Στο αφιέρωμα για τους κορυφαίους σκόρερ των χανιώτικων ομάδων στη Β’ Εθνική τον περασμένο Απρίλιο ο λιγότερο γνωστός ήταν ο Παντελής Τζανουδάκης. Που φόρεσε στα μέσα της δεκαετίας για 2 χρόνια την φανέλα του ΑΟΧ όμως στη συνέχεια οι σπουδές του -είναι μαθηματικός- δεν του επέτρεψαν να μακροημερεύσει στις εθνικές κατηγορίες. Πρόλαβε όμως να λύσει την… εξίσωση των γκολ καθώς σε αυτά τα δύο χρόνια πέτυχε 25 τέρματα που τον έβαλαν στο πάνθεον των κορυφαίων σκόρερ της ομάδας.
Μάλιστα έγραψε και ιστορία στο τελευταίο του παιχνίδι απέναντι στην Αναγέννηση Αρτας όπως θα δείτε. Με βασικό όπλο την ταχύτητα του παρότι δεν αγωνιζόταν ως σέντερ φορ αλλά ως εξτρέμ.
Χαμηλών τόνων αφού επί 3-4 μήνες προσπαθούσαμε να κλείσουμε αυτή τη συνέντευξη που έγινε τελικά εφικτή λόγω της καθόδου του στα Χανιά όπως συνηθίζει κάθε καλοκαίρι καθώς από τα μέρη μας είναι η καταγωγή του.
Παντελή ήρθες στον ΑΟΧ σε μία σεζόν που πραγματοποίησε μία από τις καλύτερες εκκινήσεις στο πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής, έκλεισε το 1973 στην κορυφή όμως ήρθε ένα παιχνίδι στο Μενίδι και ένας μηδενισμός που εκτροχίασε την πορεία.
Οντως, εκείνη τη χρονιά ο ΑΟΧ έχει μία εντυπωσιακή δυναμική, είχαμε μονάχα νίκες για 7-8 αγωνιστικές και έτσι είχαμε βρεθεί στην κορυφή…
Την 13η αγωνιστική όμως διεκόπη εις βάρος μας το παιχνίδι στο Μενίδι με τον Αχαρναϊκό και έτσι πλέον ακολουθήσαμε μία συμβατική πορεία, ήταν μία τυπική παρουσία της ομάδας χωρίς να διεκδικεί κάτι.
Ενώ μέχρι τότε ήμασταν πρώτοι απέναντι σε δυνατές ομάδες όπως η Καλαμάτα, ο Ατρόμητος.
Θυμάμαι δε ότι από αντίδραση για τον μηδενισμό στο επόμενο εντός έδρας παιχνίδι με τον Φοίβο Κρεμαστής, ο κόσμος έμεινε έξω από το γήπεδο. Και ήταν χιλιάδες…
Υπήρχαν πολλές αντιδράσεις γενικά. Στην πορεία επιστράφηκαν βέβαια οι – 3 βαθμοί αλλά ήταν δώρον άδωρον καθώς είχαμε χάσει πολύ έδαφος.
Να προσθέσω ότι έπαιζες όχι ως σέντερ φορ αλλά ως έξω δεξιά και έξω αριστερά και ότι τον πρώτο χρόνο σημείωσες μία δεκαριά τέρματα παρότι το βαρύ πυροβολικό ήταν ο Τρουμπούκης. Επέλεξες όμως να συνεχίσεις, έτσι;
Ναι παρέμεινα και τον επόμενο χρόνο όταν έρχονται πάλι από το Αιγάλεω οι Γκούμας, Τσάκαλος και Παϊσανίδης. Ενισχυθήκαμε επίσης με ένα πολύ καλό τερματοφύλακα, τον Πέτρο Πανόπουλο και παρότι ο Τρουμπούκης έφυγε στο… Αιγάλεω η πορεία ήταν και πάλι πολύ καλή…
Δυστυχώς για τελευταία φορά στη Β’ Εθνική στον προηγούμενο αιώνα… Πλέον παίρνεις τη σκυτάλη του… πρώτου σκόρερ σημειώνοντας 14 τέρματα παρότι συνέχισες να αγωνίζεται στα εξτρέμ και κάποιες φορές στα χαφ.
Ηταν η ταχύτητα που μου έδινε πλεονέκτημα, είχα και την αίσθηση του γκολ. Για αυτό και πέτυχα μέχρι και 5 γκολ με την Αναγέννηση Αρτας. Σε αυτή την δεύτερη σεζόν προχωρήσαμε αρκετά και στο κύπελλο και μάλιστα αντιμετωπίσαμε τον ΠΑΟΚ στα Χανιά από τον οποίο χάσαμε δύσκολα 0-1 με γκολ του Αποστολίδη προς το τέλος.
