» Θέλουµε ή δεν θέλουµε να λυθεί ένα πρόβληµα;
Πολλές φορές έχω αναφερθεί στην Ιστορία, τις περιπέτειες και την αξία της παλιάς πόλης των Χανιών, καθώς και για τις κατά καιρούς προσπάθειες αντιµετώπισης του συνόλου, ή επιµέρους προβληµάτων της.
Ως αρµόδια Υπηρεσία η τότε 13η/28η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων δεν τα αντιµετώπιζε µέσα από ένα στενά γραφειοκρατικό πλαίσιο, αλλά ως ένα σύνολο από ενέργειες και επεµβάσεις -όχι πάντα εύκολες και αρεστές- που απαιτούν πολιτική βούληση από όλους τους εµπλεκόµενους και στενή συνεργασία µέσα από ένα συγκεκριµένο προγραµµατισµό. Οµολογουµένως δεν ήταν πάντα εύκολο, ούτε κάποια πράγµατα ήταν αυτονόητα. Έτσι µετά από πολλές περιπέτειες, η παλιά πόλη «σώθηκε» σε ένα βαθµό ως µνηµειακό σύνολο, πήρε όµως ένα τελείως στραβό δρόµο στην κατεύθυνση της τουριστικής µονοκαλλιέργειας σε βάρος της λειτουργίας της ως ζωντανός ιστορικός οικισµός και της ποιότητας της ζωής των κατοίκων της, που απελπισµένοι, καθηµερινά λιγοστεύουν.
Μπορεί να εξελίχθηκε, όπως λένε πολλοί µε καµάρι σε «Ναυαρχίδα» ανάπτυξης του νοµού Χανίων, έχασε όµως την ψυχή της. Θα επιχειρήσω να θίξω κάποια θέµατα µε βαριά προϊστορία, για την αντιµετώπιση των οποίων θα έπρεπε να υπάρξει επίµονη ενασχόληση, συνεργασία και συνέχεια από όσους εµπλέκονται, χωρίς να θίγω κάποιον, επισηµαίνοντας όµως µια παραδοσιακά γενικότερη κακοδαιµονία, που επιχωριάζει σε αυτόν τον τόπο.
Κάποια ιστορικά γεγονότα καθόρισαν την τύχη ενός από τους πιο σηµαντικούς οικισµούς της χώρας µας και δηµιούργησαν µια σειρά από συνεχιζόµενα µέχρι σήµερα προβλήµατα, αφού δεν αντιµετωπίστηκαν αποφασιστικά «στον καιρό τους». Καθοριστικό ρόλο στη σύνθεση του πληθυσµού και το ιδιοκτησιακό καθεστώς, έπαιξε η ανταλλαγή του 1923, όταν οι µουσουλµάνοι κάτοικοί της µετακινήθηκαν στη γείτονα, µε αντίστοιχη άφιξη ορθόδοξων χριστιανών από εκεί. ∆ηµιουργήθηκε έτσι η οµάδα των «ανταλλάξιµων» κτηρίων κυρίως στις περιοχές Καστέλι και ανατολική παλιά πόλη, όπου κατοικούσαν. Ένα µέρος από τα κτήρια αυτά, που ήταν και τα πιο εντυπωσιακά αφού ανήκαν διαχρονικά στην άρχουσα τάξη, δόθηκαν σε δικαιούχους πρόσφυγες, άλλα περιήλθαν κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες σε ντόπιους παράγοντες και µη, ενώ αρκετά άλλα παρέµειναν αδιάθετα υπό την εγγύηση της Εθνικής Τράπεζας, ή γίνονται ακόµη αντικείµενο αδιευκρίνιστων διαδικασιών απόκτησης. Ένας αριθµός από επικίνδυνα ερείπια υπάγεται σε αυτήν την κατηγορία.
Ο βάρβαρος βοµβαρδισµός του 1941 από τα Γερµανικά αεροπλάνα κατέστρεψε περίπου το 35% από τα κτήρια της παλιάς πόλης, ιδίως στο Καστέλι και το ανατολικό µέρος της. Έτσι δηµιουργήθηκε µια ακόµη κατηγορία κτισµάτων, τα «βοµβόπληκτα». Μετά την απελευθέρωση ανατέθηκε στο Γραφείο ∆οξιάδη η σύνταξη ενός νέου Ρυµοτοµικού Σχεδίου, το οποίο αντιµετώπισε µε καταστροφικό τρόπο τον χαρακτήρα του αξιόλογου οικισµού που είχε αποµείνει. Βασικά προβλήµατα που προέκυψαν από το νέο Σχέδιο του 1947, ήταν η ρυµοτόµηση χωρίς να υπολογίζεται η µνηµειακή αξία των κτηρίων και ο «αστικός αναδασµός» για τη δηµιουργία νέων βιώσιµων οικοπέδων, ακόµη και µε κατεδάφιση σωζόµενων γειτονικών ιδιοκτησιών. ∆υο νέες κατηγορίες, τα «ρυµοτοµούµενα» και τα υποκείµενα σε υποχρεωτικό αναδασµό, προστέθηκαν στα προβλήµατα. Τα ρυµοτοµούµενα περιέρχονται στον ∆ήµο Χανίων. Ακολούθησε µια έντονη δραστηριότητα στην ανοικοδόµηση µε πολλές κατεδαφίσεις ερειπίων ή και ακέραιων κτηρίων στις πληγείσες περιοχές µε βάση τους νέους κανόνες. Η καθηµερινή αλλοίωση της παλιάς πόλης πλέον ήταν φανερή.
Οι δυσκολίες στην εφαρµογή του νέου Ρυµοτοµικού Σχεδίου λόγω ιδιοκτησιακού, αλλά και εν µέρει η συνειδητοποίηση της πολιτιστικής καταστροφής, ώθησαν την Πολιτεία να χαρακτηρίσει το 1965 ό,τι απόµεινε από τα προηγούµενα, σε Ιστορικό, διατηρητέο Μνηµείο και πρόσφατα σε Αρχαιολογικό Χώρο. Αυτό έγινε χωρίς να καταργηθεί το νέο Ρυµοτοµικό, µε αποτέλεσµα την αντίφαση να σέρνεται ο πολίτης ανάµεσα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και την Πολεοδοµία µε τις αντίθετες νοµοθεσίες και αυτό εξακολουθεί να ισχύει, αν και υπήρξαν κάποιες άτυπες ρυθµίσεις. Για να αντιµετωπίσουν την κατάσταση αυτή και να βάλουν µια τάξη στο χάος, η ∆ηµοτική Αρχή ζήτησε τη σύνταξη µιας Μελέτης διαχείρισης του διατηρητέου οικισµού. Έτσι συντάχθηκε και παραδόθηκε το 1977!!! για έγκριση η πολύ σηµαντική «Μελέτη Ανάδειξης Μεσαιωνικής πόλης Χανίων», πιο γνωστή ως «Μελέτη Ρωµανού-Καλλιγά». Παρά το ότι όλοι οι εµπλεκόµενοι είχαν συµφωνήσει, ποτέ δεν θεσµοθετήθηκε, αν και έγιναν δυο «επικαιροποιήσεις». Το Προεδρικό ∆ιάταγµα, που ρυθµίζει τα πάντα ήταν έτοιµο και απέµενε η υπογραφή του από τους υπουργούς Πολιτισµού και Περιβάλλοντος, όπως προβλέπεται από το άρθρο 14, παράγραφος 6 του Αρχαιολογικού Νόµου, διαδικασία εξαιρετικά σύντοµη. Για τον λόγο αυτό η παλιά πόλη είχε εξαιρεθεί από τις χρονοβόρες και σύνθετες διαδικασίες έγκρισης του Γενικού Πολεοδοµικού Σχεδίου.
∆εν γνωρίζω ποιοι και για ποιους λόγους -είχα αποχωρήσει τότε από την Υπηρεσία- αποφάσισαν να σταµατήσουν τη διαδικασία αυτή και να εντάξουν από την αρχή την παλιά πόλη στο ΓΠΣ, αν και η παλιά πόλη µε τα ειδικά προβλήµατα και χειρισµούς, δεν είναι µια οποιαδήποτε συνοικία, ή χωριό του σήµερα µεγάλου ∆ήµου. Όποιοι και να είναι, θα πρέπει να δώσουν πειστικές εξηγήσεις.
Και καλό θα ήταν, αν θέλουµε να λυθούν τα προβλήµατα, που χρονίζουν εξαιτίας της απουσίας πολιτικής βούλησης, να επανέλθει ο ∆ήµος στη διαδικασία που κακώς διακόπηκε, χωρίς να φαίνεται κάτι στον ορίζοντα στο προσεχές µέλλον, παρά τις κατά καιρούς διαβεβαιώσεις και να ενεργοποιήσουν το ειδικό Προεδρικό ∆ιάταγµα, ακόµη και αν χρειάζεται κάποια επανεξέταση σε επιµέρους θέµατα.
*Ο Μιχάλης Ανδριανάκης
είναι Αρχαιολόγος.
Ως γεννηθείς στην καρδιά της παλαιάς πόλης συμμερίζομαι τις αγωνίες του κυρίου Ανδριανάκη! Σε λίγα χρόνια η παλαιά πόλη θα “χάσει”τους ελάχιστους Έλληνες εναπομείναντες κατοίκους της.
Με λίγα λόγια θα χάσει την ψυχή της!