Καλοί μου φίλοι, καλό Σαββατοκύριακο!
Τον ελληνικό χειμώνα, βεβαίως και τον φετινό παράξενο λόγω κορωνοϊού χειμώνα, που αρχίζει επίσημα από μεθαύριο, καλωσορίζει με τον δικό της μοναδικό τρόπο στον σημερινό Παιδότοπο η και φιλόλογος, γνωστή στους αναγνώστες της, ποιήτρια και εικονογράφος Μαρία Βογιατζάκη – Ντούζα. Το ένα καλύτερο από τ’ άλλο τα ποίηματά της και ξεχωριστά τα “ιδιότυπα” εικονοκείμενά της. Ολα έχουν πολλά να πουν με τρόπο απλό, αλλά όχι απλοϊκό, στα σημερινά παιδιά, αλλά και στους μεγάλους, ιδιαίτερα στις σημερινές δύσκολες συνθήκες. Από καρδιάς οι ευχαριστίες μου, για την πρόθυμη, γι’ άλλη μια φορά, ανταπόκρισή σου στην πρότασή μου, καλή μου φίλη!
Σας χαιρετώ με αγάπη όλους!
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
δάσκαλος
MAΡΙΑ ΒΟΓΙΑΤΖΑΚΗ – ΝΤΟΥΖΑ
Καλώς όρισες, γερό-χειμώνα!
Ο γερο χειμώνας
Κι αν με λέν’ γερο χειμώνα,
εγώ νοιώθω παλικάρι
Κι έχω και τρεις γιους
λεβέντες,
π’ έχουνε περίσσια χάρη
Ο Δεκέμβρης μου, που είναι
πρωτοτόκι αγαπημένο,
φέρνει κρύο, φέρνει χιόνια
μα και δέντρο στολισμένο
Όλοι σας τον αγαπάτε
κι όσο κι αν σας βασανίζει,
τα Χριστούγεννα σαν έρθουν,
του ζητάτε, να χιονίζει
Τη σκυτάλη στο Γενάρη
-το μεσαίο γιο μου- δίνει,
που την πόρτα όλου
του χρόνου
ανοιχτή σας την αφήνει
Κι ο Γενάρης μου θα φέρει
βροχές, κρύο και χιονιά,
μα αρχή καινούρια κάνει
μ’ όμορφη Πρωτοχρονιά
Όλοι σας πολλά ζητάτε,
να σας πραγματοποιήσει,
λύπες και καημούς να διώξει,
τις χαρές να σας αφήσει
Στα παιδιά σας θα χαρίσει
των Ιεραρχών (Τριών) τη χάρη
και τη θέση του θα δώσει
στο κουτσό μου παλικάρι
Ο Φλεβάρης μου θ’ ανοίξει
φλέβες για πολλά νερά,
μα συνήθως σας χαρίζει
και Καρναβαλιού χαρά
Με τον Κουτσοβλέβαρό μου,
λέτε αντίο στο χειμώνα
Και προσμένετε στον κάμπο
για την πρώτη ανεμώνα.
Ήρθ’ ο χειμώνας κι ηύρηκε
την πόρτα μας κλεισμένη
κι απ’ έξω απομείνανε
φίλοι κι αγαπημένοι
Εκείνοι π’ είναι τυχεροί
κι έχουν τη συντροφιά τους,
και δίχως τζάκι νιώθουνε
ζεστή να ‘ναι η καρδιά τους
Μα όσοι πίνουν μοναχοί
της μοναξιάς ποτήρι
κι αν η φωτιά τριζοβολά,
δεν της βαστούν χατήρι
Υπομονή χρειάζεται
και αισιοδοξία
και όλα θα ξεπεραστούν,
αν έχουμε υγεία
Στο μήνα και στην εποχή
λέω, καλώς να ‘ρθούνε,
μα μέρες ομορφότερες
σ’ όλους μας να κρατούνε
Καλό χειμώνα να ‘χετε,
όπου σας βρει η ευχή μου
Να ‘στε υγιείς και δυνατοί,
λέω απ’ την ψυχή μου
Ωσαννά
Στα γιορτινά στολίστηκαν σπίτια, πλατείες, δρόμοι,
μα ο Χριστός δε φάνηκε ,για να τα δει ακόμη
Στολίσαμε το δέντρο μας και λάμπει φωτισμένο,
