Λένε πως ο πόνος κάνει τον άνθρωπο καλύτερο και εκείνοι τον είχαν βιώσει στο πετσί τους, τόσο στη διάρκεια του ανελέητου τουρκικού διωγμού από τις πατρογονικές τους εστίες, όσο και στη συνέχεια στο δρόμο της προσφυγιάς μέχρι να βρουν τόπο να τη στεγάσουν.
Και ως να μην έφταναν όλα αυτά, ακόμα και μετά την εγκατάστασή τους στη νέα πατρίδα, στην Κάτω Σούδα της Κρήτης, αν και οι πληγές τους από τον ξεριζωμό ήταν ακόμη ανοιχτές, βίωναν συχνά πρακτικές αποκλεισμού και απαξιωτικές και ρατσιστικές συμπεριφορές. Αυτό άλλωστε συνέβη και με τους περισσότερους συμπατριώτες τους, όπου και αν αυτοί εγκαταστάθηκαν.
ΜΙΑ ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΗ ΓΕΙΤΝΙΑΣΗ
Αλιείς στο επάγγελμα με καταγωγή οι περισσότεροι από τα παράλια της Ερυθραίας βρήκαν απάνεμο λιμάνι στον οικισμό Αζιζιέ που ονομάστηκε έτσι προς τιμή του Σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ με πρωτοβουλία του οποίου κατασκευάστηκε στο σημείο που αποξήρανε ο Ρεούφ Πασάς το 1870 τις υπάρχουσες αλυκές, προκειμένου να μετεγκατασταθούν εκεί οι Οθωμανοί κάτοικοι της νησίδας της Σούδας.
Εδώ, λοιπόν, στη βόρεια πλευρά του οικισμού, δίπλα στη θάλασσα,μετεγκαταστάθηκε επίσης πέντε χρόνια περίπου μετά την άφιξη τους μια άλλη μικρή κοινωνία, ανθρώπων πονεμένων και απόκληρων της ζωής.
Πρόκειται για το Δημόσιο Ψυχιατρείο Σούδας που μετά από πολλές περιπλανήσεις στεγάστηκε στην άκρη του οικισμού, στα ακίνητα των κληρονόμων Λυγκούνη που αγοράστηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο, αφού έγιναν οι ανάλογες κτιριακές αναμορφώσεις και αποξηράνθηκαν οι αλυκές που υπήρχαν στο σημείο αυτό.
Το Δημόσιο Ψυχιατρείο Σούδας αντικατέστησε το Άσυλο Φρενοβλαβών Σούδας που στεγαζόταν εντός του Ναυστάθμου, που με τη σειρά του αντικατέστησε το Φρενοκομείο Χανίων που ιδρύθηκε το 1900 με απόφαση της Κρητικής Πολιτείας για να εξυπηρετήσει ολόκληρη την Κρήτη και λειτούργησε για ένα χρόνο στη Νέα Χώρα.
Άνθρωποι πονεμένοι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, έχοντας πρόσφατα βιώσει την απώλεια τόπων, ανθρώπων και ονείρων, με έντονο συναίσθημα ενσυναίσθησης, δεν δυσανασχέτησαν καθόλου με τούτη τη γειτνίαση γνωρίζοντας τον ανείπωτο πόνο που έκρυβε τούτος ο χώρος, αλλά και τις εκπλήξεις που επιφυλάσσει πολλές φορές η ανθρώπινη μοίρα.
ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ!
Ξένοι στη καινούρια πατρίδα αντιμετώπισαν τους ψυχικά πάσχοντες γείτονές τους λοιπόν από την αρχή με συμπάθεια και σεβασμό, μια στάση που δεν θεωρείτο αυτονόητη, ειδικότερα εκείνα τα δύσκολα χρόνια σε μια κοινωνία που θεωρούσε την ύπαρξή τους πρόβλημα ενοχλητικό και δυσεπίλυτο, σύμφωνα με τις αντιλήψεις και τα στερεότυπα για την ψυχασθένεια των χρόνων εκείνων και όχι μόνο.
