Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Όταν το λάδι επήρε τη θέση της δραχμής

Κύριε διευθυντά,

στην έγκριτον εφημερίδα σας και στο φύλλο της πρώτης Μαρτίου, διάβασα το άρθρο του αγαπητού κ. Κώνστα περί του ότι κάποτε εκάναμε πληρωμές με το λάδι. Αυτό το άρθρο, μου εξύπνησε προεφηβικές πικρές αναμνήσεις.

Μόλις επεκράτησαν οι νεοβάρβαροι του Χίτλερ στο νησί μας έγινε απόλυτος αποκλεισμός. Τα εισαγόμενα είδη, φαγώσιμα και μη, άρχισαν να εξαφανίζονται. Η δραχμή άρχισε να κατρακυλά ιλιγγιωδώς μέχρι που θεωρήθηκε ανύπαρκτη, όπου και τις συναλλαγές μας τις κάναμε είδος με είδος. Ως βάση στις συναλλαγές μας, έπαψε να είναι η δραχμή, μα πήρε τη θέση της το λάδι. Ακόμα σημαντική βαρύτητα είχε η εξαφάνιση του αλατιού. Πριν από τη δικτατορία του Μεταξά, αρκετό αλάτι εμαζεύαμε από τις φυσικές αλυκές, μα άμα ήλθε ο Μεταξάς, το θαλασσινό αλάτι έγινε απαγορευμένο είδος, για να παίρνουμε το εισαγόμενο, που το λέγαμε “μπαρμπαράλατο” και που το είχε μονοπώλιο. Μεγάλο κακό η εξαφάνιση του αλατιού. Στα παραλιακά χωριά, εφέρναμε με τα γαϊδουράκια μας, με ασκιά, το θαλασσινό νερό και το βάζαμε σε πήλινα δοχεία στις στέγες των σπιτιών μας, για να εξατμιστεί να μαζέψουμε αλάτι. Ακόμα, κάπου – κάπου επηγαίνανε γυναίκες στη θάλασσα με τη ρόκα τους, ή με το πλεχτό τους και με ένα μεγάλο χάλκινο τσουκάλι και βράζανε το θαλασσινό νερό μέχρι να εξατμιστεί, να μαζέψουνε λίγο αλάτι. Στα μεταλλικά σκεύη η άλμη προκαλεί σκουριά.

Στα παράλια των δυτικών Σφακίων είναι πολλές φυσικές αλυκές και μαζεύανε πολύ αλάτι και το φυλάγανε στα πιθάρια. Δεν βγάζανε όμως επάρκεια σε λάδι και εγώ επήγαινα με ένα δοχείο λάδι που έβαζε 7 οκάδες και έπαιρνα για κάθε οκά λάδι 7, 8 ή και 10 οκάδες αλάτι. Στη συνέχεια, έπαιρνα το αλάτι και επήγαινα στα ρεθυμνιώτικα χωριά, που είναι παραγωγικά, μα δεν έχουν κοντά τη θάλασσα και έδινα μια οκά αλάτι, δυο οκάδες κριθάρι, δυο οκάδες κουκιά ή δυο οκάδες πατάτες. Παιδί ακόμα εγώ. Ήταν ξεπεσμένη η αξία και του λαδιού σε σχέση με τα φαγώσιμα. Ο Ιωάννης Δεληγιαννάκης π.χ. επήγε μια φορά στ’ Ασκύφου τριάντα οκάδες λάδι και επήρε δέκα οκάδες αλεύρι. Εγώ με τη μία οκά λάδι έπαιρνα 14-20 οκάδες κριθάρι με τη συναλλαγή, επί συναλλαγής. Γι’ αυτό τη λέγανε τότε «μαύρη αγορά». Σε τίποτα δεν υπήρχε τότε σταθερή αξία. Εμετρούσε το κατά πόσο είχε ανάγκη ο ένας να πουλήσει και ο άλλος να αγοράσει. Εγώ πολλές φορές επουλούσα και φυσέκια ή άλλα απαγορευμένα είδη από τα λάφυρα που βρήκαμε εκεί που διεξήχθη η μάχη τότε, και στις περιπτώσεις αυτές, μετά από τον Καλλικράτη επήγαινα από το βουνό Ασφενταμές και εκατέβαινα στα μικρά χωριά, Αλώνες, Αρολίθι, Κάτω Πόρο, Καλή Συκιά κ.ά. Στα μικρά χωριά ήτανε μικρότερη η πιθανότητα να βρεθούνε εκεί Γερμανοί.

Ο πατέρας μου είχε κλονισμένη αντοχή και εγώ σε ηλικία 14 ετών εζευγάριζα με έναν θείο μου. Κάθε πρωί ετρώγαμε στο σπίτι μας κανένα πιάτο χόρτα ή όσπρια. Στο σακούλι μας εβάζαμε μόνο χαρούπια και νερό. Το μεσημέρι στο “χαρουπόγευμα” εγώ είχα δόντια και έτρωγα όσα χαρούπια ήθελα, μα ο καημένος ο θείος μου, δεν είχε δόντια και κάθιζε σε μια πέτρα, και με άλλη πέτρα τα εκοπάνιζε και τα έκανε πολύ ψιλά και μετά τα έβαζε στο στόμα του, τα στριφογύριζε στη γλώσσα του δυο φορές και τα κατάπινε.

Ο θείος μου αυτός είχε πάει στη Γαλλία μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και εργάστηκε στα εργοστάσια του Ρενώ. Ήξερε λίγο τα γαλλικά, και τον ανακαλύψανε οι Γερμανοί και συχνά μου τον παίρνανε για διερμηνέα, και είχανε διατάξει τον πρόεδρο να ορίζει κάθε φορά έναν άντρα να τον αντικαθιστά στο ζευγάρι.

Επεράσαμε τα πάνδεινα υπό τον βαρβαρότατο ναζιστικό ζυγό, πείνες, αγγαρείες, ξύλο και το χειρότερο εκάνανε εκτελέσεις, μέχρι και πάνω από εκατό μαζεμένους. Κατά τα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1944 έπνεε τα λοίσθια το τρίτο ΡΑΙΧ και όλοι οι Γερμανοί της Κρήτης μαζευτήκανε σε έναν θύλακα γύρω από τα Χανιά. Αμέσως εφέρανε τα περιπόθητα τρόφιμα και άλλα είδη (που τόσο τα εστερηθήκαμε για σχεδόν 4 χρόνια) στο Ρέθυμνο, και μόλις το μάθαμε πήγαμε είκοσι άντρες από το χωριό μου στο Ρέθυμνο με τα γαϊδουράκια μας και φέραμε στάρι, που περάσαμε από τον Φοινικιά και το αλέσαμε, φέραμε και ζυμαρικά, ρύζι, ζάχαρη, μαροκιανά ρεβύθια κ.ά. Και όταν γυρίσαμε στα σπίτια μας και στο χωριό μας ετύχαμε εξαιρετικής υποδοχής, όχι μόνο για το περιπόθητο φορτίο, μα και για το γεγονός ότι αυτό ήταν αδιάψευστη απόδειξη ότι η αποφράδα εποχή των Ναζί, οριστικά ετελείωνε.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα