Και θαυμάζουμε το κάθε ηλιοβασίλεμα.
Το ολιγόλεπτο αυτό μαγευτικό τοπίο
σαν εικόνα ολοζώντανη που βγήκε από βιβλίο,
αφήνοντας ελεύθερους τους εαυτούς μας
τα όνειρα, τις σκέψεις και το νου μας.
Και της αισιοδοξίας το συναίσθημα αυτό,
που γεννιέται με μια όψη προς τον ουρανό,
μας καταβάλλει τώρα και είναι -νομίζουμε- αληθινό.
Μα δεν σκεφτόμαστε,
πως δεν είναι τίποτε άλλο από μια γλυκιά ψευδαίσθηση.
Γιατί τόσο τυφλωνόμαστε
από του δύοντος ηλίου την πανέμορφη βύθιση,
που δεν αντιλαμβανόμαστε
το πόσο στενάχωρο είναι αυτό γεγονός,
που για άλλη μια μέρα,
το πιο λαμπρό κι ελπιδοφόρο κομμάτι τ’ ουρανού,
ένα κομμάτι φωτός,
καλύφθηκε από χρώματα ζωηρά,
και σήμανε άλλο ένα τέλος μικρό
κι ύστερα εξαφανίστηκε, χάθηκε σταδιακά
πλησιάζοντας έτσι στο τέλος το οριστικό.
Και εσύ περιμένεις το επόμενο ηλιοβασίλεμα να ‘ρθει,
γιατί τόσο τελικά το έχεις ερωτευτεί.
Μα κάποτε προς τα πίσω αν θα στραφείς,
ίσως μόνο τότε να δεις
πως σε κείνο το δωμάτιο αναμονής,
που του ‘χει δοθεί τ ’όνομα ‘ζωή’,
ήταν τόση η αφοσίωση στου ήλιου τη δύση,
που ξέχασες, βλέπεις, την υπόλοιπη φύση.
Ξέχασες πως έχει και η νυχτιά,
μία δική της, κρυφή, ομορφιά
που ακούει στ’ όνομα φεγγάρι και ξαστεριά.
Και συνειδητοποιείς ότι ο χρόνος κυλά.
Και ίσως πράγματι να είναι πλέον αργά.
Ίσως σπατάλησες σε ηλιοβασιλέματα όλα σου τα δειλινά.
Σειρά όμως τώρα έχει η ανατολή,
μια ευκαιρία για μια καινούρια, ολοκαίνουρια αρχή,
στην οποία το φως και πάλι κυριαρχεί.
Κι είναι σαν το νέο αυτό ξημέρωμα
να μπορεί να γεμίζει της ψυχής το άδειασμα,
να ζωγραφίζει του δρόμου των ονείρων το τσαλάκωμα,
να ξεπλένει του μυαλού τα μελαγχολικά αποβράσματα.
Γιατί κάθε βράδυ είναι σαν κάτι να πεθαίνει
και το πρωί να είναι πάντα εκεί, να το ανασταίνει.
Όλγα Τσιβουράκη,
2ο Γυμνάσιο Ελ. Βενιζέλου (Γ΄τάξη)