Όσο εδά επέρνα ο καιρός και το φθινόπωρο επροχώρα οθέ το τέλος του, ετέλειωνε κάθε μέρα και περισσότερο κι η βόλεψη τω χωριανώ μας τσοι περασμένους καιρούς. Γιατί, από μέρα σε μέρα, εφυτρώνανε καινούργιες δουλειές και δεν έμενε καιρός για χουζούρι και ροζοναρίσματα περί ανέμων και υδάτω. Μα κι οι γι αποσπερίδες στο φως του φεγγαριού γη τσ’ στσ’ αστροφεγγιές, όξω στσ’ αυλές τωνε αραιώνανε. Γιατί κι οι βραδινές ψύχρες, τσοι κάνανε κι αναζητούσανε όσο επερνούσανε οι γι ημέρες τη ζεστασιά του μέσα.
Γι’ αυτό και σαν απολαμβάνανε ιδιαίτερα στσι ξαστεριές τσ’ απολαυστικές εικόνες από τα ηλιοβασιλέματα, απού οι ανταύγειες από τσ’ αχτίνες του ηλίου εχρωματίζανε περίτεχνα τον δυτικό ορίζοντα, με τα πορτοκαλοκίτρινα λαμπερά χρώματα. Κι από σιγά- σιγά τη φωτεράδα τουτηνά του ορίζοντα την εσκέπαζε με τη μαυρίλα ντου το σκοτεινό στρωσίδι τση νύχτας. Αποχαιρετούσανε κι κείνοι τούτηνα τη βραδιά. Και συνεχίζανε το βεγγέρισμα μέσα, με το φως του λύχνου, γη αργότερα τση λάμπας. Φωτιστικά μέσα τω περασμένω χρόνω, απού οι τωρινές γενιές γροικούνε τα ονόματα ντωνε κι ανασηκώνουνε τσ’ ώμους των, απού άγνοια. Γι’ αυτό και στο βιβλίο μου «ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΧΩΡΑΦΑΚΙΑ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ ΧΑΝΙΩΝ» έβαλα τσοι φωτογραφίες τωνε. Για να καταλαβαίνουνε αυτά που γροικούνε γη διαβάζουνε οι νέες γενιές είντα ‘ναι.
Κι εκειά δα μέσα στο σπίτι, επεριμένανε τα σκολιαρούδικα να γράψουνε την αντιγραφή ντωνε και ν’ αποδιαβάσουνε. Για να στρώσει ύστερα η γι οικοδέσποινα το τραπέζι και να δειπνήσουνε ούλοι μαζί. Κι ύστερα, τα κοπελάκια πρώτα, επχιαίνανε για να βάλουνε τη μούρη ντωνε στ’ άχερα, να κοιμηθούνε δηλαδή. Όπως έλεγε ο συγχωρεμένος ο πεθερός μου χαριτολογώντας. Γιατί τσοι καιρούς κεινουσάς, τα στρώματα τα γεμίζανε μ’ άχερα. Γιατί εκείνα έπρεπε να σηκωθούνε πρωί, για να προλάβουνε να ετοιμαστούν. Και σαν εγροικούσανε τη καμπάνα τσ’ εκκλησιάς να τα ειδοποιεί για να πάνε στο σκολειό, να ‘ναι έτοιμα, για να φύγουνε. Γιατί οι καιροί ήτανε δύσκολοι κι οι μανάδες πολυάσχολες, και δε των επερίσσευε χρόνος για πολλά πολλά νταντέματα.
Γι’ αυτό κι ήπρεπε να ‘ναι ξεκούραστα τα κοπελάκια και χορτασμένα από ύπνο. Γιατί ταχιά ταϊτέρου απού σαν εξυπνούσανε με το ξύπνημα ντωνε επαίρνανε και την υποχρέωση να γνοιαστούνε για την προετοιμασία ντωνε, για να ξεκινήσουνε στην ώρα ντωνε για το σκολειό. Κι ύστερα δα από λίγο, εκαληνυχτίζουντανε κι οι γι αποδέλοιποι κι επχιαίνανε για ύπνο. Με την ευκή ν’ αποφτάξει κάποια στιγμή το παραφορτωμένο νέφαλο με το ευλοημένο νερό τση βροχής, για να ποτίσει την εξαντλημένη από τη δίψα γη από τσοι καλοκαιρινές κάψες. Για να ζωηρέψουνε τα δέντρα και να μαλακώσει η γη για να πιάσουνε τσ’ οχερές τω αλετριώ οι ζευγάδες και να πάρουνε τα σποροσακούλια ντωνε «του ‘σπειρε τον σπόρο αυτώ». Κι οι μαζώχτρες κι οι μαζωχτάδες ν’ απλωθούνε στα λιόφυτα, όπως ετραγούδιε ο αξέχαστος Μουντάκης και να ξεκινήσει ο αγώνας τση συγκομιδής του ελαιοκάρπου κείνησας τσοι χρονιάς με τούτανα τα όνειρα εκοιμούντανε καθαργά και με τούτεσας τσ’ ορπίδες εμεροξημερώνουντανε.
