…Εκλεισε την τηλεόραση… Τούτο το παράθυρο που του εξασφάλιζε την απόλυτη θέαση στα τεκταινόμενα εις την υδρόγειο ολάκερη, τον κούραζε.
Τον απογοήτευε αφόρητα η σκέψη της ποιότητας των τηλεθεαμάτων και ο βαθμός αποδοχής τους. Ως τηλεθεατής νοήμων, είχε διαπιστώσει προ πολλού τις προτιμήσεις των «πολιτών του καναπέ» μιας κοινωνίας σύγχρονης, μα πληθωρικής στην αβίαστη σκέψη: Αίμα, σκάνδαλα, σεξ. Και τούτα, άσχετα από την αιτία της ροής του αίματος, άσχετα από το είδος και τους πρωταγωνιστές των σκανδάλων και άσχετα από το είδος της σεξουαλικής προτίμησης. Φτάνει να δίνουν λόγο κι αφορμή στην τηλεθέαση…. «…στο κάτω – κάτω, δεν αφορούν εμένα…» σκέφτηκε, δανειζόμενος τη σκέψη την αλλότρια του παθιασμένου «μαχητή του καναπέ»…
…Panem et circenses (άρτος και θεάματα). Στη σκέψη του, ήλθε αυθόρμητα η διαχρονική ετούτη λατινική ρήση, ταιριαστή απόλυτα σε εποχές προϊούσας κοινωνικής παρακμής. Και σαν η Ιστορία κάνει κύκλο κι επαναλαμβάνεται, έφτασε η σειρά και της δικής μας εποχής να βρει εφαρμογή η ζωντανή λατινική και σοφή ρήση. Γιατί δεν ήταν μόνο ο βαθμός αποδοχής της όποιας τηλεοπτικής «σανοτροφής» των καναλιών, που τον απογοήτευε. Αυτό δεν ήταν, παρά μία μονάχα συνιστώσα στις τόσες, που έδιναν μία συνισταμένη παρακμής στη σύγχρονη την κοινωνία την προηγμένη τεχνολογικά όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν. Την κοινωνία των αντιθέσεων, της ποσότητας, και της ελλειμματικής σε ποιότητα. Πιότερο λοιπόν τον αποθάρρυνε η διαπίστωση της αισθητής πενίας της σύγχρονής του κοινωνίας σε ιδανικά, θεσμούς, ήθη, αρχές, δικαιοσύνη, ανθρωπιά, δημοκρατία. Θυμήθηκε τα λόγια του Ουγκώ: «…Η ανθρώπινη ψυχή έχει μεγαλύτερη ανάγκη από το ιδανικό, παρά από το πραγματικό. Με το πραγματικό ζεις, με το ιδανικό υπάρχεις. Λοιπόν, θέλετε να λογαριάσουμε τη διαφορά; Τα ζώα ζουν, οι άνθρωποι υπάρχουν!…». …Εκοψε τους συλλογισμούς, βγήκε εις την ευρύχωρη βεράντα του σπιτιού… Κάθισε κι απίθωσε τη δεξιά του απαλάμη στο κεφαλάκι του πιστού του φίλου. Ηταν ένα μικρόσωμο σκυλί –άγνωστης ράτσας διασταύρωση – με καστανόμαυρη τη γούνα και καφεκάστανα εκφραστικά ματάκια που εστυλώθηκαν αμέσως στα δικά του, σαν είσπραξε τη θαλπωρή της οικειότητας απ’ τον αφέντη. Και ο «αφέντης» σκέφτηκε: «…τούτο το ζωντανό με νοιώθει πιότερο από πολλούς ανθρώπους… αν είχε και λαλιά!…». Έδινε κι έπαιρνε: Έδινε αγάπη στο σκυλί, έπαιρνε αφοσίωση κ’ αύρα αγάπης από τούτο. Και τούτα τα εισέπραττε απ’ το γιομάτο βλέμμα του ζωντανού, μα κι απ’ τη ζεστασιά που αισθανότανε στην απαλάμη που λες και τη διαπερνούσε κι έφτανε ως τα εσώψυχα και του τιθάσευε κάποιες στιγμές τα βασανιστικά μποφώρια του μυαλού…
…Αρχισε να μονολογεί… Τον άκουγε η σιωπή και ο πιστός τετράποδός του σύντροφος με στυλωμένα ίσα επάνω του, κατάματα, τα εκφραστικά του τα ματάκια. Ελεγε, πως θα την ήθελε από καρδιάς, μια κοινωνία όπου:
– Ο γέρο-Όμηρος θα οριοθετούσε μια Ιθάκη λιγότερο απόμακρη, απαλλαγμένη από τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες, χωρίς το θυμωμένο Ποσειδώνα, χωρίς τη Χάρυβδη, τη Σκύλλα, τις Σειρήνες καθώς ο χωματένιος ταξιδιώτης γίνεται εύκολη βορά σε κάποιο από τούτα τα στοιχειά πριν φτάσει στο στρογγύλεμα του Πόντου και ατενίσει το ποθητό νησί…
