Διαβάζοντας στα “Χ.Ν.” περιγραφές παρουσιάσεων βιβλίων, συχνά, θλίβομαι, όχι μόνο για την ευκολία παράθεσης άκριτων – εγκωμιαστικών – διθυραμβικών σχολίων για βιβλία και κυρίως για τους συγγραφείς τους, αλλά και για το είδος των βιβλίων που παρουσιάζονται, απαξιώνοντας έτσι και τους δημιουργικούς στόχους των εκδηλώσεων αυτών, αλλά και την αξιοπρέπεια των συγγραφέων.
Γιατί ένας συνειδητοποιημένος συγγραφέας (πρέπει να) απεχθάνεται το -χωρίς τεκμηρίωση- “λιβάνισμά” του, που αποτελεί την κορυφαία τακτική παρουσίασης πολλών βιβλίων, με αποτέλεσμα να αποθαρρύνονται να προσέρχονται, στις παρουσιάσεις αυτές, οι αληθινοί φίλοι του βιβλίου, οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι η συμμετοχή τους στις παρουσιάσεις βιβλίων, δεν είναι ανάγκη να εκπληρώνει μία τυπική υποχρέωσή τους στους συγγραφείς και στους ομιλητές. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι το “πολιτικάντικο” αυτό φαινόμενο δεν βοηθά ούτε την αξία, ούτε και τη διάδοση, της όποιας παρουσιαζόμενης συγγραφής. Ωστόσο με το πρόβλημα αυτό δεν σχετίζεται η πρωτότυπη, δημιουργική και διαδραστική παρουσίαση του βιβλίου της Χριστίνας Κατσάρα (της οποίας η μητέρα είναι απόφοιτη της Γαλλικής Σχολής Καλογραιών Χανίων), με τον εμβληματικό τίτλο: ‘Οταν οι δαίμονες κοιμούνται (εκδ. Οσελότος), στο ιστορικό Rock Cafe Booze της οδού Κολοκοτρώνη, στο κέντρο της Αθήνας (προς το Μοναστηράκι), το βράδυ της 21ης Απριλίου 2017. (Αλήθεια, τι ημερομηνία κι αυτή).
Πρόκειται για ένα project σύνθεσης εικόνας (πορτραίτων), λόγου και ήχου, που παρουσίασε με σαφήνεια, αμεσότητα και ακρίβεια (παρόλη την μικρή 20λεπτη διάρκεια), η Ψυχοθεραπεύτρια Μαρουσώ Χαλκιά, αντίθετα από τις ανούσιες, μεγαλόστομες, πομπώδεις και ανοήτως εγκωμιαστικές και κουραστικές αναφορές άλλων παρουσιαστών παρεμφερών εκδηλώσεων.
Συγκεκριμένα σε ξεχωριστό εκθεσιακό χώρο, αλλά και στο βιβλίο της Χριστίνας Κατσάρα, παρουσιάζονται δέκα πορτραίτα γυναικών και δέκα ιστορίες τους, χωρίς να διευκρινίζεται η αντιστοιχία τους.
Γι’ αυτό και ζητήθηκε από τους παρευρισκομένους -αντί να είναι παθητικοί δείκτες του πλαισίου εικόνας και λόγου- να συμμετάσχουν ενεργητικά (σε διανοητικό επίπεδο) στο παιχνίδι της εξερεύνησης, προσπαθώντας, μέσα και από την παράθεση των διαφορετικών ιστοριών τους, να παρατηρήσουν την έκφραση των πορτραίτων, να υπερβούν την εικόνα τους, να ψάξουν τα χαρακτηριστικά τους και να συνθέσουν την προσωπικότητά τους, βρίσκοντας έτσι στο τελος την αντιστοιχία πορτραίτου και ιστορίας. Το μόνο κοινό που έχουν οι δέκα διαφορετικές ιστορίες των γυναικών (περίπου 40 χρόνων και πάνω) είναι ότι όλες έχουν χάσει τον πατέρα τους και οι οποίες μιλώντας στη συγγραφέα, της άνοιξαν την ψυχή τους, για να μπορέσει αυτή να εκφράσει την προσωπικότητά τους. Έτσι στο διερευνητικό αυτό ψάξιμο, η εικόνα (του πορτραίτου) εκφράζει το παρόν της ζωής τους, ενώ το παρελθόν τους σκιαγραφείται στο διάβασμα της ιστορίας τους.
όσον αφορά την αιτία που οδήγησε τη συγγραφέα στο συγκεκριμένο Project, αυτή, όπως αναφέρει, στον πρόλογο του βιβλίου της, αυτή αντλείται από την ιδέα της, να ξεκινήσει, το Project, με τα πορτραίτα των γυναικών που έχουν χάσει τον πατέρα τους, νιώθοντας να οδηγείται σε μονοπάτια σκέψης και πράξης γνώριμα, αναζητώντας όλες τις εκδοχές της σχέσης πατέρα-κόρης (χωρίς φροϋδικό υπόβαθρο), δημιουργώντας έτσι, μέσα από την αφήγηση των ιστοριών τους, μια μικρογραφία της κοινωνίας μας.
Γι’ αυτό, όπως ανέφερα και προηγουμένως, η διερευνητική και διαδραστική αυτή διαδικασία παρουσίασης βιβλίων, χρειάζεται την ενεργητική συμμετοχή των παρευρισκομένων, για να κατανοηθεί και συνειδητοποιηθεί ότι η συγγραφέας αγωνίζεται, μέσω αυτού του Project, να αυτοβελτιώσει την ψυχολογική, συναισθηματική και κοινωνική της ευαισθησία και υπόσταση. Με αυτό το σκεπτικό, ευχαριστημένος, ικανοποιημένος και “κερδισμένος”, υπήρξα και εγώ από τη συμμετοχή μου στο βιωματικό αυτό project παρουσίασης, γιατί το αισθητικό και επικοινωνιακό αυτό “κέρδος”, αποτελούσε έναν από τους στόχους αυτής της εκδήλωσης.
*Καθηγητής Περιβαλλοντικών Επιστημών – Συγγραφέας