Η απρόσκοπτη πρόσβαση στην Εκπαίδευση συνιστά θεμελιώδη συνταγματική υποχρέωση και προτεραιότητα κάθε πολιτικού και κοινωνικού συστήματος και θεωρείται στις μέρες μας περισσότερο από ποτέ αναφαίρετο δικαίωμα του ατόμου, εξαιτίας των ραγδαίων επιστημονικών, τεχνολογικών και κοινωνικών εξελίξεων.
Αυτό το αυτονόητο δικαίωμα της συμμετοχής του πολίτη στα μορφωτικά αγαθά ανεξάρτητα από την κοινωνική του προέλευση, το οικονομικό του επίπεδο, το φύλο, την ηλικία ή όποια άλλη μορφή διαφορετικότητας, το κατοχυρώνουν διαχρονικά οικουμενικές διακηρύξεις, διεθνείς συμφωνίες και συμβάσεις αλλά και τα συντάγματα και οι νόμοι των διαφόρων κρατών που εγγυώνται με την εφαρμογή τους τη βασική τουλάχιστον εκπαίδευση όλων των παιδιών. Έτσι στη Ελλάδα με το νόμο 309/1976 θεσμοθετήθηκε η εννιάχρονη Υποχρεωτική Εκπαίδευση για όλα τα κοινωνικά στρώματα χωρίς διακρίσεις, ενώ στη συνέχεια, προκειμένου να αντιμετωπισθεί ουσιαστικά το φαινόμενο της σχολικής διαρροής από το Δημοτικό και το Γυμνάσιο με το νόμο 1566/85 (άρθρο 2παρ.3) καθιερώθηκαν ποινικές κυρώσεις για όσους έχουν την επιμέλεια των ανηλίκων και παραμελούν την υποχρέωση αυτή. Σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο “η φοίτηση είναι υποχρεωτική στο Δημοτικό σχολείο και στο Γυμνάσιο, εφόσον ο μαθητής δεν υπερβεί το 16ο έτος της ηλικίας του. Όποιος έχει την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου και παραλείπει την εγγραφή ή την εποπτεία του ως προς τη φοίτηση τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 458 του ποινικού κώδικα”.
Ακολουθεί το προεδρικό διάταγμα 79 του 2017 σύμφωνα με το οποίο, αν το παιδί απουσιάζει αδικαιολόγητα από την εκπαιδευτική διαδικασία προκαλείται εισαγγελική παρέμβαση με κινητοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών σε μια προσπάθεια να μεταπεισθούν οι γονείς. Ωστόσο, δεν προβλέπονται πλέον ποινικές κυρώσεις για τους γονείς που αμελούν να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Το άρθρο αυτό δεν επανήλθε έστω και τροποποιημένο ούτε στην τελευταία αναθεώρηση των ποινικών κωδίκων που έγινε το 2019, ενώ υπάρχει και εδώ η δυνατότητα εισαγγελικής παρέμβασης καθώς οι ανήλικοι εκπροσωπούνται από τους γονείς τους. Με άλλα λόγια η εννιάχρονη φοίτηση είναι Υποχρεωτική εκ του νόμου και ο εισαγγελέας παρεμβαίνει στην περίπτωση που ο γονέας δεν στέλνει το παιδί στο σχολείο, αλλά ο νόμος που προέβλεπε κυρώσεις εις βάρος του έχει καταργηθεί.
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά στη χώρα μας σε επίπεδο νομοθεσίας, η μαθητική διαρροή από την υποχρεωτική εννιάχρονη εκπαίδευση και η εγκατάλειψη του σχολείου εξακολουθούν να είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Αρκεί να σκεφτούμε ότι το φαινόμενο αυτό έχει πολλαπλές αρνητικές συνέπειες τόσο άμεσα για το ίδιο το άτομο, καθώς οριοθετεί ένα περιορισμένο πεδίο ευκαιριών και δυνατοτήτων για παραπέρα διεκδικήσεις, όσο και έμμεσα για την κοινωνία, αφού συνδέεται με την ανεργία, την περιθωριοποίηση, τον κοινωνικό αποκλεισμό, τη ροπή προς την παραβατική συμπεριφορά, την πλημμελή ατομική και συλλογική παιδεία και την αποχή από πολιτιστικές και κοινωνικοπολιτικές δραστηριότητες.
Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι τα δύο τελευταία χρόνια της πανδημίας -με αποκορύφωμα τις τελευταίες ημέρες- δημοσιοποιούνται από τα Μέσα Ενημέρωσης ολοένα και περισσότερα περιστατικά γονέων που αρνούνται να φοιτήσουν τα παιδιά τους στο σχολείο, επειδή διαφωνούν με τα μέτρα προστασίας των διαγνωστικών τεστ και της χρήσης μάσκας, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να αναζητά άμεσα νομοθετική παρέμβαση για την κάλυψη του νομοθετικού κενού. Έρχεται, δηλαδή, η πανδημία στις μέρες μας να προστεθεί ως μια αιτιολογική παράμετρος στα τόσα άλλα αίτια του πολυπαραγοντικού φαινομένου της πρόωρης διακοπής της φοίτησης από την Υποχρεωτική Εκπαίδευση. Τα αίτια αυτά αναζητούνται στις δύσκολες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες διαβίωσης των οικογενειών, στο ατομικό ιστορικό των εφήβων, στη στάση της οικογένειας ως προς τη μόρφωση των παιδιών της, στις δυσκολίες των παιδιών να αντιμετωπίσουν την καθημερινότητα του σχολείου, στον τρόπο λειτουργίας του σχολείου και στην απουσία δομών στήριξης της παρεχόμενης δημόσιας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης. Έρχεται, επίσης στην επιφάνεια το σοβαρό θέμα της απόδοσης ευθυνών για όλα τα κακώς κείμενα στη χώρα μας στην πανδημία, χωρίς να αναζητούνται τα βαθύτερα αίτια των προβλημάτων που διαμορφώνουν αθροιστικά τις καταστάσεις.
Υπό την έννοια αυτή αναρωτιέται κανείς, αν οι νομικές κυρώσεις και οι όποιες παρεμβάσεις της δικαιοσύνης θα μπορούσαν να συντελέσουν στην ουσιαστική λύση ενός τόσου ευαίσθητου πολυπαραγοντικού κοινωνικού και εκπαιδευτικού προβλήματος. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ολιστική αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου από πολλά μετερίζια και με πολλές συνέργειες φορέων και θεσμών, που δεν αφορούν μόνο την εκπαιδευτική κοινότητα.
Αίνιγμα αποτελεί και ο βαθμός της έκτασης του προβλήματος, αφού δεν έχει δει, εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζω, το φως της δημοσιότητας καμία έρευνα ευρείας κλίμακας σχετικά με τη μαθητική διαρροή, που να περιλαμβάνει τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας.
Η τελευταία έρευνα δημοσιοποιήθηκε το 2019, από το Παρατηρητήριο για θέματα καταγραφής και αντιμετώπισης της μαθητικής διαρροής του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής με βάση τα πρωτογενή στοιχεία που λαμβάνει από το πανελλήνιο πληροφοριακό σύστημα myschool. Η έρευνα αυτή, που διεξήχθηκε με τη μέθοδο της κοόρτης, αφορά τους μαθητές που γράφτηκαν στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο αντίστοιχα το σχολικό έτος 2014-2015 και διερευνά την πορεία τους σε βάθος τριετίας, δηλαδή έως και το σχολικό έτος 2016-2017. Σύμφωνα με τις ανάγκες της έρευνας οι μαθητές στο Δημοτικό χωρίσθηκαν σε δύο ομάδες. Στην πρώτη ομάδα εξετάζεται η πορεία των μαθητών από την Α΄ έως και τη Γ’ τάξη και στη δεύτερη ομάδα από την Δ’ έως και τη Στ΄ τάξη. Το ποσοστό των μαθητών που διέρρευσαν είναι στην πρώτη ομάδα 1,79% και στη Β ομάδα 1,54%. Ο αριθμός των μαθητών που διέρρευσαν στο Γυμνάσιο είναι 4,62%.
Στην έρευνα αυτή δεν συμπεριλαμβάνεται ο αριθμός των μαθητών, κυρίως μετακινούμενου πληθυσμού, που δεν γράφτηκε καθόλου στην Α’ τάξη του Δημοτικού.
Έχουν μεσολαβήσει έκτοτε 5 κρίσιμα χρόνια. Ποια είναι άραγε η εικόνα του φαινομένου της διακοπής της φοίτησης των παιδιών από την Υποχρεωτική Εκπαίδευση;
Τελειώνοντας αξίζει να σημειωθεί ότι το φαινόμενο αυτό απασχολεί αυτή τη στιγμή σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό όλα τα κράτη του κόσμου ανεξάρτητα από τον βαθμό ανάπτυξης τους.