Προπομπός της Άνοιξης, μήνας των ψυχών, των Συμόγιορτων μα και των φλεβών λόγω των πολλών βροχών, ο Κουτσοφλέβαρος ανέκαθεν αποτελούσε εφαλτήριο χαράς, κεφιού και ξεφαντώματος λίγο πριν τη Μεγάλη Σαρακοστή της περισυλλογής και της κατάνυξης. Η Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου σηματοδοτεί το άνοιγμα του Τριωδίου και την έναρξη ουσιαστικά των εκδηλώσεων της Αποκριάς οι οποίες κορυφώνονται τρεις εβδομάδες αργότερα, την Κυριακή της Τυροφάγου.
Πολλές οι καρναβαλικές εκδηλώσεις όλο αυτό το διάστημα στον νομό Χανίων με αποκορύφωμα τις μεγάλες παρελάσεις της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς.
Ιστορικότερο -με τις ρίζες του να χάνονται στο βάθος του χρόνου- το Καλυβιανό Καρναβάλι, συνεχίζει να γράφει ιστορία 60 και πλέον χρόνια στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου. Τη δεκαετία του ’50 ξεκίνησε τη δυναμική του πορεία από την κωμόπολη των Καλυβών. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 αγκάλιασε τον τότε Καποδιστριακό Δήμο Αρμένων και σήμερα
-με συμμετοχές από όλο τον Δήμο Αποκορώνου- αποτελεί το κορυφαίο γεγονός χαράς της περιοχής.
Η παρέλαση των αρμάτων και των μασκαρεμένων λάμβανε χώρα πάντα την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και την Καθαρά Δευτέρα. Την παρέλαση άνοιγε η Φιλαρμονική του Δήμου Χανίων γεγονός που δείχνει τη σημασία που έδινε όλος ο νομός αλλά και η πόλη των Χανίων για την εκδήλωση αυτή. Τα άρματα ξεπερνούσαν τα 12 στον αριθμό και κάποιες χρονιές άγγιζαν και τα 20, με θεματολογία παρμένη ως επί το πλείστον από την καθημερινότητα της εποχής και την ιστορία. Χαρακτηριστικό το άρμα του τελετάρχη που άνοιγε την παρέλαση κάθε χρόνο. Άρματα όπως “οι κανταδόροι”, “ο Διογένης”, “ο Μαχαραγιάς”, “ο μονοστίβανος”, “οι 3 έφιπποι πρίγκιπες” κ.ά. έβαλαν τη δική τους πινελιά στα καρναβάλια μιας άλλης εποχής πάντα συνοδευόμενα από διαφημιστικά άρματα η ύπαρξη των οποίων εξασφάλιζε την κάλυψη ενός μέρους των εξόδων. Εντυπωσιάζουν τα φυλλάδια με το πρόγραμμα των εκδηλώσεων, πλαισιωμένο από λογής-λογής διαφημίσεις καταστημάτων της πόλης των Χανίων, των Καλυβών αλλά και μεμονωμένων προϊόντων μιας εποχής όπου το εμπόριο ακολουθούσε τους δικούς του ιδιότυπους κανόνες. Την Καθαρή Δευτέρα, τη θέση των αρμάτων και των μασκαρεμένων, έπαιρνε η καμήλα με τον καμηλιέρη της και τα αλευρομουτζουρώματα.
1930 με φαντασία
Ηδη από τη δεκαετία του ’30 εμφανίζονται οι πρώτες ομάδες μασκαρεμένων. Αυτοσχέδιες μάσκες με έντονα τα Διονυσιακά στοιχεία, κάλυπταν τα πρόσωπα και οι μεταμφιεσμένοι κατέκλυζαν τα σοκάκια του χωριού πειράζοντας τους ντόπιους, δίνοντας παράλληλα έναν τόνο χαράς και κεφιού.
