Πρόσωπο με πρόσωπο με όλους τους ανέμους. Το εντός βρουχάται. Και το ψιθύρισμά του, ποταμός. Φουσκωμένος απο τις πρόσφατες καταιγίδες. Σε αργή κίνηση ο καλπασμός των έφιππων Δροσουλιτών. Ήχος κανείς. Και η σιωπή, σιωπά κι αυτή. Αμοναχός ο δρόμος ανοίγεται. Και οι υφάντρες του νου, υφαίνουν, βίαια, το λυκόφως. Σκληροτράχηλος βοσκός η ψυχή, κάνει τον πόνο ριζίτικο. Παλιό. Όσο η μακρινή φωτιά. Τότε που γεννήθηκε το πρώτο φως σου. Πολλά μονοπάτια. Μα ούτε ένας κεντρικός δρόμος. Γεμάτες διλήμματα οι επιλογές. Ζητάς απο τη σιωπή να σου μιλήσει. Μα εκείνη αρνήται. Πρέπει μόνος ο νους να φτιάξει το λόγο του. Χωρίς βοήθεια απο το Προαιώνιο. Γρήγορες εναλλαγές, με την ηρεμία της ροής της κλεψύδρας. Και τη σιγουριά της γι’ αυτό που μετρά. Σε αντίθεση με τη δική σου αμφιβολία. Και μέσα στη διάφανη σφαίρα του Αρχάγγελου, όλες οι μικρές πατρίδες του εντός. Που περιμένουν την ανάσταση. Ή την ανάταση του νου. Απο τα χίλια και ενα σκοτάδια του. Όταν η σιωπή σιωπά, γεμίζουν οι καιροί απο το μοναχικό παράταιρο. Που είναι εκκωφαντικά φανταχτερό. Οι ώρες μικραίνουν. Και θαμποφέγγει το λυκαυγές. Το βαθύ γαλάζιο σε λίγο θα φανεί. Προαναγγέλοντας το απόλυτα διάφανο. Ξεκαθάρισαν όλα τώρα. Το συμπέρασμα θέλει αγρύπνια. Το ψιθύρισμα θέλει αγρύπνια. Άγρυπνοι οι ασκητές. Άγρυπνοι κι οι χα’ί’νηδες. Χίλια και ενα σκοτάδια. Χίλιες και μία μουσικές. Χίλιες και μια αγρύπνιες. Όταν η σιωπή σιωπά, ήρθε η ώρα να μιλήσει η ψυχή. Και να βάλει σε τάξη τα θραύσματα. Τα αρχαία όστρακα των πεπραγμένων. Και να συναρμολογηθεί απο την αρχή το ψηφιδωτό των οριζόντων. Των σκέψεων. Των συναισθημάτων. Των επιλογών. Της διαύγειας. Του θανάτου των αμφιβολιών . Και των διλημμάτων. Μεγαλώνει το μειδίαμα του χρόνου, όσο αυτός μικραίνει. Και η κλεψύδρα αδειάζει. Καιρός να γυρίσεις ανάποδα τους καιρούς και τους χρόνους. Κάθε γύρισμα και μιά νέα αυγή. Περίεργο πόσο νέα είναι αυτή η γριά αυγή. Παμπάλαιοι δρόμοι, που μόνο αυτή τους ξέρει, κρατούν νέα τη μουσική της. Παμπάλαιες δροσοσταλίδες ξεπλένουν τη γηραιά επαναληψιμότητά της. Και την αναγεννούν. Όταν η σιωπή σιωπά, είναι για να ξεπλυθεί το βλέμμα, με το αλμυρό νερό του εντός. Κρατόντας το, αενάως νέο. Όταν η σιωπή σιωπά, είναι για να φτιάξεις τη μουσική σου. Τη δική σου. Απο τα δικά σου πεπραγμένα. Κάθε νότα και μιά σημείωση. Όταν η σιωπή σιωπά, είναι για να σου δείξει οτι μπροστάρης θα πρέπει να ‘ναι ο ήχος σου. Πάνω στα θρύψαλα απο τα σπασμένα προσωπεία του εντός σου. Για να βγεις επι τα εκτός. Και για να μην μείνεις, ποτέ πια, επι τα αυτά…