Όσο σα επαραπέρνα ο καιρός αρχινούσανε ν’ αποφτάνουνε από άλλες γειτονιές οι μυρωδιές τω σταφύλω από το ξεκαζάνιασμα. Και να γροικούνται οι τραβάγιες από τσ’ εύθυμες συντροφιές απού αποσπερίζανε τούτεσας τσοι βραδιές απού δουλεύανε τα ρακοκάζανα. Κι ετσά δα κιόλας ειδοποιούντανε οι χωριανοί πως είχε αρχινίξει και για κείνηνα τη χρονιά η γι απόσταξη του τοπικού εθνικού προϊόντος, τση τσικουδιάς. Που κι ακόμη εδά πολλοί τηνέ θεωρούνε πως η τσικουδιά είναι η γι αθρωπιά στα σπίτια των αθρώπω. Γιατί μ’ αυτή ετρατέρνανε τσοι μουσαφίρηδες απού των ετυχαίνανε κατά καιρούς τα βράδια.
Ετσά το λοιπός κάθε τόσο και άλλα ρακοκάζανα εξικινούσανε την απόσταξη με τσ’ ολονύχτιες ταλαιπωρίες, ιδιαίτερα τα παλιά χρόνια απού δεν υπήρχανε ευκολίες, και με τσοι λύχνους και τσοι φακούς απολεμούσανε ν’ ανταποκριθούν στσ’ υποχρεώσεις και τσ’ απαιτήσεις για τη καλή λειτουργία του καζανιού. Σε αντίξοες καιρικές συνθήκες και σε κακοτοπιές. Είναι αλήθεια πως πάντα ο κρατικός μηχανισμός δείχνει το σκληρό του πρόσωπο στον αγροτικό πληθυσμό.
Σύφωνα με τα λεγόμενα του λαού «Στ’ αδύναμο κρέας κολλά η μύγα». Κι απ’ αυτούς τσ’ αδύναμους κι εξασθενημένους οικονομικά, οι γι αρμόδιοι για τη φορολογία βρήκανε την ευκαιρία να χτυπήσουνε τη φοροδιαφυγή. Όμως εκείνοι μαθημένοι με τσοι δυσκολίες και ζυμωμένοι με τα βάσανα αντέχανε στσ’ ολονύχτιες ταλαιπωρίες κι εσυνεχίζανε αγόγγυστα την απόσταξη τση τσικουδιάς, σε κλίμα απού κυριαρχούσε η καλή διάθεση κι η γη ευθυμία. Με τσοι συντροφιές να μη ξελοίπουνε τσ’ αργαδινές. Τσοι χρυσοχέρες γειτόνισσες να προσφέρουνε τσοι ξερούς καρπούς τσ’ εποχής απούχανε στερέψει στα ντολάπια ντωνε, σταφίδες, ξερή μουσταλευρέ, συκοπιταρίδες κι αμύγδαλα, για να δοκιμάζουνε τη τσικουδιά οι επισκέπτες. Κι άλλοι να κουκλωνουνε στη χόβολη πατάτες και να στριφογυρίζουνε τσοι φρίσσες και το φτωχογιάννη στα κάρβουνα που μαζί με τσ’ ελιές κι ό,τι άλλο ετύχαινε. Και με το κριθαρόψωμο θαν εβρεχτολαδίζανε και θαν ετρώγανε τη στραβή γη πέρδικα, απούχανε ψημένη στα κάρβουνα (ετσά ελέγανε χαϊδευτικά τσοι φρίσσες) κι επίνανε τα κρασάκια ντωνε κι ευθυμούσανε.
Και περνούσαν όμορφα και καλά και τότεσας με τα ρακοκάζανα κείνησας τσ’ εποχής φωτογραφίες και τσοι συνήθειες. Όπως κι εδά με τση καινούργιας τεχνολογίας φωτογραφίες. Με τσοι συντροφιές να ταιριάξουνε και να περνούνε, όπως η παράδοση δασκαλεύει. Κι ας τα θωρούνε τούτανα οι φοροατσίδες να κάνουνε και στραβά μάθια όντε πρέπει για χάρη τση παράδοσης και τση παραδοσιακής ζωής απού ζωντανεύει και ξεκουράζει από τσοι δυσκολίες και τα βάσανα.
Θεέ μου βλέπε μας το νου μας.
Πολλά τα έτη σας Αναγνώστριες κι Αναγνώστες μου κι αναζήτηχτοι.
Το γεροντάκι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Αργαδινές = Βράδια
Ροζονάρω = Κουβεδιάζω
Μούρη = Πρόσωπο
Ταχινή = Αυριανή
Βόλεψη = Άνεση, βόλεμα
Όξω = Έξω
Οθέ = Προς
Γροικούνε = Ακούνε
Γνοίαζομαι = Ενδιαφέρομαι
Ταχιά ταϊτέρου = Αύριο πρωί
Κάψα = Υπερβολική ζέστη
Οχερή = Η λαβή τ’ αλετριού
Σποροσακούλα = Σακούλι για σπορά
Καθαργά = Κάθε βράδυ
Τραβάγια = Φασαρία
Απολεμώ = Προσπαθώ
Στερεύω = Φυλάω