1954 Με τελετάρχη και βασιλιά
Το 1954, η ιδέα ενός πιο οργανωμένου καρναβαλιού ωρίμασε. Το Ρεθεμνιώτικο καρναβάλι, δεν είχε ακόμα οργανωθεί και το Πατρινό αποτελούσε πρόκληση για τους ντόπιους. Με τη βοήθεια υλικών απλών, καθημερινής χρήσης, στήθηκε ο 1ος Καρνάβαλος. Ο εμπνευστής και δημιουργός του 1ου Καλυβιανού Καρναβαλιού Νίκος Καλαϊτζάκης, θυμάται: «Την εποχή εκείνη», μας λέει, «υπήρχε μια μεγάλη τάση στο να ντύνονται και να μασκαρεύονται οι άνθρωποι. Καθόλη τη διάρκεια των Απόκρεων γινόταν κάθε βράδυ πανζουρλισμός από όλες τις ηλικίες. Κάποτε συνάντησα τον “Ηραίο” (έτσι φώναζαν χαϊδευτικά τον ιδιοκτήτη του κοσμικού κέντρου της εποχής εκείνης “ΗΡΑΙΟΝ”, Εμμ. Κατσούλη) ο οποίος είχε κουκουλωθεί ένα σεντόνι και είχε μασκαρευτεί. Ολα αυτά μου έδωσαν την ιδέα να φτιάξω καρναβάλι, όχι γιατί ήταν η έμπνευση δική μου, αλλά γιατί άκουγα και μιλούσαν για το καρναβάλι των Πατρών, γινόταν μεγάλος θόρυβος για το καρναβάλι των Πατρών και είπα να φτιάξομε και εμείς». Και ο κ. Καλαϊτζάκης συνεχίζει: «Και μου ήρθε η ιδέα τότε να φτιάξω με μια λαΐνα (στάμνα μεγάλη) το κεφάλι του Καρνάβαλου. Το τοποθέτησα πάνω σε ένα καροτσάκι τετράτροχο, λάφυρο από τους Γερμανούς. Τότε ορισμένοι είχαν κριτικάρει τον Καρνάβαλο και είχαν πει ότι ήταν ωραίος αλλά έπρεπε να είναι πιο ψηλός. Όμως εγώ τον είχα φτιάξει πάνω στο μέγεθος και τις δυνατότητες του καροτσιού εκείνου. Ο Καστρινάκης ο Γιώργος (Παπαγιώργης) είχε αναλάβει να σέρνει το γαϊδουράκι και εγώ είχα ντυθεί “Τελετάρχης”. Και ο δημιουργός συνεχίζει να μας εξηγεί πώς έκανε την ιδέα του πράξη.
«Είχα φτιάξει το κεφάλι με τη λαΐνα και τη μύτη τα αυτιά κ.ά. με το γύψο» λέει «και ο καθένας αντιλαμβάνεται πως τα χρήματα δεν κάνουν πάντα και την ποιότητα. Και για όλα αυτά, αδιάψευστοι μάρτυρες, οι φωτογραφίες». Ο κόσμος πολύς και αυτό δεν το ξεχνά ο κ. Καλαϊτζάκης. «Η συμμετοχή του κόσμου, και αυτό ήταν ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας, ήταν τεράστια και καθολική. Ολος ο κόσμος συμμετείχε και ήταν μια ατέλειωτη ουρά από μασκοφόρους. Θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό νούμερο όπου ο μακαρίτης ο Στεφανάκης ο Γιάννης είχε ντυθεί “Διογένης” και είχε ένα πιθάρι με ένα σκοινί και το κρατούσε στη πλάτη του και είχε ντυθεί και όμορφα και ήταν ωραίο νούμερο. Απόδειξη της επιτυχίας που είχαμε τότε ήταν ο κόσμος ο πολύς που είχε έρθει, αφού έβλεπες το χωριό από τη μια άκρη ως την άλλη και ήταν κοσμοπλημμύρα στα πεζοδρόμια όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες».
Η ιδέα είχε γίνει πραγματικότητα, αλλά αυτό δεν έφτανε. Ο δημιουργός ονειρευόταν τη συνέχεια. «Την επόμενη χρονιά ανακατεύτηκε και ο αείμνηστος ο Κώστας ο Βλαχάκης. Διεύθυνε τις όλες κινήσεις και ο οποίος την επομένη χρονιά είχε αναλάβει από τη Πάτρα να φέρει ένα κεφάλι του Καρναβάλου για να τον φτιάχναμε σε μεγάλο άρμα. Παρακάλεσε ένα συγγενή του στη Πάτρα και πράγματι μας έστειλε ένα μεγάλο κεφάλι το οποίο ήταν αρκετά κατεστραμμένο και το επιδιορθώσαμε και φτιάξαμε το 2ο Καρνάβαλο σε μεγάλο μέγεθος».
1955
Πατρινός μουσαφίρης
Το 1954 ήταν μόνο η αρχή. Η συμμετοχή του κόσμου στο 1ο καρναβάλι αποτέλεσε και το κίνητρο για να έχει συνέχεια η προσπάθεια. Από τη δεύτερη κιόλας χρονιά το Καλυβιανό καρναβάλι έγινε θεσμός σε όλο τον νομό Χανίων. Το γεγονός αυτό μας το επιβεβαίωσε σε μαρτυρία του το μέλος της οργανωτικής επιτροπής των πρώτων Καλυβιανών Καρναβαλιών αείμνηστος Πέτρος Στ. Βλαχάκης. «Σαν καλλιτέχνης τότε ήταν ο Νίκος ο Καλαϊτζάκης. Αυτός σοφίστηκε κάτι και δημιούργησε με τη βοήθεια και άλλων προσώπων. Πέρασε ο καρνάβαλος αυτός και είχε συμμετοχή 100% από το χωριό. Δεν είχαμε να παρουσιάσομε μεγάλα πράγματα, αλλά είχε συμμετοχή του κόσμου. Ηταν αμιγής η κοινωνία τότε. Σήμερα μπορεί να υπάρχει πολύς κόσμος αλλά δεν είναι Καλυβιανοί. Και έτσι κάναμε τον 1ο Καρνάβαλο. Σε αυτό τον καρνάβαλο δεν υπήρχε ο βασιλιάς καρνάβαλος, αφού ο Νίκος ο Καλαϊτζάκης ξεκίνησε τον καρνάβαλο από το ερέθισμα που του δόθηκε το 1953 από μια μικρή ομάδα μεταμφιεσμένων Καλυβιανών, που χωρίς καμία οργάνωση και εντελώς αυθόρμητα, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς περιφερόταν στο χωριό με μία κάσα και τον δήθεν πεθαμένο κλαίγοντας και θρηνώντας. Την κάσα την μετέφερε ένα παλιό ταξί στο πίσω μέρος του. Ο 1ος Καρνάβαλος ξεκίνησε με ένα μικρό σουστάκι (κάρο) πάνω στο οποίο είχαμε βάλει ένα πιθάρι το οποίο περιστοιχιζόταν από τέσσερις νεαρούς της εποχής εκ των οποίων ο ένας ήμουν εγώ». Και ο Βλαχάκης συνεχίζει: «Το 1955 έγινε ξανά καρνάβαλος αφού θεσπίστηκε κατά κάποιο τρόπο το έθιμο. Κατασκευάστηκε από ένα κεφάλι που έστειλαν από τη Πάτρα».
Όμως Απόκριες δεν ήταν μόνο το Καρναβάλι της τελευταίας Κυριακής. Διασκέδαζαν καθόλη τη διάρκεια του Τριωδίου. Και αυτό δεν το ξεχνάει ο Βλαχάκης. «Κάθε χρόνο βγάζαμε τη βασίλισσα. Το “ΗΡΑΙΟΝ” ήταν ένα από τα προπολεμικά κοσμικά κέντρα της περιοχής του Νομού Χανίων.
Το 1929 είχε τραγουδίστριες. Ιδιοκτήτης του ήταν ο Εμμ. Κατσούλης. Τέτοιος άνθρωπος εμφανίζεται κάθε εκατό χρόνια. Προπορευόταν της εποχής του.
Εκεί μαζευόμαστε η νεολαία της εποχής εκείνης. Δεν υπήρχαν ούτε τρίκυκλα ούτε αυτοκίνητα ούτε τίποτα και όλοι μαζευόμαστε εκεί και κάναμε τα πάρτι μας, τις παρέες μας, τα πάντα μας. Μία μέρα πριν, το Σάββατο βράδυ, κάναμε μία χοροεσπερίδα με ορχήστρα την οποία είχε το μαγαζί και μαζεύονταν όλες οι κοπέλες του χωριού, ντυμένες φτιαγμένες, και η ελλανόδικος επιτροπή έβγαζε τη βασίλισσα.
Η βασίλισσα θα έμπαινε στο ανάλογο άρμα το οποίο είχε φτιαχτεί την εποχή εκείνη, για να κάνει την παρέλαση στο χωριό».
