Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024

Παγαίνοντας με το Δημητρό στη Βρουλίδα

Αρφανεμένο, καταπιεσμένο κοπελουδάκι όντες ήμουνα, με του πένθους τα μαύρα ρουχαλάκια να με τυλίγουνε, με μόνο προστάτη τη μάνα μου, του Κονταξή του άρχοντα την πέμπτη και τελευταία θυγατέρα, χρόνια πεθαμένος κι αυτός, παρακάλεσα τον υποταχτικό τση μάνας μου στο μετόχι, να με πάει στη ρεματιά με τα τρεχούμενα νερά και τα βατράχια. Κουρασμένος ο Δημητρός ήντονε μα από λύπηση το αποφάσισε.
Άδραξε το χέρι μου, το κράτησε απαλά και πήραμε το στενό γιδοστράτι, όλο πέτρες, αγκάθια και νεροφαγιές γεμάτο, χωρίς να μιλεί ο ένας στον άλλο. Φτάξαμε στο γρανιτένιο βράχο, που ‘τανε μεγάλος και τετράγωνος σαν Άγια Τράπεζα με μια γούβα ίσαμε μικρό κοφίνι στην απάνω μεριά του, γιομάτη παγωμένο νερό που ξεχειλούσε από δυο σχισμάδες κι έγλυφε τα πλευρά του.
―Ο γέρο Δράκος, του καπετάν Νικήτα του αντάρτη ο κύρης, δέκα χρόνια πεθαμένος τώρα, που σήκωνε πέντε τσουβάλια αλεύρι και τα πάγαινε στο μύλο, που έτρωγε κι έπινε ως τα εκατό του και χόρευε, αυτός την είχε σμιλέψει με κοπίδι και σφυρί κάτω απ’ το τρεχούμενο νερό. Να πίνουν άνθρωποι και ζωντανά, να ξεδιψάνε, να τον θυμούνται, έλεγε, να δροσερεύουν και τα δικά του τα κόκαλα. Πεθυμιά του ήτανε να τον θάψουν εδώ δίπλα, στη βαλανιδιά από κάτω. Ο Δεσπότης όμως, άγιος άθρωπος, φοβήθηκε μη βγαίνει τη νύχτα και κυνηγάει τους ζωντανούς, το απαγόρεψε, τον βάλανε στη νεκροπολιτεία του χωριού.
Με το που ξεστόμισε τις τελευταίες ετούτες λέξεις, κεραυνός λες και τον χτύπησε, σταμάτησε απότομα και τον είδα να μουδιάζει σα να ζήταγε προστασία και να μεγαλώνουν τα στρογγυλά του μάτια από θαυμασμό και δέος. Απόμεινε έτσι σαν το κυνηγημένο αγρίμι που βλέπει τον κυνηγό, κοίταξε ολόγυρα, ξανάνοιξε το στόμα του.
―Κι άφηκε διαταγή, του γέρο Δήμου του Κονταξή τη στερνοθυγατέρα που την καμάρωνε για την τόλμη και τη σβελτάδα της, κι ας ήτανε άμεστη κοπελιά, να τη θάψουνε παραδίπλα του. «Να τη νιώθω μωρέ, μπας και αναστηθώ μιαν ημέρα των ημερώ να την κάνω νυφάδα μου», έλεγε, και σφούγγιζε το κατωσάγονο του.
Μιλούσε ο Δημητρός και τον έβλεπα, μια να αψηλώνει, να αντριεύει, και μια να ζαρώνει, να θέλει να κρυφτεί.  Τραντάχτηκα τότεσου κι εγώ, είπα δυο λέξεις με τρόμο, που ευτύς το είχα μετανιώσει.
―Ποια είπες;
Είδα το καρύδι στο λαιμό του να χορεύει απάνω κάτω, δεν αποκρίθηκε. Έκαμε να σηκωθεί, αλλαξογνώμησε, με αγκάλιασε.
Δάκρια τότες ένιωσα να πετιούνται απ’ τα μάτια μου, κατάπια, το τόλμησα ανάμεσα σε αναφιλητά.
―Κονταξής ήταν ο παππούς μου…
Ζαρωματιές κι άλλες χαρακώσανε του Δημητρού το κούτελο, είδα να δαγκώνει το κιτρινισμένο μουστάκι του κι άκουσα καθαρά.
―Ναι βρε μικρομέγαλο. Γι αυτήν που έχεις στο μυαλουδάκι σου έλεγε, αλλά μετά από ‘κατό χρόνια. Μα, άντε, πάμε τώρα.
Με έπιασε πάλι απ’ το χέρι, με έσυρε, μα είχα κολλήσει στο χώμα, να γενώ ένα μαζί του ήθελα, κι είπα φωναχτά, τσιριχτά:
―Η μανούλα μου, δεν θα πεθάνει ποτέ! Το ξέρω. Η ίδια μου το είπε.
―Έτσι είναι. κι άσε το γέρο Δράκο να λέει ό,τι θέλει. Έ;
Σκούπισα τα μάτια μου, και πια, δε μεταμίλησα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα