Δημοσιεύουμε σήμερα τα ποιήματα συνεργατών και όχι μόνο που λάβαμε για την παγκόσμια ημέρα ποίησης, που η αρχική έμπνευσή της ανήκει στον Ελληνα ποιητή Μιχαήλ Μήτρα, ο οποίος το φθινόπωρο του 1997 πρότεινε στην Εταιρεία Συγγραφέων να υιοθετηθεί ο εορτασμός της ποίησης στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες.
Περασμένα
Αγροίκησα μια πρωινή παλιά και περασμένα
είδα το νου μου να περνά σε μύρια κατατόπια
τη σκέψι μου να οδηγεί σε χαραγμένες μνήμες
στα ιδανικά που γράφτηκαν στου τόμου τις σελίδες.
Της νιότης φλόγα πούλαμψε στην απεραντοσύνη
κι έδωσε στα γυρίσματα το μήνυμα του χρόνου
τροφή στη γεύση του θνητού στης θύμησης το μάκρος
ζάλα στη στράτα της ζωής την ομορφιά θωρούνε.
Κι όταν το βάθος της ψυχής ανοίξει ένα συρτάρι
νοσταλγικό το βούισμα στη μηχανή του τρένου
βροντόφωνο σ’ ανηφοριές υψώνεται στα πλάτια
εκεί που οι ρίζες κατοικούν δίπλα στις αναμνήσεις.
Μανόλης Τσιστράκης
Ποιος είμαι…
Είμαι ο εκ γενετής τυφλός που του ουρανού το χρώμα
και της μητέρας τη μορφή δεν έχω δει ακόμα.
Είμαι ο φαντάρος (ήρωας) με τα κομμένα πόδια
που στα όνειρά μου κουβαλώ πολεμικά εφόδια…
Είμαι η γριούλα που ζητά σκυφτή ελεημοσύνη
στο κρύο και την παγωνιά κι άνθρωπος δεν μου δίνει.
Είμαι ο παράλυτος που ως χθες, τα μήκη και τα πλάτη
όργωνα μα με πέθανε, έκρηξη τρομοκράτη.
Είμαι ο φτωχός πολύτεκνος που μού ’κοψαν το ρεύμα
και στα παιδιά μου αδυνατώ, μισό να δώσω γεύμα.
Είμαι πρώην κατάδικος που απ’ τη «στενή…» εβγήκα
πριν πέντε χρόνια μα δουλειά, δεν μου ‘δωσαν, δεν βρήκα.
Είμαι μια τοξικομανής με χιλιοτρυπημένα
τα χέρια απ’ τις σύριγγες και μάτια μαυρισμένα.
Κι είμαι ο τρελός της γειτονιάς με πλάτη ματωμένη
απ’ τις πετριές των γνωστικών και την ψυχή θλιμμένη.
Μα όποιος και να ‘μαι, δυστυχώς, τον κόσμο δεν τον νοιάζει
κι αν κάνει πως με συμπονά, μαζί μου διασκεδάζει.
Παύλος Πολυχρονάκης
Μαντινάδες
για την ποίηση
Δεν μου ξελείπει ο στυλός
και το μικρό χαρτάκι,
μέσα στη τσέπη τα κρατώ
δικό μου ’ναι μεράκι.
Οντε στο δρόμο πορπατώ,
τα λόγια συνδυάζω,
τσι μαντινάδες τσι σωστές αμέσως τις ταιριάζω.
Είναι πολύ περίεργο
το χόμπι το δικό μου
να γράφω όσα θα σκεφτώ,
που ’ρχονται στο μυαλό μου.
Ανδρέας Αρολιθιανάκης
Ημέρα
της ποίησης
Ηρθ’ η μεγάλ’ αρχόντισσα
Θεέ μου τι ωραία
Είναι σα μπαίνει στο μυαλό
Και κάνει μας παρέα.
Αναθαρρεύει η ψυχή
Αγγέλοι τραγουδούνε
Και για το καλωσόρισμα
Τα σήμαντρα ηχούνε.
Είναι αφέντρα τση καρδιάς
Τα πάθη τιθασεύει
Kι’ όλα τα συναισθήματα
Ξέρει να γαληνεύει.
Γνωρίζει τ’ είναι έρωτας
Αγάπη, πόνος, δάκρυ,
Χαρές πολλές και χωρισμοί
Σ’ όλης της γης τα μάκρη.
Μεγάλ’ αδυναμία της
Του ήλιου χρυσαχτίδες
Τ’ άστρα, φεγγάρι, ουρανός,
Μπόρες και καταιγίδες.