Φτάνει να σκεφτούμε ότι οι αλλεπάλληλες μετεγκαταστάσεις των ψυχικά πασχόντων οφειλόταν όχι μόνο στην αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης, αλλά κυρίως στις αντιδράσεις του κοινωνικού περίγυρου για την ύπαρξη αυτής της δομής σε κατοικημένες περιοχές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο φύλλο της 13ης Ιουλίου 1900 της εφημερίδας«Πατρίς» υπάρχει επιστολή διαμαρτυρίας των κατοίκων Φακωθιανών Χαλέπας, όπου επρόκειτο αρχικά να εγκατασταθεί το Ψυχιατρείο Χανίων στην οικία του Βεζίτ Βέη, με την οποία διαμαρτύρονται έντονα για τη σχεδιαζόμενη ίδρυση του στη συνοικία τους. Ανάμεσα στα άλλα απευθυνόμενοι στο συντάκτη της εφημερίδας αναφέρουν:
«…Πού του κόσμου κύριε Συντάκτα, ηκούσθη να ιδρύωνται φρενοκομεία εν μέσω των κατοικιών των υγιών ανθρώπων και παρά ταις Εκκλησίαις αυτών; Και πώς είναι δυνατόν να ζώσιν ησύχως οι περίοικοι φρενοκομείου, αι οικογένειαι ημών νυχθημερόν εκ των γοερών κραυγών και των αταξιών των φρενοβλαβών διαταρασσόμεναι; Πώς δε γυναίκες νευρικαί ή ευαίσθητοι είναι δυνατόν να μη πάθωσιν εκ της γειτνιάσεως και του καθημερινού θορύβου των φρενοβλαβών;- ρηγνύομεν κραυγήν αγανακτήσεως και διαμαρτυρίας κατά του τοιούτου σκοπού της Σεβ. Κυβερνήσεως και ευσεβάστως παρακαλούμεν να μη πραγματοποιήση την απόφασιν Αυτής ταύτην. Ας ιδρύση αλλαχού το φρενοκομείον…»
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Κάπως έτσι λοιπόν, ο ένας πόνος έσμιξε με τον άλλο, με τα βάσανα των ανθρώπων να μην έχουν τελειωμό και τους φτωχούς Μικρασιάτες να εστιάζουν στη δύσκολη καθημερινότητά τους στην επίλυση των βιοποριστικών προβλημάτων από τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους στη νέα πατρίδα.
Όμως δεν πέρασε μια δεκαετία και με το ξέσπασμα του Β΄Παγκοσμίου πολέμου οι ασθενείς που στο μεταξύ είχαν σημαντικά λιγοστέψει μεταφέρθηκαν από τους Γερμανούς που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τα κτίρια για τις δικές τους ανάγκες σε τούρκικα κτίρια στην Κουκουναρά Μουρνιών.
Η επάνοδος τους μετά το τέλος της Γερμανικής κατοχής ταυτίστηκε με την ανάγκη μιας νέας οργάνωσης του Δημοσίου Ψυχιατρείου Σούδας εξαιτίας των αυξημένων στο μεταξύ αναγκών στην οποία όμως το ταλαιπωρημένο Ελληνικό κράτος ήταν δύσκολο να ανταποκριθεί λόγω των ιδιαίτερων ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν στην πατρίδα μας.
Ωστόσο τα επόμενα χρόνια γίνεται μια προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των ασθενών που είχε ως αποτέλεσμα αρκετοί από τους κατοίκους του οικισμού, αλλά και της ευρύτερης περιοχής, άνδρες και γυναίκες, να εργασθούν σε αυτό προσφέροντας υπηρεσίες στα μαγειρεία και στην καθαριότητα , αλλά και ως φύλακες και πρακτικοί νοσοκόμοι.
Η συγκυρία αυτή ήταν ευτυχής αναμφίβολα για τους ασθενείς, καθώς οι εργαζόμενοι αυτοί στην πλειοψηφία τους εξαντλούσαν το φιλότιμο και την εργατικότητά τους σε μια προσπάθεια να τιμήσουν το ψωμί του ιδρώτα τους που τόσο ανάγκη είχαν οι οικογένειές τους.
