Λιμενικές εγκαταστάσεις και κατασκευή νέων κρηπιδωμάτων μέσα στο ενετικό λιμάνι των Χανίων, ώστε να γίνει βασικός εμπορικός και επιβατικός σταθμός και η Σούδα να χρησιμεύσει κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς, προβλέπονταν σε μια σειρά από σχέδια και προμελέτες τη δεκαετία του ’60.
Σχέδια που αν τελικά υλοποιούνταν θα κατέστρεφαν το μοναδικό αρχαιολογικό μνημείο των Χανίων. Τα σχέδια όμως έμειναν ευτυχώς στα… χαρτιά, κυρίως λόγω του μεγάλου κόστους αυτών των παρεμβάσεων.
Τα “Χ.ν.” θυμίζουν μέσα από τα δημοσιεύματα του τοπικού Τύπου, τα γεγονότα της εποχής εκείνης και τις έντονες συζητήσεις που είχαν υπάρξει για το ζήτημα των λιμενικών εγκαταστάσεων. Σημειώνεται ότι, παρά την προσπάθειά μας να βρούμε κάποιο αντίγραφο των προμελετών (Λιμ. Ταμείο, ΤΕΕ, μηχανικοί κ.λπ.), κάτι τέτοιο δεν ευδοκίμησε.
ΛΙΜΑΝΙ ΣΤΟ ΚΟΥΜ ΚΑΠΙ
Το πρώτο σχέδιο με βάση τα δημοσιεύματα της εποχής ήταν του καθηγητή λιμενικών έργων του Ε.Μ. Πολυτεχνείου κ. Δημοσθένη Πίππα με τίτλο “Εξελίξεις λιμένος και πόλεως Χανίων”. Το σχέδιο προέβλεπε την κατασκευή νέου λιμανιού «εις τον όρμον “Κουμ Καπί” όστις θα συνεδέετο διά διώρυγος με τα του παλαιού λιμένος Χανίων». Η δαπάνη του συγκεκριμένου έργου υπολογιζόταν σε 300.000.000 εκατομμύρια δραχμές εξαιρώντας τη δαπάνη της σύνδεσης παλαιού λιμανιού και Κουμ Καπί. Τότε το Δημόσιο απέρριψε ως οικονομικά ασύμφορη μια τέτοια επένδυση, λόγω μεγάλου κόστους και αναζήτησε άλλες λύσεις πιο μικρής δαπάνης.
ΛΙΜΑΝΙ… ΕΞΩ ΑΠΟ
ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΛΙΜΑΝΙ
Στα 1962 ο μηχανικός του Λιμενικού Ταμείου Χανίων κ. Νωέλ Πωλινή καταθέτει μελέτη, με την οποία προτείνει την κατασκευή νέου λιμανιού, μπροστά από το ενετικό λιμάνι. Στην προμελέτη, με βάση τα δημοσιεύματα της εφημερίδας “Παρατηρητής” των Χανίων εξηγούνται οι λόγοι που θα πρέπει να απορριφθεί η κατασκευή σύγχρονων λιμενικών εγκαταστάσεων στη Σούδα.
«Η επέκταση των εγκαταστάσεων του Βασιλικού Ναυστάθμου (σ.σ. στη Σούδα) καταλαμβάνουν συνεχώς και μεγαλύτερο χώρο και η κατάληψη τμήματος του κρηπιδώματος προς τη βάση της προβλήτας επιτείνουν τις δυσκολίες κατά τη διακίνηση του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου του Ν. Χανίων και μεγάλου μέρους του Ν. Ρεθύμνου…».
Όσον αφορά στο παλιό λιμάνι των Χανίων «οι δυνατότητες αυτού περιορίζονται μόνο στην υποδοχή “μότορσιπς” μέχρι 450 κόρων και βυθίσματος όχι μεγαλύτερο των 14-15 ποδών. Στο ανώτατο όριο εξυπηρετούνται ταυτόχρονα πέντε σκάφη… Από πολύ καιρό μελετάται η επέκταση της υδάτινης επιφάνειας και της χερσαίας περιοχής του παλιού λιμανιού με την κατασκευή σημαντικών λιμενικών έργων. Λόγω όμως των απαιτούμενων μεγάλων δαπανών ουδεμία έχει ληφθεί οριστική απόφαση…». Η μεταφορά των βασικών ναυτιλιακών δραστηριοτήτων στη Σούδα είχε αποτέλεσμα να «νεκρωθεί οικονομικά το παλιό λιμάνι των Χανών και να αχρηστευθούν οι χερσαίες λιμενικές εγκαταστάσεις».
Η δαπάνη εφαρμογής του σχεδίου Ν. Πωλινή υπολογίζεται στα 130.000.000 εκατομμύρια δραχμές (τιμές αρχές δεκαετίας του ’60) και για τη χρηματοδότησή του προτείνεται το κόστος κατασκευής να το αναλάβει α) το κράτος με το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων ή β) το ίδιο το ΝΑΤΟ από τη στιγμή που η Σούδα «θα διαχωρισθεί σε αποκλειστικό πολεμικό λιμένα και εκεί θα καταφεύγουν και τα συμμαχικά πλοία»
Βάσει της μελέτη Πωλινή προβλέπονταν:
• Η κατασκευή του νέου λιμανιού βόρεια του παλαιού ενετικού λιμένα, όπου το απαιτούμενο φυσικό βύθισμα υπερβαίνει τα δέκα μέτρα απαραίτητο για ένα σύγχρονο λιμάνι
• Ο προσήνεμος λιμενοβραχίονας θα κατασκευαζόταν σε σχήμα γωνία, η μια πλευρά του οποίου θα έχει μήκος 400 μ. και θα έχει κατεύθυνση προς Βορρά και η άλλη θα είχε κατεύθυνση από Δυτικά προς Ανατολικά μήκους 800 μ.
