ΑΙΓΑΓΡΙΚΑ Ευτ. Μαρκαντωνάκη μνήμη
…πήδηξε ο αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάζει τον κάμπο και αφουγκράζεται πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάη. Τα μάτια του λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού, ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον κατέχει. Το τρίχωμα του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και κάτω απ΄το κεντρί του, το μέγα σήμαντρον της απολύτου ορθοδοξίας ταλαντευόμενον σε κάθε σάλεμα του, βαρά και μεγαλόπρεπα κουνιέται…
Από το ποίημα του Α. Εμπειρίκου «του αίγαγρου» Παρασκευή 3/12 ξημερώματα, ώρα 4.00 ακριβώς, ο νεαρός διανομέας Μανώλης (2) μου φέρνει την εφημερίδα Χ.Ν., έχει προηγηθεί ένα κουραστικό μερόνυχτο αναδιάρθρωσης του εργαστηρίου μου. Σκέπτομαι, ευτυχώς που και σήμερα δεν είναι πρωτοσέλιδο η τύχη των αίγαγρων του Δημοτικού Κήπου. Όμως, διαψεύστηκα αφού, 5 εσωτερικές σελίδες καταπιάνονται με το θέμα. «Τελικά, μήπως οι πράξεις μας συνδέονται με το πως αντιλαμβανόμαστε τη ζωή» γράφει ο Μ. Λαμπαθάκης. Το θέμα που προφανώς ενδιαφέρει τους πολίτες των Χανίων, για μένα έχει ιδιαιτερότητα για δυο βασικούς λόγους, που θα εξηγήσω. Ο ένας είναι προφανής, αφού το 1984 δημιούργησα το άγαλμα του Αίγαγρου που κοσμεί την είσοδο της πόλης. Ο δεύτερος, είναι εντελώς βιωματικός. Πριν από 53 χρόνια , καλοκαίρι, η συνηθισμένη διαμονή της οικογένειας στον Ομαλό, η ζωή συνυφασμένη με το τυροκομείο του πατέρα, αλλά και με τις καλλιέργειες σίκαλης και πατάτας από αυτόν στο οροπέδιο, συνύπαρξη με βοσκούς και αγρότες. Θυμάμαι που ήρθε ο θείος Ευτύχης, θα ήταν 53 χρονών νομίζω, μορφωμένος για τα δεδομένα της οικογένειας, δικηγόρος, γενικός υποθηκοφύλακας Χανίων και πρόεδρος του κυνηγετικού συλλόγου Χανίων. Πήγαμε με το τρακτέρ του πατέρα και τον θείο Ευτύχη στο ξυλόσκαλο και μετά τον αμαξωτό με ένα μικρό μονοπατάκι, μέχρι την άκρη του γκρεμού. Απέναντι, από τον πορφυρογκρίζο (καθώς τον έλουζε ο Ήλιος) επιβλητικό Γκίγκιλο. Γιάννη βλέπεις τα αγρίμια; με ρώτησε. Εκεί, μακριά, σαν μυγίτσες φαίνονται, πάρε τα κιάλια μου! Τα πήρα, εστίασα, ήταν εντυπωσιακό πως σκαρφάλωναν στον κατακόρυφο βράχο, η αποθέωση της φύσης (3).
Ο Εμπειρίκος, συνεχίζει «ο αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. Όμως δε νοιάζεται καθόλου για όλου του κόσμου τη βοή και την αντάρα. Στέκει στητός στα πόδια του, και όλο μυρίζει τον αέρα, σηκώνοντας τα χείλη του σαν σε στιγμές οχειάς…».
