Τρεκλίζοντας σκυφτός ανηφορούσε/ με το βαρύ Σταυρό του φορτωμένος/
για ν’ ανεβεί στον του κρανίου τόπο(ν)/ την “οφειλή” της Εύας να πληρώσει/
και να σωθεί το γένος των ανθρώπων…/ Πάθους ολόπικρο άδειασε ποτήρι/
σηκώνοντας τις αμαρτίες όλων/ και πάνω στο Σταυρό του μαρτυρίου/
στην αψηλότερη κορφή του πόνου,/ μοναδική παρηγοριά κι ελπίδα/
την πλέρια είχε νίκη της αγάπης!/ Μα γνώριζε, η νίκη πως θ’ αργήσει,/
πως ο Σταυρός εκεί, δεν πήρε τέλος!/ Κι άλλοι σταυροί πολλοί θ’ ακολουθούσαν,/
κι άλλα καρφιά και λόγχες κι άλλα ζάρια/ κι άλλοι εμπαιγμοί της Γης των ελαχίστων/
κι άλλοι αμνοί στα στόματα των λύκων…/ Τόσοι αιώνες είναι περασμένοι/
μα όλο καινούργιοι Αννες, Καϊάφες,/ εδώ κι εκεί θωρείς να ξεφυτρώνουν/
καινούργιοι Γραμματείς και Φαρισαίοι/ και σίγουρα, κάποιος Πιλάτος πάλι/
τα χέρια του να πλύνει, να ξεπλύνει/ και ξεπλυμό ποτέ τους να μην έχουν!…/
Ως πότε πια, ως πότε θα κρατήσει/ τούτο το “παιχνίδι” του θανάτου;/
Ως πότε οι Δυνατοί θα μαστορεύουν/ λογής “σταυρούς” για των λαών τους ώμους;/
Ως πότε ακόμα η Γη θα περιμένει/ την άγια πλέρια νίκη της αγάπης/
του Γολγοθά ο δρόμος να τελειώσει/ κι ο ήλιος της ελπίδας ν’ ανατείλει/
στους δύσμοιρους λαούς της Οικουμένης;