτώ λέξεις ήρτανε να με χαλαρώσουν.
– Ο Θεός της Ελλάδας δε θα μας αφήσει….
Με τράβηξε μέσα η ταλαίπωρη γυναίκα, ολάσπρος ήμουνα, παγωμένος, τάισε τη φωτιά στο τζάκι να συνεφέρω.
Είχε ανοιχτή την τηλεόραση κι έλεγε για τα χάλια μας. Ο ένας κάνει κόμμα εκδίκησης, ο άλλος αραδιάζει ψέματα για το συφέρον μας, λέει, ο παρέκει, σκεπάζει τα αίσχη να μη μυρίζουν, ένας άλλος λέει μας κατάστρεψε μα τώρα θα μας σώσει, κι ο φουκαράς ο καραγκιόζης βαστεί το μαγικό χαρτί με τις τύχες μας στο χέρι.
– Ποιες τύχες μας, κραύγασα.
Άρπαξα ένα κουτσούρι, το σφεντόνιξα, γίνηκε χίλια κομμάτια το χαζοκούτι.
– Τουλάχιστον μην ακούω, είπα, και σωριάστηκα δίπλα στο τζάκι να πυρωθώ.
*gkamvysellis@yahoo.gr