Η 3η ∆εκεµβρίου έχει καθιερωθεί ως παγκόσµια ηµέρα ατόµων µε αναπηρία. Η προαναφερθείσα διεθνής ηµέρα υφίστατο για να ενηµερώσει τους αρτιµελείς πολίτες των κρατών της υφηλίου, ό,τι ανάµεσα τους βρίσκονται και κάποιοι εξίσου όµοιοι, άλλα διαφορετικοί από εκείνους πολίτες, οι οποίοι διαβιώνουν έχοντας κάποιου είδους αναπηρία.
Για αυτόν τον λόγο τη συγκεκριµένη ηµεροµηνία ίσως όλα ή έστω η πλειοψηφία των υφιστάµενων κυρίαρχων κρατών πραγµατοποιούν ενηµερωτικές εκδηλώσεις, στις οποίες εξαγγέλλουν προγράµµατα ενσωµάτωσης εντός του κοινωνικού ιστού και διευκόλυνσης των συνθήκων διαβίωσης των συνανθρώπων µας µε κάποια αναπηρία. Η εκτιθέµενη αµέσως παραπάνω λέξη διακρίνεται νοηµατικά πρώτον σε σωµατική και δεύτερον σε πνευµατική αναπηρία. Παράλληλα η θεσµοθέτηση της συγκεκριµένης παγκόσµιας ηµέρας επιδιώκει την ευαισθητοποίηση των αρτιµελών ανθρώπων απέναντι στις δυσκολίες, τις οποίες οι συνάνθρωποι µας µε κάποια αναπηρία αντιµετωπίζουν κατά την διάρκεια της δικής τους καθηµερινής ζωής. Κατά συνέπεια των ανώτερο οι κοινωνίες µε την πάροδο των αιώνων µετεξελίσσονται από συντηρητικές κοινωνίες πρώτον σε ανεκτικές και δεύτερον σε πολυποίκιλες κοινωνίες, στις οποίες τα άτοµα µε αναπηρία ισχυροποιούν την θέση τους διεκδικώντας από την εκάστοτε πολιτεία να προσφέρει σε εκείνους ίσες ευκαιρίες και ίσα δικαιώµατα µε τους υπολοίπους µόνιµους κάτοικους του αντίστοιχου κράτους. Αιτία αυτού είναι να παρέχουν τις απαραίτητες και αναγκαίες εγγυήσεις στους ανθρώπους µε αναπηρία, ώστε να συµµετέχουν ως ισότιµα µέλει οποιασδήποτε σύγχρονης κοινωνίας στην οικονοµική, κοινωνική και πολιτική ζωή εκάστοτε χώρας. Πέραν τούτου ο στόχος κάθε πολιτείας συνιστά να διαµορφώσουν ενηµερωµένες και ευαισθητοποιηµένες κοινωνίες, στις οποίες θα κυριαρχεί αµφίδροµα ο σεβασµός και η αρµονική συµβίωση µεταξύ των ανθρώπων δίχως κάποια σωµατική ή πνευµατική διαφορετικότητα και εκείνων µε κάποιου είδους αναπηρία.
Η συνηθισµένη πρακτική ένταξης των ατόµων µε αναπηρία στην κοινωνία λαµβάνει χώρα, από την µια πλευρά µε νοµοθετικές πράξεις των νοµοθετικών οργάνων. Τα εν λόγω νοµοθετήµατα καθιερώνουν θετικά µέτρα, τα οποία στοχεύουν τόσο στην αυτόνοµη και ανεξάρτητη διαβίωση των ανθρώπων µε κάποιου είδους αναπηρία, όσο ακόµη και στην ποιοτική αναβάθµιση της προσωπικής τους ζωής, ώστε να ταυτίζεται µε των υπολοίπων κοινωνικών οµάδων, οι οποίες συνθέτουν µια κοινωνία. Και από την άλλη πλευρά µε διοικητικές πράξεις και υλικές ενέργειες της εκτελεστικής εξουσίας, οι οποίες αποβλέπουν στην εξασφάλιση της νοµικής ισότητας, το οποίο σηµαίνει πως το κράτος όχι µόνο λαµβάνει όλα τα απαραίτητα, αναγκαία και κατάλληλα κανονιστικά µέτρα, τα οποία προσφέρουν την αµερόληπτη συµπεριφορά των πολιτειακών οργάνων και των πολίτων αυτού απέναντι στην κοινωνική οµάδα των συνανθρώπων µας µε κάποιου είδους σωµατική ή πνευµατική διαφορετικότητα. Άλλα επιπλέον η εκάστοτε πολιτεία παρέχει εκείνα τα µέσα και της υποδοµές, για να υφίσταται η ισότητα ως απτή πραγµατικότητα η οποία αποσκοπεί στην σταδιακή εξάλειψη των ανισοτήτων µεταξύ των αρτιµελών συνάνθρωπων µας και εκείνων µε κάποια