Βρέχει λυσσασμένα.
Το διαμέρισμα είναι μακρόστενο, με ένα μοναδικό παράθυρο που βλέπει στην ημερήσια όψη του σταθμού. Ο καθηγητής Σιρχάν Παλαιόπουλος κοιτάζει έξω από την πυκνή κουρτίνα της υδατόπτωσης. Είναι ένα απρογραμμάτιστο μετεωρολογικό φαινόμενο που ζήτησε το πρυτανικό συμβούλιο, ειδικά για να αποτρέψει τις διαδηλώσεις.
Βρισκόμαστε στο 2089. Η οικονομική κρίση του 2013 τελείωσε με την κατασκευή των πρώτων ιδιωτικών διαστημικών σταθμών στις αρχές της δεκαετίας του είκοσι, σε έναν από τους οποίους, με το όνομα Οξφόρδη 7, έχει την έδρα του το ομώνυμο διαπλανητικό πανεπιστήμιο. Ο Eλληνας καθηγητής Σιρχάν Παλαιόπουλος, με συμπληρωμένα τα 142 χρόνια, κατέχει την έδρα του Προπληροφοριακού Κινηματογράφου. Το φοιτητικό κίνημα αντιδρά σε μια σειρά μέτρων της πρυτανικής αρχής, όπως η αύξηση των διδάκτρων, η λογοκρισία, οι απαγορεύσεις και ο ολοένα εντεινόμενος έλεγχος. Οι αρχές απαντούν με επιδείνωση των καιρικών φαινομένων κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων και την επιβολή δυσβάσταχτων χρηματικών προστίμων, η καταστολή έχει αλλάξει πρόσωπο.
Μια ομάδα φοιτητών και καθηγητών, υπό την αρχηγεία του Παλαιόπουλου θα προσπαθήσει να έρθει σε επαφή με τη γενέτειρα Earth σε μια προσπάθεια να ανατρέψει την πρύτανη του πανεπιστημίου και να ανακόψει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Είναι συχνά απαραίτητο για τους καλλιτέχνες να μετατοπίσουν το χωροχρονικό πλαίσιο, ώστε να μπορέσουν με μεγαλύτερη άνεση να αναφερθούν στο εδώ και το τώρα. Είναι αυτή η απόσταση που επιτρέπει μια ματιά πιο λογοτεχνική, δίχως το βάρος του ρεαλισμού, και την παγίδα της ρευστής ακόμα πραγματικότητας, που δίχως να απολύει το απαραίτητο αίσθημα οικειότητας και συγγένειας των δύο κόσμων, απαλλάσσει την αφήγηση από το ρεπορταζιακό χαρακτήρα αντίστοιχων προσπαθειών, που διαδραματίζονται στο σήμερα. Και είναι αρκετά τα παραδείγματα, και στην εγχώρια λογοτεχνία, των συγγραφέων εκείνων που επιχειρούν αποτυχημένα και άνευρα να αποτυπώσουν το σήμερα της κρίσης, μπερδεμένοι ανάμεσα στον ρεαλισμό, την ιδεολογία και το προσωπικό. Ως προς αυτό, ο Τουσέτ -γνωστός και στο ελληνικό κοινό από το μυθιστόρημά του με τίτλο Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σ’ ένα κρουασάν- ενεργεί έξυπνα και μεταφέρει τον αναγνώστη στον ιδιωτικό διαστημικό σταθμό Οξφόρδη 7 κατά το έτος 2089, παρά το γεγονός πως εκείνο το οποίο επιθυμεί είναι να αναφερθεί στα όσα συμβαίνουν -πιο εντατικά και βίαια- τα τελευταία χρόνια.
Η νοσταλγία -και η απαραίτητη ωραιοποίηση- του παλιού κόσμου, του προπληροφοριακού όπως ονομάζεται πια η περίοδος εκείνη στο μυθιστόρημα του Καταλανού συγγραφέα, είναι ένα ακόμα στοιχείο, αναμενόμενο και σύνηθες, μια διαχωριστική γραμμή, που χωρίζει, συχνά εσφαλμένα, τους ανθρώπους σε προοδευτικούς και μη, με όρους απόλυτους, μετατοπίζοντας συχνά το βάρος της όποιας αντίθεσης σε κάποια αλλαγή.
