Αν και μέτοικος από εικοσαετίας στην Κρήτη, η «καραντίνα» με βρήκε στην ιδιαίτερη πατρίδα μου την Θεσσαλονίκη, απ’ όπου καθημερινά παρακολουθώ όσα συμβαίνουν στα αγαπημένα μου Χανιά.
Το Σάββατο 28 Μαρτίου διάβασα στην έγκριτη εφημερίδα σας τη συνέντευξη του Γ. Κυριακάκη, Προέδρου της ΕΛΜΕ και επιθυμώ να σας παραθέσω τις σκέψεις, ενστάσεις και απορίες μου για τις προτεραιότητες που έθεσε και τις απόψεις που κατέθεσε.
Κατ’ αρχάς, να διευκρινίσω ότι δεν γνωρίζω τον κ. πρόεδρο ούτε κατ’ όψη. Γνωρίζω όμως ότι είναι δραστήριος και πολλές φορές διαπίστωσα την εμπλοκή του σε διάφορα ζητήματα της πόλης, ακόμα και σε ζητήματα που δεν άπτονται ευθέως της Εκπαίδευσης (στήριξη «καταληψης» Ρόζας κ.ά.). Είναι εξαιρετικά θετικό και ελπιδοφόρο όταν οι άνθρωποι κινητοποιούνται σε κοινωνικά ζητήματα, ιδίως όταν αυτά εκφεύγουν του στενού πλαισίου της επαγγελματικής δραστηριότητάς τους κι απ’ ό,τι έχω αντιληφθεί μια τέτοια συμμετοχή πρέπει να την πιστωθεί ο κ. πρόεδρος.
Ωστόσο, στη συνέντευξη παρατίθενται ορισμένες θέσεις που προκαλούν απορίες και ενστάσεις. Αν ήμουν σε θέση να συνομιλήσω εκ του σύνεγγυς μαζί του θα παρέθετα τα εξής:
Στη συνέντευξη ΔΕΝ διάβασα ΚΑΜΙΑ πρόταση συμπλήρωσης ή βελτίωσης των κυβερνητικών μέτρων, ούτε κριτική τους αντιμετώπιση με επιχειρήματα, μολονότι, κατά την προσωπική μου γνώμη, η χρονική στιγμή και το μέγεθος της κρίσης που προκαλεί παγκοσμίως ο covid19, αυτό ακριβώς επιβάλλει! Η συμπλήρωση και βελτίωση πιθανολογώ ότι θα γινόταν ευχαρίστως αποδεκτά και η κριτική θα βοηθούσε όλους μας, γονείς, εκπαιδευτικούς και υπεύθυνους, να διαμορφώσουμε γνώμη αλλά και αιτήματα, προς την σωστή κατεύθυνση στον σημαντικότατο τομέα της Εκπαίδευσης.
Λαμβάνοντας υπόψη μου την επισήμανση για τον «επικοινωνιακό» χαρακτήρα των μέτρων που διατύπωσαν οι αρμόδιοι και η κυβέρνηση για τα θέματα Παιδείας, συμπεραίνω 1ον ότι κρίνονται επιτυχή, έστω επικοινωνιακώς και 2ο χρήζοντα «αντεπίθεσης» ,‘έστω επικοινωνιακώς! Γιατί όμως; Είναι η κατάλληλη στιγμή για επικοινωνιακή αντεπίθεση; Βελτιώνει ο,τιδήποτε η παράθεση των γνωστών και χρόνιων ελλείψεων της Εκπαίδευσης αυτή την στιγμή; Η σύγκριση δε με χώρες της ΕΕ είναι εξίσου περίεργη εφόσον παραλείπεται η αναφορά στην καθημερινή και σκληρή ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ, στην οποία υποβάλλονται οι εκπαιδευτικοί στις χώρες αυτές, όχι μόνον για την επίδοσή τους μέσα στην τάξη αλλά για τον βαθμό ανταπόκρισης σε επιμορφωτικά προγράμματα, τα οποία επιλέγουν οι ίδιοι και υποχρεώνονται να αποδείξουν την βελτίωσή τους όταν αυτά χρηματοδοτούνται από το Κράτος. Ανά την Ελλάδα, λυπηρό αλλά αληθινό, παρουσιάζονται ορισμένοι εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών, με αιτήματα τόσο υπερβολικά και άκαιρα που διερωτάται κανείς για την σκοπιμότητά τους. Είναι όμως μεγάλο κρίμα να συμβαίνει αυτό και στα Χανιά, όπου το δημόσιο σχολείο χαίρει εκτίμησης και παρέχει υψηλού επιπέδου εκπαίδευση σε μαθητές, με λαμπρά αποτελέσματα είτε στις Πανελλήνιες εξετάσεις, είτε στην μετέπειτα διαδρομή τους. Όπως γίνεται αντιληπτό, η διαφωνία δεν έγκειται στα «αιτήματα», αλλά στον τρόπο και στον χρόνο που αυτά διατυπώνονται χωρίς καμία αντιπρόταση.
