Απαραίτητη προϋπόθεση να πέψει έναν προξενητή και να “γυρέψει” μια κοπελιά, ένας νέος Aσηγωνιώτης, ακόμη και στις μέρες μας, ήταν να έχει δικό του σπίτι ή τουλάχιστον να έχει αρχίσει να το κτίζει. Τότε μόνο «έπεμπε τον προξενητή να γυρέψει την κοπελιά».
Φαίνεται πως τα πιο παλιά χρόνια, αυθαίρετα θα τα έλεγα, πως έτσι έκτιζαν τα σπίτια και οι αρχαίοι Λαππαίοι.
Αφού τελείωναν το κτίσιμο, έψαχναν να βρουν ένα αρκετά χοντρό δέντρο που ήταν συνήθως από κορμό από δρυ – αγριελιά – πρίνο. Το κόβανε πάντα λίγωση του φεγγαριού και το τοποθετούσαν από τη μία μεριά του σπιτιού μέχρι την άλλη. Ήταν ένα επίμηκες χοντρό δοκάρι και το μήκος του ήταν αρκετά μέτρα όσα και το σπίτι. Για το λόγο αυτό, στη μέση ακριβώς, τοποθετούσαν τον «λυρατζή» που ήταν ένας στύλος αρκετά χοντρός, συνήθως και αυτός από αγριελιά και στήριζε το δοκάρι. Εδώ σ’ αυτό το σημείο κρεμούσαν οι άνδρες τα τουφεκοκούμπουρά τους, όταν μπαίνανε στο σπίτι, και τα ξεκρεμούσαν όταν βγαίνανε. Πήρε το όνομά του από τον λυρατζή που κάθεται στη μέση του σπιτιού και παίζει τη λύρα. Όταν κάποτε ρώτησα τον πατέρα μου: «Ναι, ετσά εχτίζανε οι παλιοί μας τα σπίθια ντονε τα παλιά χρόνια». Δυστυχώς υπάρχουν ή υπήρχαν κάνα δύο ακόμα στο χωριό. Στα Πατεριανά του Πατερομιχάλη και στο Άρμι του Γλετζομιχάλη.
Πιστεύω πως το καμαρόσπιτο είναι αρκετά καινούριο και πήρε το όνομά του από τη μεγάλη καμάρα, με τέλεια πελεκημένες και λαξευμένες πέτρες που έπιαναν από τη μία μπάντα στην άλλη και αντικαθιστούσαν το επίμηκες δοκάρι, στοιχείο που το πιθανότερο να επικράτησε μετά την ενετοκρατία.
Σε αντίθεση με το σπίτι με τον λυρατζή, καμαρόσπιτα υπάρχουν αρκετά στην Ασηγωνιά και το πιο σπουδαίο είναι πως μερικά από αυτά τα έχουν ανακαινίσει οι ιδιοκτήτες τους με σεβασμό στους παππούδες τους που τα έκτισαν.
Όπως εκμαίευσα από το Σταυρουλογιώργη, του οποίου ο πατέρας, Σταυρουλοβαγγέλης, και ο παππούς του Σταυρουλοστελής υπήρξαν από τους τελευταίους μαστόρους του είδους. Μάλιστα, για τον τελευταίο λένε πως τον καλούσαν «σε ούλα τα Σφακιά και μέχρι την Ανώπολη να πελεκήσει τα μυλαράκια που αλέθαν τις ελιές, στους μύλους που έβγαζαν το λάδι και είχε πελεκήσει περισσότερα από 30 ζευγάρια σε διάφορα χωριά.
Μάλιστα φοβόταν – όπως μου είπε ο σύντεκνός μου ο Σταυρουλογιώργης – πως από τη πολλή δουλειά θα πιαστούν τα χέρια του και δε θα μπορεί να φάει ψωμί. Όμως, τα χέρια του δεν πιάστηκαν, μα στα τελευταία του χρόνια έχασε το φως του, και στα τελευταία 5 χρόνια της ζωής του ήταν εντελώς τυφλός.
Πιο πριν από τον Σταυρουλοστελή, σπουδαίος μάστορας ήταν ο Μπλυμοσήφης, που όπως μου είπε, από αυτόν έμαθε την τέχνη και ο παππούς του, ο Σταυρουλοστελής.
Κάποιος μου είπε κάτι που δεν εγνώριζα. Ο Αρχηγός Α’ Τάξης Πετρονικόλας φαίνεται πως εξασκούσε, εκτός εκείνο του πολεμιστή-αρχηγού, και το ειρηνικό επάγγελμα του κτίστη!
Το σπίτι λοιπόν βρήκε τους κτίστες, που συνήθως ήταν ζευγάρια, ένα ή δύο. Όμως πριν να αρχίσουν το κτίσιμο έπρεπε να λαξεύσουν και να πελεκήσουν τις καντουνάδες που ήταν δύο ειδών.
Η διπλές που κρατούσαν ολόκληρη τη γωνία και τις έλεγαν ρομπάθια και τις μονές λατζέθια. Και για τα παραθύρια έπρεπε να πελεκήσουν τις πέτρες από τις δύο πλευρές και το τοξωτό από πάνω. Τότε δεν υπήρχαν τσιμέντα. Κιαμιά φορά αντί για το τοξωτό απο πάνω, έβαζαν ένα ξύλο από αγριελιά ή πρίνο σαν ανώφιλιο ένα μικρό δοκαράκι. Στο συνεργείο ήταν απαραίτητη και η παρουσία του «πουργού» – βοηθού εργάτη. Η δουλειά του κατά βάση ήταν να κατασκευάζει λάσπη και να κουβαλεί χαλίκια και πέτρες στους μαστόρους. Τις περισσότερες φορές χρέη «πουργού» έκανε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που έκτιζαν.
