Πέρασα μες απ’ την παλιά μου γειτονιά
την Αμπεριά με τα πανέμορφα τ’ Αμπέρια
που μοσχοβόλαγαν ιδίως τις βραδιές
σαν έλαμπαν στον ουρανό τ’ Αστέρια.
Κι ήρθαν οι θύμησες να με πλημμυρίσουν
τ’ Αμπέρια και την Αμπεριά να μου θυμίσουν
τα περασμένα χρόνια μου, τους πάντες και τα πάντα
ό,τι ωραίο πέρασε και έφυγε δια παντός διά πάντα.
Τότες που ήμουνα παιδί και στο καθένα χέρι
κράταγα και μύριζα της Αμπεριάς τ’ Αμπέρι
τότες που ήμουνα παιδί κι υπήρχανε τ’ Αμπέρια.
Και μύριζαν ως είπαμε σαν έλαμπαν τ’ Αστέρια.
Τ’ Αμπέρια και η Αμπεριά κι η Αμπεριανή η Στράτα
μου θύμισαν τα νιάτα μου τα πρώτα τα φευγάτα.
Μου θύμισαν πως κάποτε τα πρώτα όνειρά μου
εκεί τα πρωτοέκανα, εκεί στην Αμπεριά μου.