ΜΕ ΕΔΙΩΞΑΝ ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΟΥΝ ΧΡΗΜΑΤΑ
Εφυγες επειδή οι παράγοντες του ΑΟΧ δεν τήρησαν κάποια υπόσχεση;
Οταν είχα πρωτοέρθει δεν ζήτησα χρήματα άμεσα, με ενδιέφερε κυρίως να παίξω. Ετσι οι άνθρωποι της ομάδας μου έδωσαν μία εγγυητική επιταγή για να πάρω χρήματα αν έμενα και δεύτερη χρονιά. Οταν τελείωσε η πρώτη σεζόν οι παράγοντες μου είπαν ότι δεν είχαν χρήματα και θα μου τα έδιναν με το που θα συμπλήρωνα και τη δεύτερη χρονιά. Το επόμενο καλοκαίρι για να γλυτώσουν το ποσό έφυγα χωρίς να πάρω χρήματα. Τι να πω για την φιλοσοφία των ανθρώπων της ομάδας. Δεν διώχνεις έτσι εύκολα τον πρώτο σκόρερ σου…
Να ανοίξουμε παρένθεση και να πούμε ότι στη θέση σου αποκτήθηκε ο έμπειρος Μανώλης Φοράκης που είχε ήδη γράψει σημαντική ιστορία στα γήπεδα. Βοήθησε σημαντικά όμως η φιλοσοφία των παραγόντων και οι συνεχείς διοικητικές αλλαγές -σχεδόν κάθε χρόνο και άλλος πρόεδρος- οδήγησαν τον ΑΟΧ μέσα στην επόμενη 5ετία στην ανυποληψία στα τέλη της δεκαετίας και από πρωταγωνιστή τον έστειλαν στο Ερασιτεχνικό. Επαιξες αντίπαλος με τον ΑΟΧ στη Β’ Εθνική;
Δεν έπαιξα αντίπαλος με τον ΑΟΧ παρότι ο Ορφέας βρέθηκε και στο κύπελλο Ελλάδας την σεζόν 1975-76 αντιμέτωπος του. Και συναισθηματικοί λόγοι δεν μου επέτρεψαν να αγωνιστώ αλλά και οι αυξημένες υποχρεώσεις μου. Ουσιαστικά λόγω επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων σταμάτησα είχα αποκτήσει και την πρώτη από τις δύο κόρες μου…
Τι άλλο θυμάσαι από τον ΑΟΧ;
Οταν ήρθαμε ο Χρυσαφίδης στην άμυνα, ο Τσαρμπός στο κέντρο και εγώ στην επίθεση βρήκαμε ορισμένους πολύ αξιόλογους παίκτες και έτσι παρουσιάσαμε ένα σύνολο που όχι μόνο έπαιρνε αποτελέσματα -που ο κόσμος ήθελε βέβαια τη νίκη- αλλά έβγαζε και ποιοτικό ποδόσφαιρο. Αυτό οι φίλαθλοι το χαιρότανε, δεν έβλεπαν μόνο τα γκολ και τη νίκη αλλά και μπάλα. Χαιρότανε να κατεβαίνει η μπάλα κάτω και να παίζουμε σωστά. Ενδεικτικά θυμάμαι ότι από την άμυνα ο Αναγνωστάκης και ο Κοκκινιάς κατεβάζανε τη μπάλα κάτω, στο κέντρο ο Δαμανάκης και ο Αντώνης Τσαγκαράκης και μπροστά ο Τρουμπούκης που ήταν σκόρερ αλλά και κοντρολαρισμένος παίκτης όπως και ο Δαπόντας -και ας ήταν στα τελειώματα της καριέρας του όπως άλλωστε και ο Κοκκινιάς. Μπορεί να αδικώ κάποιους αλλά θέλω να πω ότι υπήρχε η “μαγιά” από τα Χανιά και τον πρώτο χρόνο εμείς οι 3 κάναμε ένα πολύ δυνατό σύνολο.
Σε κάθε αγώνα δηλαδή είχαμε 6 με 7 παίκτες που κατεβάζανε τη μπάλα κάτω κάτι πολύ σημαντικό εκείνη την εποχή. Διότι ειδικά στη Β’ Εθνική πολλές ομάδες στηριζόταν στην έδρα και την δύναμη και έπαιζαν ένα ποδόσφαιρο “μπαμ-μπουμ” αναζητώντας ένα γκολ που συχνά ήταν αρκετό για να πάρουν τη νίκη.