Η κατάσταση είναι γνωστή σε όλους. Με βάση αυτή την κατάσταση:
1. Επρεπε ή όχι να κλείσουν τα σχολεία;
2. Δεδομένων των ελλείψεων, η Εκπαίδευση πρέπει να παραμείνει αδρανής με τους μαθητές να «μένουν πίσω» και οι καθηγητές να αμείβονται κανονικά;
3. Η τηλεκπαίδευση καρκινοβατεί, δεδομένης της αδιαφορίας που επιδείκνυαν μέχρι πρόσφατα ΟΛΟΙ οι αρμόδιοι -αν θυμάμαι καλά, μόνον επί Άννας Διαμαντοπούλου είχε γίνει επεξεργασία προγράμματος τηλεκπαίδευσης στη χώρα μας κι αφέθηκε κι αυτό, όπως τόσα άλλα, να λιμνάσει στην γενική αδιαφορία για ο,τιδήποτε μας ξεκουνούσε από την ραστώνη των γνωστών και τετριμμένων- αλλά υπάρχουν δυνατότητες να λειτουργήσει, έστω πλημμελώς. Τι προτείνετε; Να εγκαταλειφθεί κάθε προσπάθεια και να χαθεί η χρονιά;
4. Τι προτείνετε να γίνει με τους αναπληρωτές; Να απολυθούν ή να «κάθονται»; Μήπως είναι προτιμότερο να κάνουν κατ’ ιδίαν γνωριμία με τους μαθητές τους, έστω εξ αποστάσεως και να συνεχίσουν μέσω τηλεκπαίδευσης μια προσπάθεια γνωριμίας και επεξεργασίας θεμάτων της αρμοδιότητάς τους;
5. Επισημαίνεται στην συνέντευξη η απουσία προσλήψεων στην Εκπαίδευση τα τελευταία δέκα χρόνια. Σωστά, καθόλη τη διάρκεια της κρίσης υπήρξε στενότητα και δυστυχώς τα κενά καλυπτόταν με το «νόθο» τρόπο των αναπληρωτών, αλλά ΤΩΡΑ τι κάνουμε; Παραμένουν σε απραξία οι ήδη εργαζόμενοι και είναι η κατάλληλη στιγμή για προκήρυξη και υλοποίηση διαγωνισμού πρόσληψης;
Στο τέλος της συνέντευξης επισημαίνεται από τον κ. πρόεδρο η ανατροπή όλων των σταθερών της ζωής μας λόγω της επιδημίας. Μήπως κ. πρόεδρε είναι η στιγμή να έλθουν τα πάνω – κάτω και στην Εκπαίδευσ, δηλαδή να μοχθήσουμε όλοι δάσκαλοι, καθηγητές, γονείς, παιδιά προκειμένου να μην χαθεί χρόνος από τη μόρφωση της νέας γενιάς;
Σε μεγάλο βαθμό τα κόμματα έχουν ρίξει τους τόνους, καιρός να κάνουν το ίδιο και οι συνδικαλιστές και οι οπαδοί! Γεροί να μείνουνε και ο χρόνος για παρατηρήσεις και αντιπολίτευση είναι μπροστά μας , απεριόριστος…