«Η ζωή είναι ένα μεγάλο δώρο
που δεν πρέπει να πάει χαμένο.
Η πρόληψη είναι η σωστή θεραπεία…»
(Βούλα Θαμνοπούλου, καρκινοπαθής,
“Χ.ν.”, 5-2-2020)
ΔΥΣΤΥΧΩΣ, δεν υπάρχει οικογένεια στη χώρα μας, της οποίας μέλος (ή συγγενής ή και φίλος) να μην έχει εμπειρία καρκινοπάθειας: άμεσα ή έμμεσα.
ΔΕΝ υπάρχει επίσης στον πλανήτη άλλη ασθένεια που να προκαλεί στον άνθρωπο τέτοιο πανικό, τέτοιο δέος για το τί μέλει γενέσθαι. Είναι φυσικό να χάνουμε την ψυχραιμία μας, επειδή ακριβώς δεν είμαστε σωστά ενημερωμένοι αλλά και επειδή δεν έχει βρεθεί ακόμη το κατάλληλο φάρμακο θεραπείας της “επάρατης νόσου”. Κι ας μην αποτελεί η ίδια η αρρώστια τη συχνότερη αιτία θανάτου (τα εγκεφαλικά και τα καρδιολογικά προπορεύονται), ούτε είναι και αυτή που ταλαιπωρεί περισσότερο από τις άλλες. Απλά, έχει το “φοβερό” όνομα!
ΦΥΣΙΚΑ, υπάρχουν ασθενείς που αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν, όχι μόνο ηρωικά την περίπτωσή τους, αλλά ενθαρρύνουν τους άλλους ή αποτελούν πρότυπο μίμησης για ομοιοπαθείς. Φυσικά και υπάρχει πλήθος εθελοντών και Συλλόγων βοήθειας καρκινοπαθών (όπως ο πολύ δραστήριος “Ορίζοντας” στα Χανιά). Φυσικά και υπάρχουν γιατροί που “αναλώνονται” κυριολεκτικά στην ανακούφιση των ασθενών τους. Όμως η πολιτεία από την πλευρά της οφείλει να κάνει πολλά πολλά περισσότερα στον τομέα αυτό. Ειδικότερα στην ενημέρωση και την πρόληψη.
ΕΚΕΙΝΟ που κυρίως τρομάζει τον καθένα μας είναι “οι προσωπικές εμπειρίες από ασθενείς του οικογενειακού ή φιλικού περιβάλλοντος”, “ο συνεχής βομβαρδισμός” από σχετικές ειδήσεις που διογκώνουν την πραγματικότητα καθώς και “η αδυναμία της διεθνούς ιατρικής κοινότητας να βρει το φάρμακο της αρρώστιας”. Όλα αυτά μπλοκάρουν τον ψυχισμό μας, διότι δρα αρνητικά η σκέψη μας…
ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ για τη χώρα μας είναι ότι, ένας καρκινοπαθής, ας πούμε ευρισκόμενος στο τελικό στάδιο της αρρώστιας, μένει περίπου αβοήθητος αφού τα νοσοκομεία μας-γενικά η κοινωνία μας- στερούνται μιας εξειδικευμένης “παρηγορητικής” φροντίδας. Ξαναγράψαμε παλαιότερα για την “παρηγορητική” που θα πρέπει να αποτελεί στόχο των εκάστοτε κυβερνήσεων που ψηφίζουμε, αλλά και σοβαρή αιτία για κινητοποιήσεις της κοινωνίας στην κατεύθυνση αυτή. Θα πρέπει πιο απλά, για κάθε στάδιο της ασθένειας να υπάρχουν όλες, μα όλες, οι επιβαλλόμενες ιατρικές φροντίδες, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες.
ΤΟ ΒΑΣΙΚΟΤΕΡΟ όμως που λείπει από την ελληνική κοινωνία-το οποίο θα είχε ευεργετικά αποτελέσματα στην οικονομία αλλά και την υγεία όλων- είναι ότι τόσο στα σπίτια όσο και στην Εκπαίδευση δεν υπάρχει συστηματική “παιδεία” για την συναισθηματική και ψυχολογική αντιμετώπιση σοβαρών ασθενειών στο περιβάλλον μας, όπως δεν υπάρχει και μια στοιχειώδης “παιδεία” διαχείρισης του πένθους.