ΔΕΝ ΕΙΧΑΜΕ ΠΑΓΚΟ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΤΕΞΟΥΜΕ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΙΣΜΟ
Για αυτό και το πολύ καλό ξεκίνημα λοιπόν. Θα μπορούσε η ομάδα αυτή να πάρει τον τίτλο;
Η πορεία της πρώτης χρονιάς ήταν ένας ενθουσιασμός με τον κόσμο να μπαίνει και να ζητωκραυγάζει διότι είμαστε πρώτοι για μεγάλο διάστημα. Οταν είσαι πρώτος σε ένα πρωτάθλημα Β’ Εθνικής ονειρεύεσαι ότι μπορείς να κάνεις την υπέρβαση. Το μειονέκτημα όμως δεν είχαμε πολλούς παίκτες στον πάγκο για να μπορέσουμε να αντέξουμε ένα βαρύ πρωτάθλημα Β’ Εθνικής με σχεδόν 40 αγώνες τότε και να διεκδικήσεις μέχρι το τέλος τον τίτλο.
Θεωρείς ότι ακόμα δηλαδή και αν είχαμε τον μηδενισμό στο Μενίδι, δύσκολα θα μπορούσε να αντέξει ο ΑΟΧ;
Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι δεν θα άντεχε η ομάδα την πίεση ακόμα και αν δεν είχαμε τον μηδενισμό, διότι δεν υπήρχε ικανός αριθμός ποδοσφαιριστών για να αντέξουμε τυχόν τραυματισμούς και αποβολές στην διάρκεια του πρωταθλήματος. Επρεπε να έχουμε 20-24 παίκτες και υπήρχαν ομάδες με πολύ πιο πλούσιο πάγκο και μεγαλύτερο μπάτζετ. Οταν έχεις υψηλούς στόχους ο πάγκος είναι το πλέον βασικό πράγμα.
Από τους παλιούς συμπαίκτες σου έχεις κρατήσει επαφές, βλέπεις κάποιους;
Με πολλούς παίκτες έχω κρατήσει. Με τον Σταύρο Χρυσαφίδη και τον Δημήτρη Τσάκαλο βρισκόμαστε Αθήνα, τον Νίκο Τσαρμπό, τον Μανώλη Κουρκουνάκη, τον Γιάννη Κοκκινιά -που βρεθήκαμε και πριν λίγο- και τον Νίκο Αναγνωστάκη τους βλέπω όταν έρχομαι Χανιά κάθε καλοκαίρι. Λιγότερο συχνά έχω συναντήσει τον Γιάννη Δαμανάκη, τον Μιχάλη Παπαγεωργίου και κατά καιρούς έβλεπα τον μακαρίτη τον Δαπόντα ενώ περιστασιακά δηλαδή τυχαία έχω δει και τον Αντώνη Τσαγκαράκη. Επίσης τον Βαγγέλη Πρόκο που μάλιστα όταν κάποιο διάστημα προπονούσε την ομάδα των Χανίων τον είχα δει στο Μάλεμε δίπλα στο χωριό μου.
Παρακολουθείς σήμερα το χανιώτικο ποδόσφαιρο και τους εκπροσώπους του στις εθνικές κατηγορίες;
Πάντα ενδιαφέρομαι για τις χανιώτικες ομάδες, είτε όταν έρχονται να παίξουν στην Αθήνα είτε τις παρακολουθώ από τις αθλητικές τηλεοπτικές εκπομπές. Χαίρομαι που μέσα από το χανιώτικο ποδόσφαιρο ο Πλατανιάς ήταν για ένα μεγάλο διάστημα στην Α’ Εθνική και μάλιστα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο παίζοντας ωραίο ποδόσφαιρο. Ηταν σημαντικό για τους Χανιώτες να έχουν ομάδα Α’ Εθνικής η οποία να παίζει και καλή μπάλα.
Να σημειώσουμε ότι την διετία που έπαιξες Χανιά, ο Πλατανιάς είχε ουσιαστικά αναστείλει τη δραστηριότητα του και δεν μετείχε ούτε καν στα τοπικά πρωταθλήματα…
Πράγματι είχε ατονίσει αφού ήταν μία μικρή ομάδα. Που όμως κατάφερε να ορθοποδήσει και να διακριθεί στην Α’ Εθνική. Αυτό ήταν το σημαντικό.
Θα ήθελες να προσθέσεις κάτι άλλο;
Χαίρομαι που συνάντησα τον Κοκκινιά και μακάρι να βρεθώ και με άλλους παλιούς συμπαίκτες μου. Πριν πολλά χρόνια, περίπου 30 μας είχαν καλέσει για να παίξουμε ένα τιμητικό αγώνα στα Χανιά για να ενισχύσουμε ένα άτομο που είχε προβλήματα υγείας. Είχα έρθει μαζί με τον Χρυσαφίδη και το βράδυ είχε γίνει συνεστίαση που βρεθήκαμε όλοι οι παλιοί ποδοσφαιριστές.
Ο Παντελής Τζανουδάκης γεννήθηκε στις 11-1-1951 στο Κοντομαρί αλλά σε ηλικία 9 ετών μετακόμισε οικογενειακώς στην Αθήνα.