μ’ άχρηστο είν’, αν της καρδιάς είναι σκοτεινιασμένο
Μέλι και άσπρη ζάχαρη δε θέλουν τα γλυκά μας,
αν πρώτα δε γλυκάνουμε μ’ αγάπη την καρδιά μας
Μέρες γιορτών και ανθρωπιάς είναι, αυτές που θα ‘ρθουν,
μα μήνυμα ανώφελο, όσο φτωχοί υπάρχουν
Και βέβαια… στο “ες αεί”, θα ζουν δυστυχισμένοι,
μα ας μην αφήσουμε γιορτές, να μείνουν πεινασμένοι
Κι εκεί, στην πόρτα της καρδιάς, ας βάλουμε στεφάνι,
να δείχνει, πως προσμένουμε τη Γέννηση, που φτάνει
Κάτι χειμώνες μακρινοί
Ο χειμώνας όταν φτάνει, μέσ’ τη σκέψη τριγυρνούν,
χίλιες δυο παλιές εικόνες, που οπίσω δεν γυρνούν
Πάει η σκέψη στο χωριό μου και ξυπνά πρωί-πρωί,
να ετοιμάσει με αγάπη της ημέρας το φαΐ
Είν’ οι ώρες της γεμάτες, από χίλιες δυο δουλειές,
μα την πρώτη θέση έχουν ,τέτοια εποχή οι ελιές
Το λιομάζωμα έχει αρχίσει, χωριανοί έρχονται-πάνε,
καλημέρες, καλησπέρες χαμογελαστές σκορπάνε
Τις γειτονοπούλες βλέπει, που φοράνε τις ποδιές,
τις ελιές για να μαδήσουν, να τις κάνουν τσακιστές
Τα χωράφια είναι γεμάτα από ανθρώπους και φωνές,
που στο σήμερα γινήκαν αναμνήσεις μακρινές
Και περνά ωραία η μέρα, στο μικρό μου το χωριό
και πιο ωραία σαν ακούσει “Χιόνια στο καμπαναριό”
Θεία Γέννηση γιορτάζει με γονείς κι αγαπημένους,
που κι αν έφυγαν “ταξίδι”, δεν τους έχει ξεχασμένους
Γι’ αυτό πάει στο κοιμητήρι, να ανάψει το καντήλι,
που εκεί τώρα γειτονεύουν συγγενείς,γνωστοί και φίλοι
Τ’ όμορφό μου χωριουδάκι λιγοστεύει κάθε μέρα
κι είναι δύσκολο, ν’ ακούσεις καλημέρα ή καλησπέρα
Μία μία του ρημάζουν, οι παλιές του ομορφιές
και του λείπουν οι λεβέντες, λείπουν και οι κοπελιές
Ο χειμώνας το γεμίζει θλίψη ,μα και μοναξιά,
γιατί λίγες καμινάδες μένουν αναμμένες πια
Μα…
Κι όπως ήταν κι όπως είναι, πάντα θα το αγαπώ,
μέχρι και εγώ το ΑΝΤΙΟ ΤΟ ΠΑΝΤΟΤΙΝΟ να πω.
Γι’ αυτούς, Θεέ μου…
Και για μεγάλους και μικρούς
εικόνα αγαπημένη
είναι, να δούνε το πρωί
την πόλη χιονισμένη
Να βγουν από τα σπίτια τους
ντυμένοι και κεφάτοι,
να παίξουν χιονοπόλεμο
ξένοιαστοι και χορτάτοι
Να φτιάξουνε χιονάνθρωπο,
να κυλιστούν στα χιόνια
κι ύστερα να γυρίσουνε,
να βρουν ζεστά σεντόνια
Μα είναι και πολλές ψυχές,
που τις τρυπά το χιόνι
κι ως το μεδούλι η παγωνιά
κι η πείνα τις λιγώνει
Σπίτι δεν έχουν και γωνιά,
να μπουν ,να ζεσταθούνε,
ούτε κρεβάτι, ούτε φαΐ
στους δρόμους που γυρνούνε
Γι’ αυτούς, Θεέ μου, που η ζωή
κι η μοίρα δοκιμάζει,
στέλνε τον ήλιο την αυγή
ολημερίς να λιάζει
Γιατί…
Όσο θα υπάρχουν
γύρω μας
ψυχούλες, που πονάνε
εμείς θα ψάλλουμε “Ωσαννά”,
μ’ Αυτός μακριά μας θα ‘ναι