Ολου του κόσμου τα πουλιά
Ξέρει να ξεχωρίζει
Στα κύματα της θάλασσας
Πολύ συχνά γυρίζει.
Της Άνοιξης τα λούλουδα
Μαζεύει με μανία
Στεφάνια πλέκ’ αμάραντα
Που έχουνε αξία.
Πηγαίνει και στους ποταμούς
Σε ριζιμιά χαράκια
Δρόμους, πλατείες και στενά
Πόλεις και χωριουδάκια.
Την αγαπούμε όλοι μας
Και την υπηρετούμε
τα μυστικά που κρύβουμε
σ’ εκείνη θα τα πούμε.
Είναι υπέροχη, αγνή,
Φίλη αγαπημένη
Ξέρει ν’ ακούει ό,τι λες
Γι’ αυτό ναι λατρεμένη.
Τ’ όνομα της ξεχωριστής
Κυρίας που γιορτάζει
Καθένας όπου τη ζητά
ΠΟΙΗΣΗ τη φωνάζει!!!!
Ελευθερία
Κ. Κατσιφαράκη
Για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης
Η ιστορία ενός φθινοπωριάτικου φύλλου
Ηλθα μιας άνοιξης πρωί, να τόσο δα μικρούλι
με λίγο φως, λίγο νερό και τη δική σου αγάπη
μεγάλωσα κι απλώθηκα στου ήλιου τα λημέρια.
Του ήλιου μάζεψα το φως και της βροχής τις στάλες
μαζί τα δυο τους έπλασα με τη δική σου αγάπη
στου έρωτα τα χρώματα και τ’ άρωμα να μοιάζει.
Τα χρώματα της Ίριδος κάλεσα να στολίσουν
και το δικό μου πρόσωπο που έλαμπε στον ήλιο.
Άπλετο χάρισα άρωμα στων κοριτσιών τα χείλη,
οι νιες με γλυκοφίλαγαν και οι γραίες με κρατούσαν
σαν φυλαχτό στα χέρια τους, που άρωμα σκορπούσα.
Κοντά δε στο φθινόπωρο ο αγέρας τραγουδούσε
ένα γλυκό σκοπό, που μέθυσα κι άρχισα να χορεύω
με το ρυθμό της λευτεριάς και λεύτερο στον ήλιο.
Ήρθα εδώ γονατιστό για να σε ευχαριστήσω
για το νερό που μου έδωσες και την αγάπη αντάμα.
Στάσου διαβάτη μια στιγμή στα μάτια κοίταξέ με,
εγώ τη γνώση σου έφερα του κύκλου της ζωής.
Γιώργος Σπηλιώτης
Σκιές χρωμάτων
Έλα ελπίδα μου, ακόμα μια φορά
άνοιξε Πύλη του μικρού μου Παραδείσου,
φέρε της Ίριδας τα χρώματα στο φως,
δώσε στον κόσμο ομορφιά απ’ τη δική σου.
Το ηλιοβασίλεμα σαν αίμα πάλι απόψε
χρυσές αχτίνες στους ρυθμούς της χαρμολύπης,
πορτοκαλί μέσα στα σύννεφα κρυμμένο,
που μαρτυρούν όλα μαζί, πόσο μου λείπεις.
Του λογισμού τα μονοπάτια μπερδεμένα,
στο γκριζοπράσινο το σούρουπο της Δύσης
και όνειρα που σβήνουν ένα – ένα,
σαν πιάσουν στο χορό οι αναμνήσεις.
Στο βυσσινί μιας χαραυγής θα περιμένω
η μοναξιά να με αφήσει από το χέρι,
να δω το βλέμμα σου ξανά τ’ αγαπημένο
σαν ένα κάτασπρο, αθώο περιστέρι.
Έλα ελπίδα μου να φέρεις τη χαρά,
χιλιάδες της ζωής οι αποχρώσεις
και σύ, χαμόγελο, ακόμα μια φορά,
νόημα στη ζωή να ξαναδώσεις.
Μουντό το σύννεφο σε ξάστερο ουρανό
εβγήκε στο στερέωμα να παίξει
σαν τον αγέρα που φυσά…
Η μοναξιά δεν είπε φαίνεται, την τελευταία λέξη.
Κι εγώ βαρκούλα στη μανία των καιρών
μια άγκυρα πασχίζω να ξανάβρω,
το πέλαγος με κούρασε πολύ
και της ζωής μου το ατέλειωτο το μαύρο…
Θανάσης Πατεράκης,
πρόεδρος Συλλόγου Στιχουργών Ν. Χανίων