Τον χρόνο τον µετράµε, αφού τον ζήσουµε. Λόγω της ελλειπτικής τροχιάς της γης στον ήλιο έχουµε τις τέσσερις εποχές και τις δύο ισηµερίες, όπου η ηµέρα και η νύχτα έχουν ίση διάρκεια. Η ηµέρα διαρκεί όσο και η νύχτα. Την εαρινή ισηµερία από 20 έως 21 Μαρτίου και τη φθινοπωρινή την 23η Σεπτεµβρίου. Τότε πέφτει ο ήλιος και µεγαλώνει η νύχτα. Χάνονται τέσσερα λεπτά την ηµέρα ηλιοφάνειας έως την 23η ή 22α ∆εκεµβρίου κατά το χειµερινό ηλιοστάσιο, όπου παρατηρείται η µικρότερη ηµέρα του χρόνου, 9,5 ώρες περίπου και η µεγαλύτερη νύχτα 14,5 ώρες. Από τότε κι ύστερα ο ήλιος αρχίζει ν’ ανεβαίνει και να µεγαλώνει η διάρκεια της ηµέρας.
Μετά τη φθινοπωρινή ισηµερία που το καλοκαίρι αρχίζει ν’ αργοφεύγει, συννεφιάζει ο ουρανός, έρχονται τα πρωτοβρόχια, ντύνεσαι καλά για ν’ αντιµετωπίσεις τη γρίπη, κάνεις και το επικαιροποιηµένο εµβόλιο της και αλλάζει ο τρόπος ζωής που είχε επιβάλει το καλοκαίρι. Επεµβαίνει ο χειµώνας παραµερίζοντας την εποχή της ζέστης σαν µια διακοπή των συνηθειών µας, γιατί η αλλαγή επιβάλλεται ως µια ζωογόνος συνέχεια της ύπαρξης του ανθρώπου.
Στο χωριό, που σταδιακά παρακµάζει, αλλά και στην πόλη χειρότερα, καθώς οι ηµέρες µικραίνουν και ο ουρανός σκεπάζεται µε λευκά, γκρίζα, µαύρα ή κόκκινα σύννεφα στη ∆ύση, διακατέχεται από ένα δυσάρεστο συναίσθηµα αναπολώντας όσα σου χάρισε το καλοκαίρι, τότε, που βρισκόταν σε ακµάζουσα ανάπτυξη. Ο χειµώνας υπάρχει, όχι σαν ένα τεταρτηµόριο του χρόνου, αλλά σαν µια προσωρινή διακοπή των τρυφηλών απολαύσεων της ζωής. Ο θάνατος αυτής της εποχής είναι προσωρινός. Αλίµονο αν η ύπαρξή µας εξαρτιόταν από µία και µόνο εποχή του χρόνου. Οτιδήποτε ονοµάζουµε ως συνήθεια ή ρουτίνα είναι ένα ψυχολογικό κόστος στην εναλλαγή των εποχών του χρόνου που το επωµιζόµαστε, γιατί οι συνήθειές µας επηρεάζονται από τον χειµώνα ακόµα και σ’ αυτόν τον τόπο που βρέχει λιγότερο και χιονίζει µία φορά στο τόσο.
Όπως έχει διαµορφωθεί σήµερα ο καιρός, ζητάµε να µας επιστραφεί κάτι απ’ αυτό που χάνεται µε τη στριµωγµένη ζωή επειδή δεν αποµακρυνόµαστε από την κατοικία, διότι τη θεωρούµε ως καταφύγιο για την επιβίωσή µας, επειδή αποµονωνόµαστε από τους γύρω µας, λόγω καχυποψίας και διότι αρνούµεθα να χαρίσουµε τον εαυτό µας σε µια άλλη αρχιτεκτονική διαµόρφωση των τεσσάρων εποχών.
Ο χειµώνας κουβαλάει το αντίθετο απ’ ό,τι µας χαρίζει το καλοκαίρι. Τον ξάστερο µε την αστροφεγγιά και τον φεγγαρόφωτο ουρανό, τα θαλασσινά µελτέµια τον καυτερό ήλιο για το µαύρισµα δίπλα στην ακροθαλασσιά, τον καθαρό αέρα στο βουνό και την πληθώρα φρούτων και λαχανικών στον καταπράσινο κάµπο.