αναπηρία. Ως εκ τούτου ο απώτερος σκοπός της νοµοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας (πολιτική εξουσία) οποιουδήποτε σύγχρονου κράτους πρέπει µακροπρόθεσµα να αποβλέπει, αφενός µεν στην διασφάλιση της νοµικής ισότητας και αφετέρου δε στην πλήρη και πραγµατική ισότιµη σχέση αναπήρων και άνευ αναπηρίας συνάνθρωπων µας, το οποίο πρόκειται να οδηγήσει και να καθιερώσει την πραγµατική ισότητα. Ως πραγµατική ισότητα µπορεί να χαρακτηριστεί ο συνδυασµός της νοµικής ισότητας µε την πεποίθηση της ισότητας ως θεµελιώδη δικαίωµα και αρχή της ζωής κάθε ανθρώπου. Με άλλα λόγια καθένας άνθρωπος αφού γεννιέται ζωντανός πάνω στην γη, όχι µόνον είναι, άλλα επιπλέον πρέπει και να υπολογίζεται και από την εκάστοτε πολιτεία, άλλα και από τους πολίτες εκείνης ως ίσος µε τα υπόλοιπα µέλει της ανθρωπότητας. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα να διαπλάθεται µια απολύτως αρµονική και εκατέρωθεν αποδέκτη κοινωνική συµπεριφορά, µεταξύ όσων ανήκουν στην κοινωνική οµάδα των ατόµων µε αναπηρία και όσων δύναται να χαρακτηριστούν ως άνευ αναπηρίας πολίτες ενός κράτους.
Κατά την γνώµη µου πιστεύω ότι η κοινωνία ευαισθητοποιείται περισσότερο χρόνο µε τον χρόνο και από γενιά σε γενιά, το οποίο σηµαίνει πως ο στόχος της αρµονικής συµβίωσης χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα επιτυγχάνεται αργά και σταθερά. Βέβαια χρειάζεται ακόµη αρκετά έτη ίσως και αιώνων σκληρή δουλειά, για να επέλθει το επιθυµητό αποτέλεσµα της τέλειας κοινωνίας, στην οποία η πραγµατική ισότητα θα συνιστά την κανονικότητα και η κανόνες δίκαιου θετικών µέτρων υπέρ των αναπήρων την εξαίρεση.
Καταληκτικά νοµίζω πως η σύγχρονη ανθρωπότητα πρέπει να οραµατίζεται µια παγκόσµια κοινωνία, στην οποία όλοι θα καθίστανται πλήρως κοινωνοί κάθε έκφανσης των δικαιωµάτων της ισότητας και της ελευθερίας. Τούτο σηµαίνει πως πρώτον εφόσον διαπιστωθεί ότι οι συνάνθρωποί µας µε αναπηρία δεν απολάβουν την παρεχόµενη εκ των δικαιωµάτων του ανθρώπου ισότιµη µεταχείριση, τότε το κράτος οφείλει να πράξει τα δέοντα, µε σκοπό την εξάλειψη των δυσµενών διακρίσεων, οι οποίες συνιστούν κάποια έκφανση ανισότητας. Έκτος από όσα εκτέθηκαν παραπάνω για να µετάβει η παγκόσµια κοινωνία από την φαινοµενική ισότητα στην πραγµατική ισότητα είναι αναγκαίο, αφενός τα ίδια τα άτοµα µε αναπηρία να κάνουν δικό τους κτήµα την έννοια της ισότητας, το οποίο υποδηλώνει ό,τι όλοι όσοι διαθέτουν κάποια σωµατική ή πνευµατική αναπηρία ενέχουν την πεποίθηση της ισότητας και της ελευθερίας εντός αυτών. Πέραν όµως τούτου οι άνθρωποι χωρίς αναπηρία είναι αναγκαίο να θεωρούν εξίσου ίσα και όµοια µε εκείνους όσα µέλει της κοινωνίας αντιµετωπίζουν κάποια αναπηρία. Συνεπώς, µια διεθνής ηµέρα δεν έχει τη δυνατότητα να µεταβάλλει την νοοτροπία του κόσµου. Ωστόσο µπορεί να ενηµερώσει την ανθρωπότητα, ώστε να θέση την θεµέλιο λίθο, για να αλλάξει κάποια στιγµή η υφήλιος. Αυτό θα λάβει χώρα µόνον όταν η νοµική ισότητα µετουσιωθεί σε ενσυνείδητη ισότητα για κάθε συνάνθρωπο µας πάνω στην γη.
*Ο Μανώλης Τσιτσιριδάκης είναι υποψήφιος διδάκτωρ Συνταγµατικού
∆ίκαιου στη Νοµική Αθηνών