Στους μικρούς του Αιγάλεω αγωνίσθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και για περίπου μία εξαετία. Οπως λέει: “Το Αιγάλεω τότε είχε μία πολύ δυνατή ομάδα στην Α’ Εθνική και αν δεν ήσουν επαγγελματίας δεν μπορούσες να συμμετέχεις στην 16άδα. Σε ηλικία 22 ετών λοιπόν πήρα την απόφαση να έρθω στα Χανιά που είχαν τότε πρόεδρο το Στέφανο Λεκανίδη και προπονητή τον Παντελή Τσάπο που είχε σχέση με το Αιγάλεω. Λίγες μέρες πριν Χρυσαφίδης και Τσαρμπός έχουν συμφωνήσει να έρθουν με μεταγραφή στον ΑΟΧ ενώ εγώ ήρθα ως ελεύθερος.
Επαιξε ρόλο και η καταγωγή μου από το Κοντομαρί, στην ουσία Πύργο Ψηλονέρου. Αλλωστε εκεί έχω σπίτι και κάθε Αύγουστο κάνω διακοπές εδώ”
Μετά από δύο πολύ καλές χρονιές στον ΑΟΧ επέλεξε να συνεχίσει στον νεοφώτιστο στην Β’ Εθνική Ορφέα Αιγάλεω. Αν και σε πολύ καλή ηλικία για ποδόσφαιρο (24 ετών) ουσιαστικά λόγω στρατιωτικών, επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων σταμάτησε να αγωνίζεται σε εθνικό επίπεδο και συνέχισε σε ερασιτεχνικές ομάδες. Ενώ είναι και μαθηματικός στην Β’ βάθμια εκπαίδευση διδάσκοντας σήμερα στο 5ο Γυμνάσιο Κορυδαλλού.
“Μετά που έφυγα από τα Χανιά υπηρέτησα την στρατιωτική μου θητεία και σπούδασα μαθηματικός. Είχα αποκτήσει και την 1η από τις δύο κόρες μου έτσι δεν μπόρεσα να αγωνίζομαι σε επίπεδο εθνικών κατηγοριών αλλά συνέχισα σε ερασιτεχνικά σωματεία. Εβγαλα σχολή προπονητών και δούλεψα σε διάφορες ομάδες της Αθήνας και του Πειραιά αλλά μετά από κάποια χρόνια σταμάτησα”.
Το πιο… γρήγορο πεντάσφαιρο!
Αν και αγωνίσθηκε μόλις μία διετία με τον ΑΟΧ ο Π. Τζανουδάκης πέτυχε στο τελευταίο παιχνίδι του με τη μπλε φανέλα ένα αξιομνημόνευτο ρεκόρ που δύσκολα θα το βρείτε στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.
Στο φινάλε του πρωταθλήματος της Β’ Εθνικής (38η αγωνιστική) το 1974-75 ο χανιώτικος όμιλος υποδέχθηκε λόγω τιμωρίας στο Ρέθυμνο στις 22 Ιουνίου την Αναγέννηση Αρτας. Στο 38′ ο Αντ. Τσαγκαράκης άνοιξε το σκορ και μέχρι το 60′ δεν είχε σημειωθεί κάποιο άλλο τέρμα. Στο λεπτό εκείνο ο Τζανουδάκης διπλασίασε τα τέρματα των τυπικά γηπεδούχων και μέχρι το 77′ βρήκε άλλες 4 φορές δίχτυα (63′, 70′, 73′, 77′). Δηλαδή μέσα σε διάστημα μόλις 17 λεπτών σημείωσε 5 γκολ με το τελικό σκορ να διαμορφώνεται σε 7-0 αφού πρόλαβε να σκοράρει και ο Δαμανάκης στο 66′.
Ηταν μόλις η 2η φορά που παίκτης του ΑΟΧ πετύχαινε “πενταρέ” μετά τον Τρουμπούκη στις 21-3-1971 στο 6-0 επί του Εργοτέλη. Μόνο που ο τελευταίος χρειάστηκε 65 λεπτά για να τα πετύχει (το 1ο στο 18′ και το 5ο στο 83′). Για την ιστορία πρώτη σπουδαία επίδοση στη Β’ Εθνική ήταν το καρέ των γκολ του Δαπόντα με τον Πανναυπλιακό (4-1) την περίοδο 1969-70 ενώ 4 γκολ σημείωσε αρκετά χρόνια μετά και ο Μαλαμαδάκης στο 6-1 επί της Αχαϊκής το 1982-83. Μιλάμε πάντα για Β’ Εθνική. Διότι ο Μαλαμαδάκης πέτυχε δύο “πενταρέ” αλλά στη Δ’ Εθνική απέναντι στη Ζέα το 1988-89 και τον ΕΓΟΗ δύο χρόνια αργότερα. Αμφότερα τα ματς αυτά έληξαν 6-0.