Στιγμές αργότερα στην επιστροφή, έμαθα πως ο θειος Ευτύχης, αυτός ο αυστηρός, δίκαιος φυσιολάτρης, ανέλαβε πρωτοβουλία ώστε να μεταφερθούν τα πρώτα αγρίμια-δεν τα λέγαμε αίγαγρους- στη νησίδα Θοδωρού, φυσικά αρσενικό και θηλυκό για να πολλαπλασιαστούν…
Ο θειος, πέθανε τρία χρόνια μετά, κι εγώ σπούδασα στην Α.Σ.Κ.Τ. Αθηνών, μέσα μου όμως έγραφε ως θεματολογικό εφαλτήριο, ο αγέρωχος αίγαγρος. Από τα πεδινά Χανιά στα πεδινά της Αθήνας, σταμάτησα να πηγαίνω τα καλοκαίρια στον Ομαλό, σταμάτησα ν΄ αγναντεύω τον Γκίγκιλο. Εν τω μεταξύ, γνώρισα –τυχαία- το φθινόπωρο του 1974 τον Αντρέα Εμπειρίκο(πάντα Αντρέας και όχι Ανδρέα τον ένοιωθα) με συγκλόνισε η «Υψικάμινος», ταυτίστηκα με Ζεμφορα, απογειώθηκα με την «Οκτάνα» και «Του αίγαγρου» το πεζοποιημα.
«γεια σου και χαρά σου , Αίγαγρε, που δεν θα πας στους κάμπους! Γεια και χαρα σου, που πατάς τα νυχοποδαρα σου στων απορρογών κορυφών τα πιο ψηλά Ωσαννά! Είπα και ελάλησα, και αμαρτία ουκ έχω.»
Κι όμως η αμαρτία μου ήταν το οτι για 9 χρόνια δεν ασχολήθηκα με το θέμα…, μέχρι τα εγκαίνια της έκθεσης-εγκατάστασης μου στο «Χρυσόστομο», τίτλος « Συνθετικές αντιπαραθέσεις», στην κατάμεστη αίθουσα από Χανιώτες που έβλεπαν για πρώτη φορά, γλυπτική εγκατάσταση με δράση (φωτιστική και ηχητική υποστήριξη), με πλησίασε ο τότε δήμαρχος Χανίων Γιώργος Κατσανεβάκης, λέγοντας μου «συγχαρητήρια, αύριο σε θέλω στο γραφείο μου, θα σου προτείνω να φτιάξεις, ένα άγαλμα». Τη νύχτα, ονειρευόμουν ένα σύγχρονο έργο με επιδράσεις του Μουρ ή του Μπρανκούζι. Την επόμενη μέρα, ο Κατσανεβάκης μου είπε, «άκου Γιάννη, το κρι κρι ή αγρίμι».., «ή αίγαγρος, συμπλήρωσα», « ναι, είναι το σύμβολο του τόπου, θέλω να κάνεις σχέδια να μου δείξεις για να διαλέξουμε ποιο θα υλοποιήσουμε» . Έκανα μια σειρά από σχέδια, τα περισσότερα σύνθετα, τοτεμικά, δυναμικά με μοντερνιές… Διάλεξε το απλούστερο, τεκμηριώνοντας «θάχουμε καιρό για μοντέρνα αγάλματα…» Θέλω να φτιάξεις το πιο απλό, που θα το καταλαβαίνει κάθε πολίτης.
