Γράφω τούτες τις γραμμές ενώ έχει ήδη αρχίσει στο Βενιζέλειο Ωδείο Χανίων η τελευταία, κατά το πρόγραμμα, παράσταση «Σιλάνς σιλβουπλέ» της Μαρινέλλας Βλαχάκη. Κι εύχομαι να αποφασίσει να παραταθούν για λίγο ακόμη οι παραστάσεις της. Αξίζει να τη δουν ακόμη περισσότεροι άνθρωποι.
Hπαράσταση ξεκινάει με την ελπίδα του κοριτσιού, της ηρωίδας του έργου, να βρει κάποτε μια φίλη να της εκμυστηρευθεί τα «παιδικά» μυστικά της κι όλα όσα βαραίνουν την παιδική αθωότητά της. Και βρίσκει όχι μια μόνο φίλη αλλά ένα πολυπληθές και θερμό κοινό κάθε φορά που ανεβαίνει η παράσταση στο θέατρο.
Οι θεατές παρακολουθούμε την ηρωίδα επί σκηνής ταυτόχρονα σε δύο ηλικίες, ως παιδί (Μυρτώ Τζιγκουνάκη, εξαιρετική στην απόδοση της παιδικότητας, με την προσήκουσα επιτόνιση των λέξεων, με την έκφραση προσώπου και σώματος αλλά και με την κίνησή της) και ως ώριμη γυναίκα (Μαρινέλλα Βλαχάκη, αξιοθαύμαστη στην αποστασιοποίηση και στην ψυχραιμία της).
Οι δυο τους «συνομιλούν», χωρίς συνήθως να κοιτάζονται. Κι ενώ το μικρό κορίτσι ζει μπροστά στα μάτια των θεατών την εξέλιξη σημαντικών γεγονότων, που ακόμη δεν ξέρει πόσο θα το σημαδέψουν, η ώριμη γυναίκα αναθυμάται τα περασμένα συμβάντα, συχνά τραγικά και φέρνει στο φως τα παλιά συναισθήματα του φόβου της ανασφάλειας αλλά και κάποιας μικροχαράς ή απρόσμενης ευτυχίας.
Ένα τρίτο πρόσωπο στη σκηνή, ο μουσικός (Λεωνίδας Μαριδάκης) με τους πολλαπλούς ρόλους που υποδύεται, εκπροσωπεί την εύθυμη πλευρά της ζωής, γιατί υπάρχει και αυτή στο έργο.
Η παράσταση (σκηνοθεσία Βλαχάκη) δεν είναι στατική. Έχει θεατρική δράση, όχι μόνο εγγενή, προερχόμενη από τη λογοτεχνική δύναμη του κειμένου, αλλά και πραγματική, που εξελίσσεται στη σκηνή. Βοηθάει σ’ αυτό και η προβολή σύντομων κινηματογραφικών σκηνών (των Παπαδουλάκη -αέρινη η παρουσία της Γιούλικας Σκαφιδά και εκφραστικότατα τα μάτια της μικρής Αναστασίας Μανωλικάκη και Καλαϊτζή- φωτεινή παρουσία ο νεαρός Μάνος Πετράκης ως Γάλλος φοιτητής), η δυναμική ακουστική παρεμβολή των «δεύτερων» (θετών) γονιών του κοριτσιού (Αντ. Περαντωνάκης- Αλ. Σακελλαροπούλου), η αλλαγή ρόλων των δύο ηθοποιών: η Τζιγκουνάκη υποδύεται πετυχημένα την αοιδό της παρισινής όπερας Μαρίτσα, ενώ ο Μαριδάκης, χωρίς να αφήνει τα μουσικά όργανα και το τραγούδι, υποκρίνεται τον επίσης αοιδό Μάριο, τον θετό πατέρα του κοριτσιού, ένα αγόρι που φλερτάρει το κορίτσι.
Σκηνογραφικά η παράσταση είναι εξαιρετικά λιτή. Όμως η κατάλληλη χρήση της τεχνολογίας (φωτισμός και βίντεο) έχει δώσει τις σκηνογραφικές λύσεις και ο θεατής δεν αισθάνεται καμιά έλλειψη. Η απλότητα του βασικού σκηνικού συμπληρώνεται με την προβολή βιντεοσκοπημένων εικόνων στην οθόνη, που υπάρχει στο βάθος της σκηνής.
Και με την εύκολη εναλλαγή του ιδιότυπου κινηματογραφημένου σκηνικού μεταφερόμαστε, κατά τις ανάγκες, από το κρητικό χωριό στην όπερα του Παρισιού, από τις θαλασσινές σπηλιές στο υπόγειο του σπιτιού, όπου έρχονταν τη νύχτα οι επικηρυγμένοι, αόρατοι, “Εκείνοι”, οι σκιές, όπως τους ονομάζει το κορίτσι, που στοίχειωναν για χρόνια τη ζωή της. Κι από κει ανεβαίνουμε στην κουζίνα του σπιτιού, όπου βλέπουμε στο τραπέζι καθισμένο το παιδί με μια καρώ πετσέτα φαγητού γύρω στο λαιμό του να διαμαρτύρεται που υποχρεώνεται από τη μητέρα της, με το ραβδί, να αδειάζει τεράστια πιάτα. Κι από την εκκλησία της Παναγιάς πάμε στην εξοχή ή στο μπακάλικο της γειτονιάς και όπου αλλού χρειάζεται.
Συχνά η φαντασία του θεατή διεγείρεται από τον δραστικό λόγο που ακούει, συμμετέχει και δακρύζει με τα πάθη του κοριτσιού που «τελειωμό» δεν είχαν. Αλλά και γελά με την παιδική αφέλεια που δεν καταλαβαίνει τα υπονοούμενα των μεγάλων. Ευφραίνεται με την κάποτε αναγκαία και συνήθως διακριτική μουσική του Λεωνίδα Μαριδάκη.
Στη μέση περίπου της παράστασης, στη σκηνή των δυο αοιδών της όπερας (Μαριδάκης-Τζιγκουνάκη), σαν ιντερμέδιο παρεμβάλλεται το γαλλικό τραγούδι “Marinella”. Διακόπτεται έτσι η βαριά ατμόσφαιρα και δημιουργείται ψυχική ευφορία στην ηρωίδα και στον θεατή, για να αντέξει την εφιαλτική συνέχεια.
Διαπιστώνει όμως κανείς κάποια στιγμή ότι υπάρχει κάποιος συμβολισμός στο τραγούδι και στη μουσική. Έχουν λειτουργήσει λυτρωτικά και για τον θεατή και για τη μικρή ηρωίδα. Γιατί την υπερβολική αυστηρότητα, τον ξυλοδαρμό από μητρική αγάπη (!), τον στραγγαλισμό του παιδικού αυθορμητισμού και τον περιορισμό της ελευθερίας, το στραπατσάρισμα με άλλα λόγια της παιδικής προσωπικότητας, αλλά κυρίως τις συνεχείς απώλειες που βίωνε το μικρό κορίτσι η υψηλή τέχνη τις απάλυνε. Και αυτή τελικά νοηματοδότησε την ενήλικη ζωή του και κατάφερε, όπως λέει να αποτινάξει από πάνω του τα παλιά δεινά (συμβολίζονται με τα «πολλαπλά επανωφόρια» της τελευταίας σκηνής), να μάθει την τέχνη της ζωής και να την κερδίσει.
Το «Σιλάνς σιλβουπλέ» αποδεικνύεται μια αισιόδοξη παράσταση που απευθύνεται σε όλους, αφού, όπως γράφει στο ομότιτλο βιβλίο της η συγγραφέας, «ίσως δεν μιλάει μόνο για μένα…». Και γράφει την αλήθεια.
Πρόκειται τελικά μια παράσταση που παιδαγωγεί και μπορεί να λειτουργήσει για τους σημερινούς γονείς ως παράδειγμα προς αποφυγή. Για δε τα παιδιά ως παράδειγμα για μίμηση. Γιατί αγγίζει τα παιδιά η παράσταση, αφού διαπιστώνουν ότι τα βιώματα, οι σκέψεις, τα συναισθήματα και τα προβλήματα της ηρωίδας δεν απέχουν πολύ από τα δικά τους.