Ειδικότερα γυναίκες καλόκαρδες και πονετικές μέσα από το μεγαλόψυχο ρόλο τους ως εργαζόμενες στον ευαίσθητο αυτό χώρο έγιναν φύλακες στους ψυχικά πάσχοντες ασθενείς.
Με δεδομένο επίσης ότι, αν εξαιρέσουμε τους ασθενείς που βρισκόταν στις απομονώσεις, οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους ήταν χρόνιοι άρρωστοι από τους οποίους πολλοί βρίσκονταν ήδη σε κατάσταση κοινωνικής βελτίωσης, τους ανέθεταν ρόλους με βάση τις ικανότητές τους μέσα από τους οποίους συνεπικουρούσαν τους εργαζόμενους με τη διακριτική επίβλεψή τους.
Πρόκειται για μια καινούρια θεραπευτική προσέγγιση στο πλαίσιο της εργασιοθεραπείας, που άνοιξε ακόμη περισσότερο το ίδρυμα στον κοινωνικό περίγυρο με ευεργετικές επιπτώσεις για τους ασυλιακούς αυτούς ασθενείς που εξακολουθούσαν να παραμένουν σε αυτό για λόγους κυρίως κοινωνικούς.
Συνακόλουθα ολόκληρος ο οικισμός με την ευαισθησία που διέθετε προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο αγκάλιασε το ίδρυμα και άνοιξε τις πόρτες του χωρίς δισταγμό σε αυτούς τους ανθρώπους και σε όσους από τους συγγενείς τους ερχόταν να τους επισκεπτούν από διάφορα σημεία της χώρας μας.
ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ
Νωπές τούτες τις ημέρες οι μνήμες των κατοίκων της περιοχής με αφορμή το πανηγύρι στο εκκλησάκι του Χριστού στις 6 Αυγούστου, εντός του τότε ψυχιατρείου και του σημερινού Δημοτικού Ναυταθλητικού κέντου Σούδας, στο οποίο συμμετείχε ολόκληρος ο οικισμός μαζί με τους αρρώστους που μέρες το ετοίμαζαν και το ασβέστωναν για να υποδεχτεί τους προσκυνητές.
Ολοζώντανες προβάλλουν , βαθιά χαραγμένες σε μια μνήμη που πληγώνει και οι εικόνες των ασθενών!
Ο λαλίστατος Δημητρέλης, η Ντίνα η ψιλή και η Ντίνα η κοντή, ο Γιώργης ο ευερέθιστος, ο Γιάννης ο ψυχοπονιάρης, η Μαριώ με τις ερωτήσεις και τις απορίες, η Δέσποινα η κοκέτα, η τραγουδίστρια με την τρομερή φωνή ειδικότερα, όταν τραγουδούσε Καζαντζίδη, ο Νικολέλης για τα θελήματα, η Χρυσούλα με τις εκπληκτικές δαντέλες της που στόλισαν τις προίκες των κοριτσιών, ο Αιμίλιος με το ραδιοφωνάκι μονίμως στο αυτί, ο Σπύρος ο καντηλανάφτης στο εκκλησάκι του Χριστού και ο Ιβάνωφ ο Βούλγαρος, ένας άντρακλας δύο μέτρα που έπιανε δουλειά αξημέρωτα και με μια τεράστια μανάρα έκοβε ασταμάτητα τα ξύλα που χρειαζόταν στα πλυντήρια.
Αλλά και τόσοι άλλοι, καθένας με τη δική του φυσιογνωμία, που είναι φυσικό να τους διαφεύγουν τα ονόματάτους μετά από τόσα χρόνια!
Ανεξίτηλες και οι εικόνες των ασθενών που μετέφεραν με τα χέρια τους λαμαρίνες με παλαμίδες ή κρέας με πατάτες στο φούρνο του Τζουγάνου για ψήσιμο, αλλά και οι εικόνες πολλών άλλων ασθενών που κυκλοφορούσαν ανενόχλητα στον οικισμό.
Αναθυμούνται ακόμα τους ασθενείς τις καλές ημέρες, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα στον κοινό τους εκκλησιασμό, αλλά και την ημέρα του Επιταφίου στην κοινή περιφορά κατοίκων και ασθενών στους δρόμους της Σούδας.
Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι στα γλέντια που στηνόταν στο ίδρυμα ειδικότερα τις Απόκριες, αλλά και σε άλλες εκδηλώσεις συμμετείχαν και οι οικογένειες των εργαζομένων που ζούσαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία στην περιοχή προσφέροντας συντροφιά στους ασθενείς.
ΜΙΑ ΑΡΓΟΠΟΡΗΜΕΝΗ ΕΥΦΗΜΗ ΜΝΕΙΑ
Με δεδομένο ότι ο τρόπος που αντιμετωπίζει μια κοινωνία διαχρονικά τη διαφορετικότητα και τις ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες, δεν είναι μόνο πράξη ευθύνης προς το συνάνθρωπο αλλά και αδιάσειστο δείγμα του βαθμού του πολιτισμού της, αξίζει μια εύφημος μνεία στους ανθρώπους αυτούς, μέσα από το κείμενο αυτό.
Μια εύφημος μνεία που, αν και αποδίδεται υπερβολικά αργοπορημένα, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή και τη καθιέρωσης του έτους 2022 ως έτους μνήμης του προσφυγικού Ελληνισμού έχει μεγάλη αξία, όχι μόνο ως πράξη δικαίωσης της μνήμης αυτών των ανθρώπων αλλά και ως πράξη διδαχής για τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος οφείλει να αντιμετωπίζει τη διαφορετικότητα και τον ανθρώπινο πόνο.
Είναι ακόμα σημαντικό κατά την άποψη μου το γεγονός ότι μέσα από αυτή την εύφημη μνεία αναδεικνύεται μια άλλη ανθρώπινη πτυχή της τοπικής μας ιστορίας, άγνωστη στους πολλούς, που αξίζει να τη γνωρίσουμε.
Ευχαριστώ επίσης τους κατοίκους της Κάτω Σούδας που στόλισαν το κείμενο αυτό με τη ζωντάνια των αναμνήσεων τους μέσα από την προφορική τους αφήγηση.
Ειδικότερα το ευχαριστήριο αποδίδεται στους:
Κοντογιάννη Μαρία, Μυριδάκη Μαρία, Πρινέα Κωνσταντίνο, Ρέππα Ειρήνη, Ροδαράκη Κυριακή, Τζανεράκη Μαρία, Τζουγανάκη Γιώργο, Φίρμπα Αντωνία.
*φιλόλογος
Κύριε διευθυντά,
Σας ευχαριστούμε θερμά για τη δημοσιοποίηση του παρόντος άρθρου. Η κ.Μαράκη μας έφερε στο παρόν γεγονότα του παρελθόντος και πρωταγωνιστές, όπου ο πόνος έχει την ”τιμητική” του. Ο πόνος όμως δεν είναι ιστορικός μόνο. Είναι διαχρονικός. Είναι και παρελθοντικός και παροντικός και μέλλοντας. Άρα το άρθρο αποτελεί εκτός της ιστορικής του αξίας και ένα μάθημα ζωής και προτρέπει να σκύβουμε όλοι πάνω από όλους αυτούς που υποφέρουν στο παρόν και να μην αποστρέφουμε απαξιωτικά το πρόσωπο μας. Ο εικονικά ευτυχισμένος πρίγκιπας μας πρέπει να γκρεμιστεί. Μόνο έτσι η κοινωνία θα γίνει πιο όμορφη και πιο ανθρώπινη.
Κ.Μαράκη να είστε καλά.
Ευχές υπέρ υγείας.
*Ο Γεώργιος Δ. Παυλάκης έχει σπουδάσει παιδαγωγικά στο πανεπιστήμιο της Κρήτης και Θεολογία στο Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Είναι εν δυνάμει κοινωνικός ανθρωπολόγος στο Δημοκρίτειο πανεπιστήμιο Θράκης. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος σπουδών από το Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στον τομέα της Βυζαντινής Μουσικολογίας και εν δυνάμει κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος σπουδών Βιοηθικής και Ιατρικής Δεοντολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ.