Καλοί μου φίλοι καλό Σαββατοκύριακο!
Ένα κείμενο για τα σχολεία που άνοιξαν κι εφέτος στις 11 Σεπτεμβρίου στην κεντρική θέση του σημερινού, πρώτου για την φετινή σχολική χρονιά, Παιδότοπου – “Χιλιάδες Ελληνάκια” ο τίτλος του. Για το πρώτο κείμενο του βιβλίου “Η Γλώσσα μου” και διδάσκονταν τα παιδιά της δεκαετίας του 1980 όταν πήγαιναν στην Β’ τάξη του Δημοτικού ο λόγος. Γύρω – τριγύρω και κάποια απ’ τα κείμενα που είχαν μπει στο ίδιο βιβλίο (Α. Βελαλίδης, Α. Βουκιούκας, Κ. Καλαπανίδας και Ν. Κανάκης, τα μέλη της Συντακτικής Ομάδας απ’ την Βάσω Ψαράκη η εικονογράφηση). Νοσταλγία! Σαν χθες θυμούμαι να τα κάνω μάθημα!… Καλή Σχολική χρονιά σε μαθητές και δασκάλους!
Σας χαιρετώ με αγάπη όλους!
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης δάσκαλος – λογοτέχνης
Χιλιάδες ελληνάκια
Ανοίγουν σήμερα τα σχολεία. Παντού σε όλη την λάδα τα παιδιά βρίσκονται στο δρόμο για το σχολείο υ το καθένα. Άλλο έχει πάρει το μονοπάτι της πλαγιάς, λο περνάει το γεφυράκι του χωριού, άλλα στην πόλη ρ.μένουν το πράσινο φανάρι στη διασταύρωση.
Γεια σας, φωνάζει ο Λουκάς από μια δασωμένη ραχοΰ- . Λίγο πιο πέρα ακούγονται κουδούνια από κοπάδι.
Καλημέρα, φωνάζει η Δεσποινιώ από ένα δρομάκι ντά στη θάλασσα και κάνει σινιάλο με το μαντίλι της.
Γιούχου, ξεφωνίζει ο Αριστείδης από ένα χωριό του _ιπου, ανεβασμένος στο τρακτέρ του πατέρα του.
Καλή χρονιά, λένε μια παρέα παιδιά, καθώς βαδίζουν ο πεζοδρόμιο της πολιτείας.
Χιλιάδες Ελληνάκια από κάθε μεριά, καλά κι αρματω- , πάνε για γράμματα.
Που ‘ναι πιο καλά;
Φεγγαράκι, φεγγαράκι, που κρέμεσαι στον ουρανό, πες μου και πού ναι πιο καλά, στον κάμπο ή στο βουνό; Ποτάμι, ποταμάκι, που τρέχεις όλον τον καιρό, πες μου και πού ναι πιο καλά, στην πόλη ή στο χωριό; Χελιδόνι, χελιδόνι, που βλέπεις χώρες και χωριά, πες μου και πού ναι πιο καλά, στο νότο ή στο βοριά; – Όπου κανένας δεν πεινάει, κανείς δεν κρυώνει ούτε πονάει κι όπου ‘ναι υγεία και χαρά, εκεί ναι πιο καλά.
Βασίλης Ρώτας
Ο Ουρανός
Στο διαμέρισμα που μένουμε δε βλέπω ουρανό. Ανοίγω το παράθυρο, γυρίζω τα μάτια μου ψηλά, και το μόνο που βλέπω είναι μια μεγάλη τρύπα, εκεί που τελειώνουν οι άσπροι τοίχοι. Αυτή η τρύπα είναι πότε άσπρη, πότε γκρίζα, πότε γαλάζια. Είναι ουρανός αυτό; Ουρανός κατάλαβα τι είναι, όταν ήρθε η γιαγιά μου απ’ το χωριό και με πήρε κοντά της για ένα μήνα. Ήμουν ακόμα τότε πέντε χρονών. Το χωριό της γιαγιάς μου είναι μακριά απ’ τον κόσμο, πάνω στα βουνά. Μόλις έβγαινα από το σπίτι, ήμουν όλος κάτω απ’ τον ουρανό. Λίγες μέρες πριν γυρίσω στο διαμέρισμά μας, η γιαγιά με ρώτησε: – Κοσμά, τι σου άρεσε πιο πολύ εδώ στο χωριό; – Ο ουρανός, γιαγιά, της είπα εγώ. – Ε, απ’ αυτό έχουμε μπόλικο, είπε η γιαγιά μισογελώντας.
Αννα Γκέρτσου-Σαρρή
Στο συνεργείο
Την Παρασκευή το απόγευμα με πήρε ο πατέρας μου και πήγαμε στο συνεργείο να επισκευάσουμε το αυτοκίνητό μας. Σε μια διασταύρωση πέρασε ένα μηχανάκι με μεγάλη ταχύτητα. Ο πατέρας μου πάτησε απότομα φρένο. Ευτυχώς είχαμε βάλει τις ζώνες και δεν πάθαμε τίποτε. Οταν ττάσαμε στο συνεργείο, διάβασα την ταμπέλα που έγραφε: ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ ΕΠΙΣΚΕΥΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ (Δευτέρα ως Παρασκευή απόγευμα ανοιχτό) – Γειά σου. κύριε Λεύτερη, είπε ο πατέρας μου. – Καλώς τον κύριο Παύλο, απάντησε εκείνος. – Το έφερα να του ρίξεις μια ματιά, γιατί κάνει θόρυβο η εξάτμιση. Ο μάστορας έβαλε το αυτοκίνητο πάνω στον αυτόματο γερανό, πάτησε το κουμπί κι εκείνο ανέβηκε ψηλά. Εκείνη την ώρα έφεραν ένα τρακαρισμένο αυτοκί- Ο πατέρας με κοίταξε ανήσυχος και κούνησε το κεφάλι του.
Αιγαίο πέλαγος
Η Κατερίνα και ο Νικόλας πέρασαν τις διακοπές τους, Ιούλιο και Αύγουστο, σ’ ένα νησάκι με πολλές βαρκούλες και ψαροκάικα. Τώρα μένουν στο διαμέρισμά τους, που δε μοιάζει καθόλου με κατάστρωμα καραβιού. Το μόνο που θυμίζει θάλασσα εκεί μέσα είναι ένα κάδρο στο σαλόνι. Είναι και τα βότσαλα και τα κοχύλια που είχαν μαζέψει τα παιδιά, πεταμένα τώρα σε μια γωνιά. Για το Νικόλα και την Κατερίνα μεγάλος πειρασμός για ταξίδι ήταν μια μέρα η μπανιέρα. Τη γέμισαν λοιπόν ως τη μέση νερό. Αιγαίο πέλαγος! Σκόρπισαν τα βότσαλα και τα κοχύλια. Άναψαν κι ένα κερί και το κόλλησαν για φάρο στον Κάβο Ντόρο. Υστερα έφτιαξαν πολλά καρα- βάκια από χαρτί και τα έριξαν στη θάλασσα. Άλλο για τον Πειραιά, άλλο για τη Θεσσαλονίκη, άλλο… Τα παιδιά έκαναν τον Αίολο και φούσκωναν τα πανιά. Μα το χαρτί μούσκεψε γρήγορα και σε λίγο το Αιγαίο γέμισε ναυάγια. Άνοιξε και η μητέρα την μπανιέρα και μια μεγάλη ρουφήχτρα τράβηξε τα υπόλοιπα στον πάτο. Ο καπετάνιος και η καπετάνισσα γλίτωσαν και είναι πάλι έτοιμοι για καινούριο ταξίδι.
Ντουκου ντουκου μηχανάκι
Σκίζει η πλώρη τα νερά κι αντηχάνε τα βουνά Ντούκου ντούκου μηχανάκι, ντούκου το παλιό μεράκι Τρίτη Πέμπτη και Σαββάτο μες στης θάλασσας τον πάτο Ποιος θα ρίξει, ποιος θα πάρει τ’ ασημένιο το φεγγάρι Και Δευτέρα και Τετάρτη ποιος θ’ ανέβει στο κατάρτι Κι άχου την Παρασκευή ποιος θα κάτσει στο κουπί Χάιντε χάιντε, βρε παιδιά, πάμε στην Αγια-Μαρίνα Πάμε στην Αγια-Μαρίνα με την όμορφη μπενζίνα Οδυσσέας Ελύτης