– Θα είχε μυηθεί στις πολιτειακές εκείνες διδαχές που ’ναι αιώνια καταγραμμένες στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα, εις τα «Πολιτικά» τ’ Αριστοτέλη και σ’ άλλα φωτισμένα εγχειρίδια, χωρίς τη μεσολάβηση των νεο-πολιτικών αντιλήψεων του Διαφωτισμού που μετονόμασε απλά κι αυθαίρετα την Ολιγαρχία σε «Δημοκρατία», όρο και λέξη καθαρόαιμα ελληνική από την εποχή του Περικλέους και πιο πριν έως τα σήμερα, σ’ όλες τις γλώσσες και με την ίδια αρχαιοελληνική της ρίζα, μα ως έννοια να είναι χιλιοβιασμένη απ’ τα παλιά έως τα σήμερα και με μακρά πορεία (βιασμού) στο μέλλον καθώς φαίνεται, σαν είναι πάμπολλοι οι «εραστές» της, μα που αποβαίνουν «επιβήτορες» στην υστεριά…
– Οι σύγχρονες «Δημοκρατίες» να μη γεννούν πια άρρωστους θεσμούς…
– Θα ’ταν ο όπου γης πολιτικός (μα κι ο πολίτης) φορέας και εφαρμοστής μιας αειφόρου σκέψης, πολιτικής κι ανάπτυξης, πηγή μιας στέριας υποθήκης στους ερχόμενους, ασπίδα προστασίας στο περιβάλλον, στους θεσμούς, στην ηθική, στην ίδια την πραγματική Δημοκρατία…
– Δε θα ’ταν οι εκλέγοντες φτωχότεροι και οι εκλεγόμενοι πλουσιότεροι στην υστεριά όποια θητείας, σ’ όποιο θώκο…
– Δε θα ’δινε αιτίες να γίνεται κάποιες φορές ο σοσιαλιστής, social-ληστής…
– Δε θα κυριαρχούσε ο Μαμμωνάς…
– Θα ήτανε χαμένος για πάντα στις χρονοθίνες του παρελθόντος ο αιματόβρεχτος και πολεμοχαρής θεός ο Αρης, αντί να τον νεκρανασταίνουν καθημερινά (μόνο αυτόν από το δωδεκάθεο) για να αιματοκυλίσει τα χώματα όπου γης με αίμα του λευκού, του μαύρου, του κίτρινου, του κόκκινου αδελφού…
– Θα ’ταν η Αξιοκρατία αφέντρα στις ανθρωπίσιες σχέσεις, αντί να έχει καταντήσει persona non grata…
– Θα ’ταν ουρές ανθρώπων στο δρόμο της Αρετής σε πείσμα της Κακίας…
– Θα ’χε μετατραπεί το «κουτί της Πανδώρας», σε «κουτί με τα δώρα»…
– Θα ήταν πράξη εφαρμοσμένη τα λόγια του Ευαγγελίου…
– Θα ήταν καθημερινότητας ρουτίνα η τήρηση –έστω- του προ-χριστιανικού Δεκάλογου…
– Θα είχε μάτια ανοιχτά η Θέμις, για να’χει οπτική αντίληψη τί είναι τα σταθμά στους δίσκους της δικής της πλάστιγγας και ν’ αποδίδει «οφθαλμοαπόδειχτα», Δικαιοσύνη…
– Να φύγει, να εξαλειφθεί απ’ τη φαρέτρα του όποιου Ισχυρού το διαχρονικό εκείνο επιχείρημα του ad baculum1 έτσι για ν’ ανασάνουν οι όπου Γης όποιοι ανίσχυροι…
…Σταμάτησε απότομα το μονόλογό του… Τον έκοψε ένα ελαφρό βήξιμο…
Ξαφνιάστηκε… Στράφηκε… Ηταν ο γέρο-Ησαύ o ναυτικός, απόμαχος από καιρό και γείτονάς του. Τον κοίταζε ακίνητος και του χασκογελούσε.
– «Με άκουγες;…» ρώτησε τον γέρο-Ησαύ αυθόρμητα, απορημένος.
– «Ναι, σε άκουγα απ’ την αρχή του μονόλογού σου, μα σαν δε μ’ αντιλήφτηκες του λόγου σου, ήθελα να δω, ως που θα φτάσεις!…» αποκρίθηκε ο γέρος.
– «Και τι συμπέρασμα έβγαλες απ’όλα τούτα π’ άκουσες;», τον ρώτησε.
Ο γέρο-ναυτικός, δεν αποκρίθηκε. Κούνησε μόνο το κεφάλι του, ζερβά – δεξιά…
Εκείνος, επέμεινε, τον ματαρώτησε:
– «Τί είμαι; …ρομαντικός; …ουτοπιστής;… τι είμαι γέρο;…».
Ο γέρος τον πλησίασε, έφερε το ρυτιδιασμένο πρόσωπο σιμά στο δικό του, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια:
– «Μικρή η διαφορά παλικάρι μου, ότι και να ’σαι απ’τα δυό… Μα πρέπει να
ξέρεις, πως ουτοπία δεν είναι να πιστεύεις ότι ο κόσμος μπορεί ν’ αλλάξει.
Ουτοπία είναι να πιστεύεις, ότι ο κόσμος μπορεί να μείνει ίδιος!…»…
Έπεσε σιωπή…
*γεωπόνος – συγγραφέας,
μέλος της “Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων”
—————
ad baculum1: (Με απλά λόγια): «θα συμφωνήσεις ότι έχω δίκιο, διαφορετικά θα φας ξύλο». Αποτελεί ειδική περίπτωση επιχειρήματος προς επίπτωση ή «προσφυγής στις επιπτώσεις».