1957
Καρναβάλι θα πει… καθετί χωρίς ντροπή
Το καρναβάλι γίνεται πια τρόπος ζωής και οι συμμετοχές συνεχώς πολλαπλασιάζονται. Μαζί με τις συμμετοχές αυξάνονται και τα έξοδα. Οι πόροι λιγοστοί και οι διοργανωτές καλούνταν να βρουν τρόπους για να εξασφαλίσουν χρήματα.
Ο αείμνηστος Πέτρος Βλαχάκης -ένας εκ των διοργανωτών- θυμάται: «Το 1957 ανέλαβα ταμίας της όλης υποθέσεως. Λεφτά δεν υπήρχανε. Είχαμε το πρόβλημα πώς να αντλήσουμε χρήματα. Σκέφτηκα τι να κάνω και αποφάσισα να πάω στα Χανιά. Είχα κάνει ένα πρόγραμμα για τον καρνάβαλο, ποια ώρα θα βγει κ.τ.λ. και εκεί στο πρόγραμμα έβαζα τις διαφημίσεις, όπως στα προγράμματα που έβγαιναν στα cinema. Έβαζα π.χ. “Κωνσταντίνος Μανωλικάκης, Πορτοκαλάδες-Καφέδες”. Έδινε αυτός 200 δραχμές άλλος 300, άλλος 50…
Ο κάθε καταστηματάρχης έδινε ένα εικοσάρικο ή ένα δεκάρικο σχεδόν τίποτα. Μας είχαν υποσχεθεί πολλά χρήματα αλλά τελικά δεν μας έδιναν. Για να μην τα πολυλογούμε, βγάλαμε τη βασίλισσα το Σάββατο το βράδυ και είπαμε την Κυριακή στις 3 να βγει ο Καρνάβαλος αλλά έβρεχε πολύ και ο Καρνάβαλος δεν βγήκε. Στο μεταξύ εγώ είχα κάνει έξοδα 12.000 – 13.000 δραχμές επιπλέον από τα χρήματα τα οποία είχα εισπράξει. Σκεπτόμουν από ποιο να ζητήσω τα χρήματα. Παρακάλεσα λοιπόν τον ιδιοκτήτη ενός από τα πρώτα αυτοκίνητα που κυκλοφόρησαν στις Καλύβες, να με πάει στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Χανίων για να κάνω μια ανακοίνωση ότι ο Καρνάβαλος θα βγει την Καθαρή Δευτέρα. Δεν είχαμε περάσει έξω από το περίβολο του σταθμού και ακούμε στο ραδιόφωνο ότι ο Καρνάβαλος θα βγει. Τώρα υπήρχε το πρόβλημα το πώς θα μεθοδέψω να εισπράξω εγώ χρήματα. Ας είναι καλά οι κοπέλες της εποχής εκείνης οι οποίες με βοήθησαν. Ο κόσμος ήταν εγκλωβισμένος λόγω του καιρού την Κυριακή και δεν πήγε πουθενά. Και τη Δευτέρα ο καιρός ήταν χειμωνιάτικος αλλά δεν έβρεχε και ο κόσμος ξεχύθηκε με όλα τα ΙΧ και τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ στις Καλύβες. Εβαλα λοιπόν δύο κοπέλες στην είσοδο του χωριού, δύο κοπέλες στον κεντρικό δρόμο, δύο κοπέλες στον δρόμο προς Αρμένους και άλλες δύο κοπέλες στο δρόμο προς Βάμο. Περνούσε ο καθένας, του έδιναν το πρόγραμμα το οποίο είχαμε τυπώσει για το Καρναβάλι και έλεγαν ό,τι ήθελε να δώσει ο καθένας για την ενίσχυση του Καρναβάλου. Είχαμε τοποθετήσει κούτες με μια τρυπούλα από πάνω και ο καθένας έβαζε πενηνταράκι, εικοσάρα γιατί βρήκαμε και πολλές εικοσάρες. Ετσι βγήκε ο Καρνάβαλος εκείνη τη χρονιά με 17 άρματα και πεζοπόρα πληρώματα».