Έτσι, παράλληλα με το κτίσιμο των τοίχων, πελεκούσαν και τα ρομπάθια και τα λατζέθια.
Όταν είχε προχωρήσει αρκετά το κτίριο, έπρεπε να παλεκήσουν πέτρες για την καμάρα και τα μικιά καμαράκια για τα καντούνια του σπιτιού, που συνήθως ήσανε τέσσερα, με κυριώτερο αυτό που άφτουνε τη φωτιά και είχε τον φούρνο για το ψωμί και την καμινάδα. Και στις δύο περιπτώσεις των σπιτιών δηλαδή αυτό με τον λυρατζή και το καμαρόσπιτο, στην σκεπή βάζανε τα μικρότερα δοκάρια που ήταν συνήθως δρύινα και τα κόβανε πάντα λίγωση του μήνα για να μη σαπίζουν.
Μετά τοποθετούσαν τις σκίζες, κάθετα και από πάνω στα φουντώματα, από κλαριά σφάκας-πικροδάφνης, έτσι που να μπορεί να πέσει από πάνω η λεπίδα, χώμα, που δεν το διαπερνά το νερό. Την λεπίδα στην Ασηγωνιά την έβγαζαν από ένα τεράστιο λεπιδόλακκο στις παρυφές του χωριού, λίγο παραπέρα από το Περαχώρι. Γύρω τριγύρω από το δώμα τοποθετούσαν τα ματζιπέτια που ήταν πελεκημένες πέτρες για να κρατούν τη λεπίδα στο δώμα. Πάνω σε κάθε δώμα υπήρχε και ο κύλινδρος και ήταν για μας τα κοπέλια απόλαυση και παιχνίδι να βγαίνουμε στο δώμα και να το κυλινδρίζουμε κάθε φθινόπωρο για να κλείνουν οι χαραμάδες της λεπίδας.
Με τον ίδιο τρόπο οι παλιοί μαστόροι έκτιζαν και τα μιτάτα τσ’ Ασηγωνιώτικης μαδάρας που τα παλιά χρόνια ήσαν περισσότερα από είκοσι. Έκτιζαν επίσης και τον θόλο της στέρνας – υδατοδεξαμενής.
Ο γερο-Σταυρουλοστελής έκτισε ή επιστάτησε στο κτίσιμο αρκετών. Έπρεπε να ακολουθήσει μια τεχνική για να αντέχει ο θόλος, το τεράστιο βάρος του ίδιου του θόλου, και των αρκετών ποσοτήτων χιονιού που μαζεύονταν τον χειμώνα. Πριν να αρχίσουν, έβαζαν πάντα ένα χοντρό δοκάρι που το λέγανε βορδοναρέ και θα σήκωνε όλο το βάρος, μέχρι ο Σταυρουλοστελής να βάλει στο πιο πάνω μέρος του θόλου την τελευταία πελεκημένη πέτρα. Έβγαζαν τότε τα πιο μικρά δοκάρια εκτός από τη βροδοναρέ, που λόγω του βάρους της, την άφηναν εκεί να σαπίσει και να πέσει στη στέρνα και να διαλυθεί.
Όπως είπαμε, ένας από τους πιο παλιούς κτίστες-πελεκητάδες ήταν ο Μπλυμοσήφης και ο Σταυρουλοστελής. Από τους νεώτερους ο Σταυρουλοβαγγέλης (Βαγγέλης Σταυρουλάκης), ο Κωσταδιός (Κώστας Ψυχουντάκης), ο Αντουρογιάννης (Γιάννης Αντουράκης) και ο Μπαμιαδογιάννης (Γιάννης Μαρκάκης).
Για πολλοστή φορά, εντυπωσιαστήκαμε με την επιμελημένη παρουσίαση στα “Χ.Ν.” του εξαίρετου συγγραφέα κ. Σήφη Πετράκη, για τους παλιούς μαστόρους, “Τσ’ Ασηγωνιάς πελεκητάδες και κτίστες”. Η ακριβής, λεπτομερής και αριστουργηματική περιγραφή των τότε συμβάντων, χαρακτηρίζουν το ανεκτίμητης ιστορικής και λαογραφικής κείμενο του αρθρογράφου, που, δικαίως, αποτελεί γνήσιο και πολύτιμο κομμάτι της λαϊκής και Κρητικής πολιτιστικής παράδοσης. Βέβαια, αυτή η εποχή χάνεται, οσημέραι, αλλά με τα αθάνατα πονήματα των άξιων δημιουργών του λόγου και της ποίησης, εκάστοτε, ζωντανεύει στο νου και την ψυχή μας. Το ολιγότερο, η παραπάνω σπάνια εργασία αξίζει τον έπαινο και τις ευχαριστίες όλων μας στα πρόσωπα των δημιουργών. Περιμένουμε και κάποια παρουσίαση επίσημη ενός πονήματος του κ. Σ. Πετράκη. Με φιλική εκτίμηση κι αγάπη Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ.
Σχολαστική περιγραφή για τα ήθη και έθιμα της Αση Γωνιάς θα βρείτε στο βιβλίο του Γιώργη Ψυχουντάκη “Αιτοφωλιές στην Κρήτη”