• Κατέναντι του σημείου όπου θα ολοκληρωθεί ο μεγάλος λιμενοβραχίονας προβλέπεται η κατασκευή έτερου μικρότερου μήκους 100 περίπου μέτρων, ώστε το λιμάνι να προφυλάσσεται από όλους τους ανέμους.
• Η συμπλήρωση του έργου προβλέπει τον εκβραχισμό και την εκβάθυνση του παλαιού ενετικού λιμανιού και τη “μώλωσιν του δυτικού τμήματός του”, προφανώς για να χρησιμοποιηθεί ως εμπορευματικός σταθμός.
• Στο νέο λιμάνι θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν δύο πλοία των 10.000 τόνων, τρία των 6.000 τόνων και 4 των 4.000 τόνων και πολλά αλιευτικά.
Τη συγκεκριμένη μελέτη απέρριψε τότε το Υπουργείον Δημοσίων Έργων «ως ανεδαφική και μη ορθή από τεχνικής πλευράς για να λύσει τα προβλήματα».
ΕΚΒΑΘΥΝΣΗ – ΚΡΗΠΙΔΩΜΑΤΑ
ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΛΙΜΑΝΙ
Στη συνέχεια το Υπουργείο έδωσε νέες οδηγίες και συντάχθηκε μια προμελέτη πάλι από τον κ. Νοέλ Πωλινή, η οποία προβλέπει την εκβάθυνση του ενετικού λιμανιού και την κατασκευή κρηπιδωμάτων με προϋπολογισμό δαπάνης τα 13.500.000 εκ. δραχμές
Η μελέτη -όπως σημειώνει η εφημερίδα “Παρατηρητής” στις 7 Ιουνίου του 1964- διεβιβάσθη προς την Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών στις 6 Δεκεμβρίου του 1963 και υποβλήθηκε προς έγκριση στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων ανεβάζοντας το συνολικό κόστος στα 31.000.000 εκατ. δραχμές.
Τελικά το έργο προτάθηκε να κατασκευαστεί σε διάφορες φάσεις με αρχικό προϋπολογισμό και με στόχο να μπορεί να δεχθεί πλοία μέχρι 1000 τόνους. Τοπικοί παράγοντες έφεραν το θέμα ακόμα και στον πρωθυπουργό τότε Γεώργιο Παπανδρέου, όμως τα σχέδια τελικά δεν υλοποιήθηκαν καθώς κρίθηκε ότι τεχνικά το έργο θα είχε πολλά προβλήματα. Ακολούθησε λίγα χρόνια μετά η δικτατορία των συνταγματαρχών όπου ακόμα μεγαλύτερα – φαραωνικά έργα εξαγγέλθηκαν, σχεδιάστηκαν και σε πολλές περιπτώσεις ένας μέρος του προπληρώθηκε σε εταιρίες, χωρίς να γίνει τίποτα ή προκαλώντας ζημιά στο περιβάλλον και στους αρχαιολογικούς θησαυρούς της χώρας.
Κάθε πράξη κρίνεται στην εποχή της….
Σήμερα, διαβάζοντας για αυτά τα σχέδια μπορεί να σχολιάσουμε πολλά και να καταλογίσουμε ακόμα περισσότερα. Ωστόσο, πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου την ιστορική περίοδο που έγιναν αυτά τα σχέδια. Η Ελλάδα μετά την κατοχή και τον εμφύλιο ήταν μια κατεστραμμένη χώρα. Την περίοδο που, αρχές δεκαετίας του ’60, στα ίδια φύλλα της εφημερίδας διαβάζουμε για χιλιάδες Έλληνες που έφευγαν μετανάστες σε Γερμανία, Αυστραλία, ΗΠΑ για να γλιτώσουν από την ανέχεια. Στις ίδιες εφημερίδες άρθρα και ρεπορτάζ περιγράφουν την απελπιστική κατάσταση του αγροτικού πληθυσμού και τα σοβαρά προβλήματα των υποδομών, σε αυτά να προστεθούν οι χιλιάδες εκτοπισμένοι στα ξερονήσια πολιτικοί κρατούμενοι και μια κατάσταση διαρκούς αναταραχής. Έτσι η ανάγκη για υποδομές και για έργα που θα έφερναν δουλειές είχε ως αποτέλεσμα ενέργειες που σήμερα θα τις λέγαμε μόνο απερίσκεπτες. Να θυμηθούμε παλαιότερα το γκρέμισμα τμημάτων του τείχους για λόγους… αισθητικούς αλλά και για λόγους επιβίωσης (χρησιμοποίηση υλικών για κτίσιμο κατοικιών, αφού ένα μεγάλο μέρος τους είχε καταστραφεί στον πόλεμο κ.ά.) Ας κρίνουμε, λοιπόν, τις προτάσεις και τα σχέδια της εποχής με βάση τα τότε και όχι με βάση το σήμερα…