Συμφώνησα, η αμεσότητα του με πήγε στο μεδούλι του Εμπειρίκιου Αίγαγρου… Αίγαγρος για μένα ήταν ο ποιητής που έβλεπε τα όνειρα των παιδικών μου χρόνων, όταν σκάλιζα πωρόλιθο στα δώδεκα μου χρόνια, μ΄ένα σουγιά μονάχα… τον Ηρακλή με λεοντή. Από την Οκτάνα του Εμπειρίκου και το «όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες». (3) ο ποιητής διαβιών, παρά την σκωπτική που κάποτε τον έπιανε μανίαν, με οίστρον σεραφεικόν και εξαίσιον τους ουρανούς της απολύτου αθωότητας ωραματίζετο. Και ίσως να έβλεπε εκ νέου ο ποιητής τα όνειρα των παιδικών του χρόνων, εις μια υπέρτατη προσδοκίαν…»
Είπα θα τον φτιάξω χωρίς εργαλεία, με τα δάκτυλα μου μόνο, θα καινοτομήσω, με εξπρεσιονιστικη ένταση στον πηλό και όταν χυτευτεί θα τον τοποθετήσω σε ένα πέτρινο όγκο βράχων, το σημείο το είχαμε επιλέξει εξ αρχής. Στο εμπα και το εβγα της πόλης, σε μια ανεπιτήδευτη πράσινη νησίδα…, είπαμε να μπουν μερικά φυτά χαμηλά και το δέντρο που ήταν πίσω (μικρό τότε) να το κλαδεύουμε καθώς θα μεγαλώνει κάπως ώστε να μην κρύβει το γλυπτό-σύμβολο από τους ανθρώπους που έφευγαν από τα Χανιά προς τη Σούδα. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν το 1984 και ήταν το πρώτο δημόσιο έργο μου. Για 30 χρόνια κλαδευόταν διακριτικά το δέντρο. Εκτοτε, δεν το αγγίξανε ξανά. Το δέντρο θέριεψε, κάταπιε το γλυπτό, ενημέρωσα το γραφείο πρασίνου και κήπου 3 φορές. Ο προϊστάμενος πριν 3 χρόνια μου είπε προκλητικά, «άλλες δουλειές νομίζεις πως δεν έχουμε…» Πριν από δυο μήνες ενημέρωσα και τον αντιδήμαρχο πολιτισμού του Δήμου Γιάννη Γιαννακάκη και μου είπε ότι θα επιληφθεί, περιμένω. Βέβαια, το θέμα είναι γενικότερο με τα αγάλματα της πόλης, σε σχέση με τα δέντρα που τα πλαισιώνουν… οι Αρχαίοι, δεν έβαζαν ποτέ έργα γλυπτικής κάτω από δέντρα. Ήθελαν να τα βλέπει ο θεός Ήλιος και αυτά να αγάλλονται κάτω από το φως του, να γλύφει το θεϊκό φως του την αναγλυφικότητα, να αφήνει στις στιλπνές μαρμάρινες πτυχές «λαμπρές» σκιές, ναι οι Αρχαίοι Έλληνες, λάτρευαν τη θεϊκή ζωή και η αμεσότερη τέχνη προς αυτή ήταν η γλυπτική. Οι σημερινοί Έλληνες, πόσο προτάσσουν ως αναγκαιότητα έργα πλαστικής , γλυπτικής στο μάρμαρο, στο μέταλλο, σε δημόσιο χώρο… Διαλέγω πάλι από την «Οκτάνα» το «ο δρόμος» «θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Τα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με πανηγύρι ποια ζει, χαρούμενη μέσα στο Φως…»Ζούμε σε μια χώρα Νεοελλήνων που την τρίχα κάνουν τριχιά, για ανώφελα θέματα, που κατέχουν περισσότερα κατά κεφαλήν αυτοκίνητα από πολίτες χωρών που τα παράγουν, που τα σπίτια δεν έχουν βιβλιοθήκες, που οι περισσότεροι γραμματιζούμενοι δεν ξέρουν πως τα ορειχάλκινα γλυπτά μέχρι και σήμερα χυτεύονται με τον ίδιο τρόπο της κλασσικής Αρχαιότητας (4), που φιλόλογοι δε διαβάζουν τους μεγάλους Έλληνες υπερρεαλιστές (Σαχτούρη, Κακναβάτο, Νάνο Βαλαωρίτη, Εγγονόπουλο, Ανδρέα Εμπειρίκο) και φυσικά δεν τους διδάσκουν, που εικαστικοί καθηγητές δε δείχνουν στο Γυμνάσιο έργα του μεταφυσικού, υπερρεαλιστή ζωγράφου Τζόρτζιο ντε Κίρικο που έζησε στο Βόλο, που