1958
Ετούτος ο καρνάβαλος δεν είναι σαν τους άλλους…
Αισίως το Καλυβιανό καρναβάλι συμπληρώνει τέσσερα χρόνια ζωής και οι διοργανωτές υπόσχονται ένα τρελό ξεφάντωμα. Ξανά παρούσα και η Φιλαρμονική του Δήμου Χανίων. Απόδειξη της σπουδαιότητας της εκδήλωσης για τον νομό Χανίων. Δώδεκα συνολικά άρματα και πεζοπόρες ομάδες. Και δεν θα ήταν δυνατό να μην αναφέρουμε τη μαρτυρία μιας απλής συμμετέχουσας σε κάποιο από τα καρναβάλια της εποχής εκείνης της αείμνηστης Κικής Δημάκη – Σουβλάκη.
«Σκεφτήκαμε να φτιάξομε ένα άρμα. Βρήκαμε ένα παλιό μακρόκαρο που τώρα δεν υπάρχουν πια. Στο τέρμα του κάρου καρφώσαμε ένα ντιβάνι. Το γεμίσαμε με μαξιλαράκια. Από πάνω από το κρεβάτι κόψαμε και βάλαμε βάγια, τα ενώσαμε και κάναμε μισοφέγγαρο και άστρα. Το κάρο δεν φαινότανε καθόλου από τα πολλά χαλιά που μας είχε δώσει ο κόσμος και το είχαμε σκεπάσει. Το έσερνε ένα γαϊδουράκι. Ήταν και δύο μικρά παιδιά τα οποία τα είχαμε ντύσει με κοντά παντελονάκια και τα είχαμε βάψει μαύρα με φελλό που είχαμε κάψει και τραβούσαν το γαϊδουράκι. Είχαμε βρει και ένα κορίτσι το οποίο του είχαμε ράψει ένα φόρεμα κοντό και το είχαμε ντύσει τραγουδίστρια. Είχαμε βάλει να παίζει συνέχεια ένας δίσκος το τραγούδι, “ο μαχαραγιάς πάει σεργιάνι με νταούλια και βιολιά…” και χόρευε η τραγουδίστρια. Πήγαμε μέχρι τέλος στο χωριό και γυρίσαμε. Είχε έρθει στο χωριό ο κ. Μανωλικάκης, κάτι σαν πρόεδρος της επιτροπής τώρα, και έκανε τραπέζι στο “Ηραίον” σε όλους τους συμμετέχοντες στο καρναβάλι. Και τότε έβγαλαν το άρμα μας σαν το καλύτερο του Καρναβαλιού. Η μαχαρανή με το μαχαραγιά! Το βραβείο ήταν ένα ζευγάρι κουρτίνες βελουδένιες κόκκινες και ένα τραπεζομάντιλο. Εμείς όμως δεν τα κρατήσαμε και τα δώσαμε σε μια φτωχοπούλα. Τρεις μήνες αγωνιζόμαστε να φτιάξομε το άρμα.
Αξίζει σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε πως ψυχή όλων σχεδόν των καρναβαλιών εκείνης της εποχής ήταν ο αείμνηστος ζωγράφος και καλλιτέχνης Μανόλης Ραυτόπουλος.
1974-1975
αδιάκοπη πορεία
Με μικρά μόνο διαλείμματα το καρναβάλι συνεχίστηκε με αμείωτους ρυθμούς. Μετά το τέλος της Δικτατορίας αναβίωσε και πάλι από τον “Μορφωτικό Σύλλογο Νεολαίας Καλυβών” και τον τότε πρόεδρό του κ. Χριστόφορο Νικολαΐδη, με καλλιτεχνικό διευθυντή τον αείμνηστο Μανόλη Ραυτόπουλο.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε απόσπασμα από το περιοδικό “ΚΡΗΤΗ”, Φεβρουάριος 1975.
«Πολύς κόσμος από τους νομούς Χανίων και Ρεθύμνης απόλαυσε από κοντά τις κεφάτες καρναβαλικές εκδηλώσεις.
Η καρναβαλοπαρέλαση έγινε σε δυο… “ημίχρονα”. Το πρώτο “ημίχρονο” έγινε το απόγευμα της τελευταίας Αποκριάς ενώ το δεύτερο το απόγευμα της Καθαράς Δευτέρας. Η καρναβαλοπαρέλαση και στα δύο “ημίχρονα” άρχισε από την ανατολική άκρη της κωμοπόλεως, διέσχισε τον κεντρικό κοινοτικό δρόμο, έφθασε μέχρι το δυτικό άκρο αυτής και ξαναγύρισε στην αφετηρία του. Βασικός πυρήνας της παρελάσεως αυτής ήταν τέσσερα καταλλήλως διακοσμημένα άρματα που πλαισιώνονταν από πεζοπόρους μασκαράδες. Τα άρματα αυτά σατίριζαν με καταπληκτική δεξιοτεχνία το ανώμαλο και καταπιεστικό καθεστώς της επταετούς δικτατορίας και ιδιαίτερα τον περίφημο “αδελφό” Στέλιο».
