Εποχή κορωνοϊού. Εποχή κρίσης και προβληματισμού. Εποχή ενδοσκόπησης. Εαυτέ μου, εγώ κι εσύ. Ενώπιος ενωπίω. Πώς να σου κρυφτώ εαυτέ μου;
Όλα μου τα προτερήματα τώρα,αλλά και όλα μου τα ελαττώματα, κυρίως απέναντί σου, φόρα παρτίδα!.. Για τα προτερήματά μου ήμουνα περήφανος και το ήξερες. Αλλά, τώρα, για τα ελαττώματά μου τι να σου πω; Έφτανε ένας, τόσο δα μικρός κι αόρατος, πλην όμως θανατηφόρος ιός – εχθρός να τα τινάξει όλα στον αέρα! Τώρα, μπροστά στην ματαιότητα και τον κίνδυνο της ανυπαρξίας, νιώθω μηδαμινός, εκτεθειμένος…
Το ένα και πελώριο “Εγώ” μου κατακρημνίσθηκε κι έγινε χίλια κομμάτια. Μ’ εκείνο κοιμόμουν και ξυπνούσα διαρκώς και το “εξέθρεφα” ασύστολα αλλά κι εκείνο μου αντιγύριζε την αρνητική εκείνη συνήθεια με την αχαλίνωτή μου υπερηφάνεια και το πείσμα και μου “φούσκωνε τα στήθη”.
Σε κάθε “μπράβο” και “εύγε” που εισέπραττα “ψήλωνα κι ένα μέτρο μπόι” και δωσ’ του να “μη χωράω στα ρούχα μου” και να “φτάνω μέχρι το ταβάνι” με τα “ξυλοπόδαρα” που μου είχαν δημιουργηθεί. Κι αν ήταν μόνο το Υπέρ – Εγώ μου, εαυτέ μου, θα ‘λεγα πως η κατάσταση τρωγόταν – δεν τρωγόταν… Κι όμως εκείνη η διακαής επιθυμία μου να δημιουργώ και να καταναλώνω ασταμάτητα υλικά αγαθά; Πού το βάζεις αυτό εαυτέ μου; Γιατί, άραγε να θέλω -να θέλω και τελειωμό να μην έχω;
Ξεκινούσα από την καθημερινή ανάγκη να θρέψω τα παιδιά μου με το φαγητό του Θεούλη που κι αυτό οι μεγάλοι και οι καλο-χορτάτοι της γης θέλουν διαρκώς να τους (να μας) το στερήσουν! Και μόλις το έκανα κατορθωτό να τα (και να με) ταΐσω, έλεγα Θεέ μου “μπέψε μου κάτι ακόμα”, για να τα ντύσω και να τα χαρτζιλικώνω και κάτι ακόμα για να τα σπουδάσω κι αυτό το “κάτι ακόμα” δεν είχε τελειωμό! Μήπως θα μου πεις εαυτές μου τελειώνουν ποτέ οι ανάγκες; Όχι, βέβαια δεν τελειώνουν ποτέ! Ναι, αλλά εγώ ήθελα και σου ζητούσα επιχειρήσεις και κόντρα επιχειρήσεις και δε συμμαζεύεται το πράμα. Βλέπεις εαυτές μου, οι γονείς μου με μεγάλωσαν με όλες τις ανέσεις και δεν μου στέρησαν το παραμικρό. Και, τώρα που ζορίζομαι οικονομικά, μου φταίνε όλοι και όλα.
Όλ’ αυτά όμως τα σκεφτόμουν τότε που η υγεία μου ήταν δεδομένη και σίγουρη. Τώρα όμως εαυτές μου βλέπω πως κανένα και τίποτα δεν είναι σίγουρο. Τώρα που εγώ όπως και τόσα εκατομμύρια άνθρωποι βρέθηκαν (και βρεθήκαμε) ένα χείλος πριν από την καταστροφή και τον όλεθρο, εαυτέ μου, αναθεωρώ άρδην τις σκέψεις μου, τις συνήθειες και τις πεποιθήσεις μου. Τώρα πια δεν σκέφτομαι τι και ποιό ήταν αυτό που μου έλειπε και θα ‘θελα να έχω. Τώρα πια, σκέφτομαι ότι είχα κι εξακολουθώ να έχω, κάτι τόσο πελώρια πολύτιμο που τόσο αμαρτωλά απέναντί σου δεν είχα αξιολογήσει τις μέρες της φρενήρης και ασυγκράτητης υπερ-επιθυμίας μου για υλικά αγαθά: Την υγεία μου. Μιαν υγεία που δίχως εκείνη δεν θα είμαι σε θέση να εκτιμήσω και να γευθώ οποιαδήποτε αγαθά. Ηθικά ή υλικά.
Και συμπερασματικά, να ξεστομίσω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Δημιουργό και Πατέρα όλων των πλασμάτων της γης. Τον ένα και μοναδικό Θεό μου και Θεό μας. Τώρα πλέον πιστεύω ότι πήρα το μάθημά μου, όχι μόνον εγώ αλλά ευελπιστώ κι εκατομμύρια συνάνθρωποί μου.
Κατόπιν όλων αυτών λοιπόν, εαυτέ μου, τολμώ να σε ξανακοιτάξω στα μάτια και να σε ρωτήσω: Τι λες βγήκα σοφότερος απ’ αυτή την κρίση; Δεν είναι γεγονός πως όποιος θέλει τα πολλά χάνει και τα λίγα; Δεν είναι γεγονός πως η βάσις κάθε ανθρώπινου οικοδομήματος είναι η υγεία του, αυτή καθ’ εαυτή; Δεν είναι γεγονός πως όσα υλικά αγαθά κι αν διαθέτει κάποιος, αν δεν διαθέτει την υγεία του (που τόσο πολύ διακυβεύεται στις μέρες μας) είναι ένα στρογγυλό μηδενικό;
Υ.Γ.: Το “ουδέν κακόν αμιγές καλού”, βρίσκει στις μέρες μας την πιστότερη εφαρμογή του!
Καλή δύναμη και καλό κουράγιο φίλοι μου.
Χριστός Ανέστη!