ύμνησε αντιπεριγραφικά, το Ελληνικό αστικό πνεύμα με τα μυστήρια αγάλματα στις πλατείες, με εργα που το χρωματιστό φως συνδιαλέγεται τις μεγάλες σκιές στη μαγική του ζωγραφική αλλά και τα μεταγενέστερα εργα του, τα άλογα… Πάλι στην «Οκτάνα» επιλέγω δυο σύντομα σπαράγματα από τα «δυο άλογα του GIORGIO DE CHIRIKO” «…Δυο άλογα λυρικά δυο άλογα στυτικά και μέσα στις ψυχές των πλαστικά, δυο άλογα ολοζώντανα και ωστόσο σαν αγαλματένια, δυο άλογα με χαίτες μακριές και μ΄ ακόμη πιο μακριές και φουντωτές ουρές…
ΑΓΡΙΜΙΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ
…Στο βάθος, πίσω από μιαν έκταση πεδινή και ίσως τελματώδη, υψώνεται ένας λόφος με κτίσματα αρχαϊκά. Ποιος ξέρει, ίσως να έφυγαν τα δυο άλογα εθελουσίως από τα κτίσματα του λόφου. Ίσως να έφυγαν διωγμένα από τους απαίσιους κατοίκους, που δεν κατάλαβαν ποτέ μήτε τους πόθους των μήτε την ομορφιάν των…» Σκέφτομαι τα άλογα χιλιάδες χρόνια τώρα τα δάμαζε ο άνθρωπος για να τον υπηρετούν, με τους αίγαγρους αυτό δεν μπορεί να συμβεί, είναι στη φύση του ζώου να είναι αγρίμι, γιατί λοιπόν τα βάζουμε σε κλουβιά μέσα σε πόλεις, ο άνθρωπος είναι πολλαπλά άπληστος, όντας «πολιτισμένος», την ίδια ώρα που κατακτά το πλανητικό διάστημα, συμπεριφέρεται σαν σπηλαιάνθρωπος, αφήνει τα ένστικτα του να επι-δρουν καταλυτικά, αντιφατικά, στην πρόοδο του. ΚΑΙ ΝΑΙ ΟΙ ΑΙΓΑΓΡΟΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ τους ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΑ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΟΥΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΣΤΑ ΓΚΡΕΜΝΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΠΗΛΙΕΣ. Από την άλλη σκοπιά, η απομάκρυνση τους, εάν δε γίνει με ΟΡΟΥΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ, ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΙ ΕΝΑ ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΟ ΛΑΘΟΣ , ΜΕ ΆΛΛΟ ΛΑΘΟΣ. Από το ποίημα Αμοργός του Νίκου Γκάτσου (5)«με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα. Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά στων σφουγγαριών τα σεντόνια…»Τελειώνω με τους στίχους του Κίμωνα Φραιερ από το «Η γέννηση» (6)«Σουρνόμαστε. Σαν αγρίμια μέσα σε σπηλιές, σκάβουμε τρύπες στη γης σαν τυφλοποντικοί. Πετούμε από πάνω μας τον πολιτισμό σαν συνήθεια, απομένουμε μόνοι μας με τα νεύρα μας και χωρίς μορφίνη. Χειραγωγούμε χωρίς αναισθητικά…»
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ανδρέας Εμπειρίκος «Οκτάνα», Ίκαρος εκδοτική εταιρία
(2) Ο Μανώλης, βιοπαλαιστής , αξιέπαινος, κάνει δυο δουλειές για να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του
(3) Το τέλος του ποιήματος αυτού (1964) είναι: «Ητο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης.»
(4) Η μέθοδος του «χαμένου κεριού» στην ορειχάλκινη χύτευση έχει μείνει τεχνικά ίδια με την αρχαιότητα…
(5) «Αμοργός» το μοναδικό ποιητικό έργο του Ν. Γκάτσου (τον γνωρίζουμε περισσότερο ως στιχουργό) εκδ. Πατάκη
(6) Η Γέννηση με 6 πίνακες του Ζωρζ Ρουώ σε μετάφραση Νίκου Καλαντζάκη, εκδ. Πλειάς.