Ο Τουσέτ, ύπουλα είναι η αλήθεια, πετάει το καρφί του στον αναγνώστη εκείνον, ο οποίος είναι διατεθειμένος να επιλέξει δίχως δεύτερη σκέψη την επιστροφή σε μια κατάσταση παρελθούσα, την οποία κατά τη διάρκειά της θα απαρνιόταν αβίαστα για μία προγενέστερη, σε έναν φαύλο κύκλο, που επιστρέφει με ακρίβεια στο σημείο μηδέν και την αρχή του κόσμου. Όμως αυτό είναι μια άλλη, μεγάλη συζήτηση.
Η συγγραφική κατασκευή του μέλλοντος κόσμου απαιτεί την επινόηση λέξεων και εννοιών, με τρόπο ευφυή, ώστε να είναι ταυτόχρονα κατανοητές και λειτουργικές. Ο Τουσέτ, με την αστείρευτη φαντασία και ροπή στο κωμικό -συχνά μαύρο και πικρό- τα καταφέρνει θαυμάσια. Ο αναγνώστης, δίχως προσπάθεια, μεταφέρεται στο μέλλον και παρακολουθεί την απόπειρα ανατροπής της δυστοπίας του ιδιωτικού διαστημικού σταθμού Οξφόρδη 7. Σε αυτό το σημείο έγκειται η μεγαλύτερη ίσως δυσκολία στη μετάφραση της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας, καθώς ο μεταφραστής πρέπει να σταθεί στο ύψος της γλωσσοπλαστίας του συγγραφέα. Ο Κρίτων Ηλιόπουλος πέρασε με άνεση τον σκόπελο αυτό.
Είναι αρκετοί εκείνοι οι οποίοι θεωρούν την επιστημονική φαντασία ένα λογοτεχνικό αποπαίδι, και μολονότι το γούστο και οι προτιμήσεις είναι καθαρά υποκειμενικές, εντούτοις, και μιλώντας με όρους τεχνικούς, άψυχους μα απαραίτητους, η γενίκευση αυτή είναι μάλλον βιαστική και τοποθετημένη σε λάθος βάση. Η επιστημονική φαντασία δεν περιορίζεται απλώς σε ρομπότ και εξωγήινους, τουλάχιστον η σημαντική και αξιόλογη, αλλά αποτελεί μια συνθήκη μέσω της οποίας ο συγγραφέας επιχειρεί να προσεγγίσει την πραγματικότητα, να ασκήσει κοινωνικοπολιτική κριτική, να κάνει ανθρωπολογικές παρατηρήσεις, να στήσει μια παραβολή, να φέρει το μέλλον λίγο πιο κοντά. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Eνας φίλος διαβάζει αυτή την περίοδο ξανά, μετά από χρόνια, το Solaris του Stanislaw Lem. Να ένα καλό παράδειγμα. Ας προσθέσουμε τους Douglas Adams, Ursula Le Guin, Γιεβγκένι Ζαμιάτιν, Ray Bradbury, Isaac Asimov και Philip Dick ανάμεσα σε άλλους. Ως αποπαίδι, λοιπόν, ακόμα και από τους θαυμαστές της, η λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας αντιμετωπίζεται ως ένα ευχάριστο και μη απαιτητικό ανάγνωσμα-διάλειμμα, ως μια διασκέδαση. Και η Οξφόρδη 7 θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με αυτόν τον τρόπο, καθώς ο Τουσέτ δεν κάνει το υπερβατικό εκείνο βήμα, που θα μεταμόρφωνε όλες αυτές τις υπέροχες και ευφυείς ιδέες σε ένα σύνολο αξιομνημόνευτο, απαλλαγμένο από συγγραφικές ευκολίες και την ουσιαστική απουσία υπόθεσης. Η πολυεπιπέδη σύνθεση των σπουδαίων μυθιστορημάτων του είδους εδώ δεν συναντάται, δυστυχώς, ενώ και το χιούμορ, βασικό χαρακτηριστικό των μυθιστορημάτων του Τουσέτ δεν ρέει αβίαστο.
Εν ολίγοις, το μυθιστόρημα Οξφόρδη 7, παρά τη δεδομένη ικανότητα του Τουσέτ στην αφήγηση και τη δημιουργία ενός μελλοντικού κόσμου, παρουσιάζει αρκετές αδυναμίες ως προς τη διαχείριση και την αξιοποίηση των ιδεών, πάσχει από τα ευρήματα εκείνα που θα το έκαναν πιο στέρεο και συμπαγές, εντείνοντας την αναγνωστική απόλαυση, η οποία εν τέλει στέκει κάπως αποσπασματική και μάλλον αδιάφορη.