Ζεις τη ζωή σου κρατώντας μεγάλα μυστικά και αυτά καταλήγουν να σε καθορίζουν. Το ότι ξαφνικά τα αποκαλύπτεις σε κάποιον είναι αγχωτικό. Συνέχισε· σταματάς και διακινδυνεύεις να μην αρχίσεις ποτέ ξανά.
Πέρασαν σχεδόν τρία χρόνια απ’ όταν διάβασα το πρώτο μέρος της τριλογίας του Μάλκολμ Μακέι Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ, και τελειώνοντάς το ευχήθηκα, απόρροια της αναγνωστικής απόλαυσης, να εκδοθούν και τα υπόλοιπά δύο, όχι τόσο για να δω την κατάλληξη της ιστορίας του επαγγελματία εκτελεστή συμβολαίων θανάτου Κάλουμ Μακλίν, όσο γιατί η αφηγηματική ικανότητα του Μακέι, με τις κοφτές προτάσεις, τον στακάτο ρυθμό και τη διαρκή δευτεροπρόσωπη απεύθυνση στον αναγνώστη με είχαν κερδίσει. Θα ήταν, βέβαια, ψέμα να ισχυριστώ πως η αφηγηματική ικανότητα του Σκοτσέζου συγγραφέα θα μπορούσε να είναι από μόνη της αρκετή, το μυθιστόρημα διέθετε και τις υπόλοιπες αρετές του είδους, δράση, μια σκοτεινή πόλη, τη Γλασκώβη στην προκειμένη περίπτωση, πειστικούς χαρακτήρες, ανατροπές και σασπένς. Η ευχή μου πραγματοποιήθηκε. Τώρα ήταν η σειρά του τρίτου και τελευταίου μέρους.
Ένας στυλίστας της γραφής, όπως ο Μακέι, δύσκολα σε απογοητεύει. Λίγες μόνο προτάσεις είναι αρκετές για να επανέλθεις στη Γλασκώβη των συμμοριών, παρότι έχει περάσει τόσος καιρός από την τελευταία βόλτα σου εκεί. Το ίδιο συνέβη και αυτή τη φορά. Ο Κάλουμ Μακλίν στον δρόμο για μία ακόμα δουλειά, μια τελευταία δουλειά. Αυτό είναι μυστικό όμως. Είναι κάτι που τα αφεντικά του δεν γνωρίζουν. Εκείνος είναι αποφασισμένος· ν’ αφήσει πίσω του τη Γλασκώβη, να εξαφανιστεί από εργοδότες και εχθρούς, να ζήσει μια ζωή κανονική. Κι αυτή είναι η πλέον απαιτητική δουλειά της καριέρας του.
Η Γλασκώβη του Μακέι αντανακλά τη ζωή του Κάλουμ Μακλίν, σκοτεινή και ήσυχη, φαινομενικά ήσυχη. Δεν αποτελεί, και πώς θα μπορούσε άλλωστε, έναν τουριστικό οδηγό της βιομηχανικής πόλης. Ο συγγραφέας δεν έχει σκοπό να διαφημίσει την πόλη, είναι μία πόλη όπως όλες οι μεγάλες πόλεις, με τα μυστικά της, με τις συμμορίες να επιχειρούν να αποκτήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο έλεγχο και να διευρύνουν τη ζώνη επιρροής τους, ταυτόχρονα όμως αποτελεί την πόλη που τον ενέπνευσε ως σκηνικό για την ιστορία του, γεγονός γοητευτικό.
Ένα συχνό μειονέκτημα της αστυνομικής λογοτεχνίας είναι η αγιοποίηση του ήρωα· ο καλός επιθεωρητής, ο κοινωνικός τιμωρός, ο δολοφόνος εκδικητής. Αυτό είναι κάτι που δεν λειτουργεί, που κάνει μη ρεαλιστικό το περιβάλλον δράσης, περισσότερο και από ένα ακραίο σενάριο. Ο Μακέι δεν πέφτει στην παγίδα αυτή, όλοι οι ήρωές του είναι ατελείς και απλώς φλερτάρουν με τη συμπάθεια του αναγνώστη σε έναν διαγωνισμό εσωτερικό.
Γεννημένος το 1982, ο Μακέι θεωρείται από πολλούς ο αδιαμφισβήτητος διάδοχος του Ίαν Ράνκιν στη σκοτσέζικη λογοτεχνία, και εγώ δεν έχω κανένα λόγο να διατυπώσω οποιαδήποτε ένσταση σ’ αυτόν τον ισχυρισμό.