1996 έως σήμερα…
Συνεχίζοντας ακούραστα
Από το 1996 μέχρι και σήμερα το Καλυβιανό Καρναβάλι συνεχίζει να σκορπίζει κέφι και χαρά σε όσους έχουν την τύχη να βρεθούν την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς στις Καλύβες.
Δεν θα μπορούσαν να φανταστούν οι δημιουργοί του 1ου Καλυβιανού Καρναβαλιού, ότι σήμερα το καρναβάλι θα ζούσε στιγμές μεγαλείου όπως και τότε που μίλαγε η ψυχή και το πείσμα για επιτυχία ξεχείλιζε. Οταν τα μέσα ήταν πενιχρά και τα χρήματα ανύπαρκτα. Οταν ο δημιουργός προλόγιζε «…και μη μας κρίνεις αυστηρώς αν δεν χαρείς μαζί μας, ειν’ η Κωμόπολις μικρή και άδειο του πουγκί μας». Μα πάνω από όλα ήταν η καθολική συμμετοχή. Η αστείρευτη φαντασία και το ανεπανάληπτο αποτέλεσμα. Το χειροκρότημα του κόσμου ήταν αρκετό να φέρει δάκρυα στα μάτια.
Εξήντα ένα χρόνια μετά και το Καλυβιανό Καρναβάλι συνεχίζει την ακούραστη πορεία του μέσα στο χρόνο. Συνεχιστές, τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου Καλυβών “Μανώλης Ραυτόπουλος” με τη συμμετοχή των νέων από όλο το Δήμο Αποκορώνου. Συμπαραστάτες και υποστηρικτές, τόσο ηθικά όσο και οικονομικά, ο Δήμος και οι τοπικοί σύλλογοι, φορείς και καταστηματάρχες.
Και κλείνοντας αυτό το μικρό αφιέρωμα στο Καλυβιανό Καρναβάλι, ας αναφέρουμε την πρόσκληση της διοργανώτριας επιτροπής του 4ου Καλυβιανού Καρναβαλιού (1958), στο διαφημιστικό φυλλάδιο.
Ετούτος ο Καρνάβαλος δεν είναι σαν τους άλλους
Θε να σκορπίσει τη χαρά σε νιους και σε μεγάλους.
Εχει μυαλό στη κεφαλή και φλόγα στη μαθιά του
Κι όποιος ή όποια τον θωρεί λύνονται τ’ άστερά του.
Εχει τους κανταδόρους του απ’ την παλιάν Αθήνα
Στης Πλάκας τις ανηφοριές με συντροφιά τις κοπελιές
και με ξανθιά ρετσίνα
Λουλούδια ολοζώντανα των Καλυβών καμάρι
Στολίζουν τ’ ανθογυάλι του με ομορφιά και χάρη.
Χοχλιδολόγους και χοχλιούς για όσους τους αγαπούνε
Π’ αξίζει να χορτάσουνε μ’ αυτούς όσοι πεινούνε.
Την λύρα μας την Κρητικιά που κέφι θα σκορπίσει
Λεβεντονιές, λεβεντονιούς, χορός, γλέντι, μεθύσι.
Νάνους πρωτοφανίστικους έχει για συντροφιά του
Κι ο λυπημένος αν τους δει θ’ ανοίξει η καρδιά του.
Το γυφταριό, τις γύφτισσες και μασκαράδες άλλους
Κοντούς ψηλούς είτε χοντρούς μικρούς μα και μεγάλους.
Θε να σκορπίσει τη χαρά, το γέλιο και το κέφι
Κι αν έχεις λύπη διώξε την για σένα πέρα βρέχει.
Γλέντισε σήμερα καλά, τις στενοχώριες σβήσε
Χάρου δυο ώρες ξένοιαστος κι ύστερα πάλι… ζήσε!!!
Και μη μας κρίνεις αυστηρώς αν δεν χαρείς μαζί μας
Είναι η Κωμόπολις μικρή και… άδειο το πουγγί μας.
Μανόλης Ραυτόπουλος