Με την ανάσα της και μ΄ένα καθαρό πανάκι καθάριζε το λαμπόγυαλο η μάνα μου την εποχή εκείνη. Κι ύστερα γέμιζε την λάμπα με πετρέλαιο από’να πεντακοσάρι μπουκάλι, καθάριζε το φτύλι να φύγει η κάφτρα,και πριν βραδιάσει για καλά την άναβε μ΄ένα τσακουμάκι.
-Κάτσε δα Γιωργιό να’χεις την ευκή μου να διαβάσεις και να γράψεις την ορθογραφία σου, γιατί ούλη μέρα έπαιζες μπάλες και δεν σε είδα ν’ ανοίγεις βιβλίο… μόνο μην βιάζεσαι οντέ γράφεις και κάνεις καλικατσούνες.
-Αντε μην χασομεράς χαρώτο, γιατί η ώρα βάνει και τον αφέντη σου να’ρθει και θα πάρομε την λάμπα να φάμε.
-Εμένα μαμά δεν μ’ αρέσει το φακιδόρυζο κι οι φρύσες και θέλω να μου κάμεις μια τηγανιά πατάτες κι ένα αυγό αμάτι, αλλιώς δεν τρώω πράμα.
-Μην είσαι αντράκι μου τοσοδά κακόφαο γιατί θα κατσιάσεις από την πείνα και θ’ αρρωστήσεις… δεν το θωρείς μωρέ το Στελιό τσι Σήφαινας που τρώει ό,τι βρει, κι είναι κατακόκκινο σαν το πετραμύγδαλο.
-Ναι μα αυτό το δέρνει η μάνα ντου με τη βίτσα και τη τρέμει, γι’ αυτό το θωρείς κι είναι καλόφαο, αφού έμαθε να τρώει και τα χαρούπια από το φόβο ντου…
-Μωρέ κι εσύ τσι χρειάζεσαι πότες -πότες 2-3 ξυλιές στα κολάκια για να φοβάσαι να τρώεις ότι βρίσκεις… αλλά έχε χάρη που σ’ έχουμε κακομάθει από μικιό…
-Αντε κάτσε δα να τελειώσεις τα γραφτά σου κι εγώ θα πάω ν΄ανάψω πάλι την φωτιά να σου τηγανίζω… ίντα να κάμω μωρέ παιδί μου που δεν μπορώ να σ΄ανεμίζω να κοιμηθείς νηστικός. Αξέχαστη η αγάπη της μάνας…!