Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Οταν αχνίζουν τα πηγάδια

Η κορφή του Κάστρου φιλεί τον ουρανό. Τα σύννεφα περνούν δίπλα του πιο χαμηλά απ’ αυτό και κάνουν τη δουλειά τους… Ο βοριάς περνώντας μέσα απ’ τις ελατοβελόνες λες και παίρνει δύναμη και κατεβαίνει σφυρίζοντας. Και η παρέα δίπλα στο τζάκι με το πόντζι [βρασμένο τσίπουρο με λίγη ζάχαρη] έχει πιάσει την κουβέντα. Στα υψίπεδα του Μαινάλου, στην ορεινή Αρκαδία που επισκέπτομαι κάπου – κάπου. Ο μπάρμπα Κώστας, ένας υπέργηρος ορεσίβιος, που τα έχει τετρακόσια έχει το λόγο. Εδώ που τα λέμε παιδιά μου, μας κουβεντιάζει, περάσαμε φτώχεια, ανείπωτη φτώχεια, απερίγραπτη.

Μα ποτέ μιζέρια και δυστυχία. Γιατί αυτό που μας έλειπε μέσα στο σπίτι, όταν δεν πήγαινε καλά η χρονιά, περίσσευε στην καρδιά μας. Μα δεν είναι μόνο αυτό, σκέπτομαι. Ειναι που ο μπάρμπα Κωσταντής αυτά που του έλειπαν μέσα στο σπίτι, τα αναπλήρωνε στην επαφή του με τη φύση, με τα ζώα, τα βουνά και τα χωράφια. Γιατί η φύση δεν έχει αντίθετα, αλλά συμπληρωματικά, δεν έχει θόρυβο, αλλά αρμονία, δεν έχει υπερβολή, αλλά μέτρο. Γιατί η σιωπή και η θλίψη, με τα ποδοπατήματα των προβάτων, τους ήχους των κουδουνιών, τα κελαηδίσματα των πουλιών, το κελάρυσμα του νερού, ήχοι που είναι σαν να κατεβαίνουν απ’ τον ουρανό, δίνουν στους ανθρώπους το μέτρο της ύπαρξής τους. Τα βράχια που τρυπούν τον ουρανό, τα βάραθρα, η πέτρα που ζεματάει απ’ τον ήλιο, τα έλατα που παίρνουν φωτιά το δείλι, το κυπαρίσσι και η οξιά μεγεθύνουν, αλλά και οριοθετούν το μόνο Σύμπαν. Το υπέρτερο απ’ τους ανθρώπους.

Γι’ αυτό και ο μπάρμπα Κωσταντής περισσότερο συνεννοείται με τη φύση και τα ζώα παρά με τους ανθρώπους. Κι ας μην έχει ούτε ακουστά τον Λέβι Στρως. Και όταν κάθεται μόνος του στην αυλή επί ώρες, κουβεντιάζει με τις μάντρες, απαντά, όταν τον ρωτούν και οι πολλοί λένε: Πάει ο γέρος τα έχασε. Μα δεν τα έχασε ο γέρος. Κατεβαίνοντας απ’ τον ουρανό ο Θεός στη γη, το πρώτο χωριό που συνάντησε ήταν το χωριό μας. Μα δεν πήρε από εδώ κανένα μαθητή, λέει. Εκνευρίζοντας τους ιθαγενείς… Και όταν την άλλη μέρα, ένας αχνός, δειλός ήλιος εφάνη κάτω στον κάμπο, τα πηγάδια άχνιζαν, λες και είχαν μέσα χόβολη και όχι νερό. Είναι η ώρα των πεθαμένων μου συμπληρώνει ο μπάρμπα Κώστας. Γιατί γι’ αυτόν οι δύο κόσμοι δεν είναι χωριστοί τελεσίδικα, αλλά επικοινωνούντες. Τέτοια ουράνια κερκέλια έχει ο μπάρμπα Κώστας και κρατιέται… Που λες γιατρέ, μου λέει, όταν πριν χρόνια η γριά μου, χρόνια κατάκοιτη [μόνο με το Πι έκανε μερικά βήματα μέσα στο σπίτι] είδε το γιο μας που ήλθε απ’ την Αμερική για να τη δει πριν πεθάνει, ξυπνώ το πρωί και τι να δω; Η γριά με το Πι στον κήπο να μαζεύει σιγά – σιγά στην ποδιά της κολοκυθοκορφάδες. Να τις μαγειρέψει με το ξίδι και το σκόρδο, ένα φαΐ που του άρεσε. Πώς περπάτησε; Δεν μπορώ να το πιστέψω του απαντώ. Ξανακοίταξε τα βιβλία σου μου λέει με μία στέρεη βεβαιότητα, σαν του Κάστρου που σκεπάζει το χωριό, ενώ στα ματια του ανεβαίνουν δάκρυα. Και ήπιε το πόντζι μονορούφι…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα