Μπήκαν στα καράβια σε καιρούς δύσκολους. Πολλοί από αυτούς ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση που είναι δεµένη µε τη θάλασσα. Οι περισσότεροι, ωστόσο, για την επιβίωση, αλλά και για την περιπέτεια. Για να γνωρίσουν τον κόσµο, να επισκεφθούν µέρη εξωτικά, για να ζήσουν εµπειρίες σπάνιες. Η δουλειά σκληρή. Πολλά και πολύτιµα αυτά που αφήνει κανείς πίσω του όταν φεύγει. Γονείς, συζύγους, παιδιά, φίλους… Όµως εκείνοι αγάπησαν τη θάλασσα και πλέον έχουν να αφηγηθούν αµέτρητες ιστορίες που µοιάζουν, για εµάς τους στεριανούς, µε παραµύθια. Ιστορίες άλλοτε όµορφες κι άλλοτε σκληρές, γεµάτες κίνδυνο. Οι σηµερινές “διαδροµές” είναι αφιερωµένες σε ιστορίες της θάλασσας, που µοιράστηκαν µαζί µας τέσσερις παλιοί ναυτικοί.
Με πούσι… ανάµεσα σε παγόβουνα
«Μπάρκαρα για πρώτη φορά το 1967. Άλλες εποχές τότε. Το ναυτικό επάγγελµα ήταν µια διέξοδος για να επιβιώσεις. Άλλοι µπάρκαραν στα πλοία κι άλλοι έφευγαν µετανάστες στο εξωτερικό», θυµάται ο συνταξιούχος πλοίαρχος του Εµπορικού Ναυτικού Στέλιος Φραντζεσκάκης.
Αναπολεί τα χρόνια που ήταν παιδί: «Με τραβούσε η θάλασσα γιατί κι ο πατέρας µου ήταν ναυτικός. Θυµάµαι από το χωριό έβλεπα κάτω στη θάλασσα το περιβόητο “Φαιστός” να χάνεται πέρα στον ορίζοντα. Σαν να µε έπαιρνε µαζί του και φανταζόµουν κι εγώ µακρινούς κόσµους που ήθελα να τους ανακαλύψω. Έτσι βρέθηκα αργότερα στη Σχολή Εµπορικού Ναυτικού της Σύρου και µετά την αποφοίτηση έκανα το πρώτο µου ταξίδι µε ένα φορτηγό πλοίο 12.000 τόνων και 36 άτοµα πλήρωµα, όλοι Έλληνες».
Το πρώτο µπάρκο κράτησε 23,5 µήνες: «Ήταν η πρώτη πτήση που έκανα στη ζωή µου. Πήρα το αεροπλάνο και µετά από µία στάση στην Αίγυπτο, βρέθηκα στις Ινδίες. Από εκεί πήρα το πλοίο. Στις Ινδίες έβλεπες τον πλούτο, δίπλα στην ανέχεια. Χιλιάδες κόσµου κοιµόταν έξω στους δρόµους. Με το καράβι κουβαλούσαµε ό,τι µπορείς να φανταστείς και πήγαµε σε πολλά και διαφορετικά λιµάνια. Το πρώτο ταξίδι ήταν από Ινδία για Νότια Αφρική. Εκεί είδα πράγµατα που σήµερα φαντάζουν απίστευτα. Ήταν η περίοδος του Απαρτχάιντ. Είδα µαύρους να τους οδηγούν στο βαπόρι µέσα αλυσοδεµένους, όπως βλέπουµε στις ταινίες. Τους έβαζαν µέσα στα αµπάρια για να φτυαρίσουν κάρβουνο».
Από το απάνθρωπο καθεστώς του Απαρτχάιντ ο νεαρός τότε Στέλιος Φραντζεσκάκης θα βρεθεί στην Μέκκα της τεχνολογικής ανάπτυξης, την Ιαπωνία: «Τότε ήταν πολύ της µόδας η Ιαπωνία, καθώς τροφοδοτούσε µε τεχνολογικά προϊόντα όλη την υφήλιο. Θυµάµαι πως σε όποιο ιαπωνικό λιµάνι και να πήγαινες, έβλεπες δεκάδες ελληνικά βαπόρια, ακόµα και στα µπαρ σου µιλάγανε ελληνικά! Εκείνα τα χρόνια µέναµε αρκετό καιρό στα λιµάνια, 15-20 µέρες κι είχες την άνεση να βγεις. Φαντάσου τώρα παιδιά που είχαµε µεγαλώσει σε ένα χωριό της Κρήτης πώς φαίνονταν όλα αυτά τα πράγµατα στα µάτια µας. Ήταν κάτι µαγικό!».
Ωστόσο, τα ταξίδια δεν κρύβουν µόνο µαγικές στιγµές αλλά δύσκολες. Μία τέτοια ζητήσαµε από τον συνοµιλητή µας να ανασύρει από τη µνήµη του: «Το 1972, όταν ήµουν ανθυποπλοίαρχος, φύγαµε από Μπέλφαστ φορτωµένοι για να τον Άγιο Λαυρέντιο. Μας έπιασε καιρός και τραβερσάραµε, παρεκκλίναµε δηλαδή της πορείας µας, τραβώντας πιο ψηλά. Έτσι πέρασαν 1-2 µέρες. Την τρίτη µέρα είχαµε ανέβει πολύ ψηλά και πλακώνει ένα πούσι που δεν βλέπαµε ούτε στα 30 µέτρα. Σαν να µην έφτανε αυτό, πήραµε ένα σήµα που έλεγε ότι στην περιοχή βρίσκονται πολλά παγόβουνα. Μιλάµε για µια εποχή όπου τα ραντάρ ήταν πρωτόγονα. Κατεβάσαµε ταχύτητα, σφυρίζαµε διαρκώς µήπως αντιληφθούµε κάποιον αντίλαλο και παίρναµε διαρκώς θερµοκρασία από τη θάλασσα, όπως έγραφε στη βιβλιογραφία. Θυµάµαι ήταν µαζί µας οι γυναίκες του καπετάνιου και του α’ µηχανικού οι οποίες όταν είδαν ότι κρεµάσαµε τις βάρκες, ώστε σε περίπτωση που είχαµε κάποιο ατύχηµα να εγκαταλείψουµε το πλοίο, έβαλαν τα κλάµατα. Ευτυχώς την τρίτη µέρα καθάρισε η ατµόσφαιρα και είδαµε παγόβουνα δεξιά και αριστερά. Τότε, ξεθάρρεψαν και οι γυναίκες κι από εκεί που έκλαιγαν άρχισαν γεµάτες ενθουσιασµό να βγάζουν φωτογραφίες τα παγόβουνα!».
Ρωτάµε τον κ. Στέλιο αν -εφόσον ήταν νεότερος- θα ξαναγύριζε στη θάλασσα: «Θα γύριζα µε τις συνθήκες όµως του ’60 και του ’70. Τότε µπορεί να µην υπήρχαν οι τεχνολογικές ευκολίες (δορυφόροι, aircondition κ.λπ.) αλλά υπήρχε ένας ροµαντισµός στο επάγγελµα. Σήµερα, το επάγγελµα έχει γίνει πολύ αγχωτικό. Ελάχιστοι Έλληνες υπάρχουν στα βαπόρια, τα πλοία µένουν ελάχιστο χρόνο στα λιµάνια και οι συνθήκες εργασίας είναι εξουθενωτικές».
«Έχει χαθεί η γοητεία του ναυτικού επαγγέλµατος»
«Πήγα το 1979 στη Σχολή Εµπορικού Ναυτικού στη Σύρο και πήρα µεταγραφή τη δεύτερη χΡονιά στη Σχολή της Κρήτης. Ο παππούς µου ήταν ναυτικός, όπως κι ο πατέρας µου που µέσα από αυτόν αγάπησα κι εγώ τη θάλασσα και το επάγγελµα», σηµειώνει ο συνταξιούχος πλοίαρχος του Εµπορικού Ναυτικού Μανώλης Τσαγκάρης, του οποίου, επίσης, ο µοναχογιός ακολουθεί την οικογενειακή ναυτική παράδοση.
Το πρώτο του ταξίδι το έκανε 2 Ιουνίου του 1981, όταν έφυγε αεροπορικώς πήγε στη Νέα Ορλεάνη για να πάρει το πλοίο και στη συνέχεια φόρτωσαν καλαµπόκι και περνώντας το κανάλι του Παναµά βρέθηκαν στην Κόστα Ρίκα. «Στο δεύτερο ταξίδι φορτώσαµε ζάχαρη από την Κολοµβία και ξανά επιστροφή στην Αµερική. Για 6 µήνες έκανα συνέχεια αυτά τα ταξίδια», αναφέρει κ. Τσαγκάρης.
Πώς ήταν η αίσθηση των πρώτων ταξιδιών; «Όλα ήταν τέλεια τότε. Ήµασταν παιδιά, παίρναµε λεφτά, ταξιδεύαµε στο πλοίο 27 Έλληνες», απαντά.
Βέβαια µέσα στα χρόνια δεν έλειψαν και οι δύσκολες στιγµές, που έκρυβαν κίνδυνο: «Στην Αργεντινή, στο Παρανά Ρίβερ, λόγω ενός κακού χειρισµού του πλοηγού σε συνδυασµό µε την κακή επίβλεψη του πλοιάρχου, το πλοίο ανέπτυξε µεγάλη ταχύτητα µέσα στο ποτάµι και σε µια στροφή χτυπήσαµε µε συνέπεια να δηµιουργηθεί ρήγµα. Ευτυχώς µπορούσαµε να συνεχίσουµε γιατί δεν ήµασταν φορτωµένοι και λειτούργησε η ασφάλεια του πλοίου».
Τι έχει αλλάξει όµως στο επάγγελµα από τότε µέχρι σήµερα; «Παρότι η τεχνολογία έχει βοηθήσει στην ασφάλεια και την επικοινωνία µε τον έξω κόσµο, την ίδια στιγµή έχει φέρει νέα προβλήµατα: ∆ουλεύουν πολλές ώρες -και σε πολλές περιπτώσεις οι εταιρείες κρατάνε τους ναυτικούς πάνω από 6 µήνες του µπάρκου που λέει η σύµβαση- µένουν ελάχιστα στα λιµάνια και δεν βγαίνουν έξω, ενώ ακόµα και το ίντερνετ που έχει µπει στη ζωή των ναυτικών είναι πολύ αργό», απαντά ο κ. Τσαγκάρης και προσθέτει: «Είναι δύσκολο να είσαι ναυτικός. Και παλιά και τώρα. Σήµερα θα έλεγα ότι δεν έχει µείνει τίποτα που να κάνει γοητευτικό το επάγγελµα του ναυτικού. Υπάρχει, όµως, πάντα το οικονοµικό που είναι ένας βασικός λόγος που παλιά αλλά και σήµερα που πολλά παιδιά διαλέγουν αυτό το επάγγελµα».
4,5 µήνες µε τους ίδιους επιβάτες!
«Εγώ τελείωσα τη σχολή Εµπορικού Ναυτικού της Κύµης το 1968. Στη θάλασσα µε έφερε η αγάπη µου γι’ αυτή αλλά ίσως και το “αίµα”. Όλη η οικογένειά µου, πατέρας, θείοι κ.λπ. ήταν ναυτικοί, όπως και ο παππούς µου, ο οποίος πνίγηκε µε ένα φορτηγό πλοίο», θυµάται ο συνταξιούχος πλοίαρχος του Εµπορικού Ναυτικού Λευτέρης Αντάσουρας και τονίζει ότι ο πατέρας του επιχείρησε να τον αποτρέψει από το να ακολουθήσει το επάγγελµα του ναυτικού.
«Μού είχε πει ότι “δεν πας στη Σχολή του Εµπορικού Ναυτικού µε κανένα τρόπο” και θυµάµαι ότι του είχα απαντήσει ότι όπου και να µε βάλει δεν θα διαβάζω, αν δεν πάω εκεί. Έτσι κι εκείνος τα καλοκαίρια στα καράβια που δούλευε ως λοστρόµος µε έπαιρνε µαζί του σαν τζόβενο, και µε έβαζε να δουλεύω εξαντλητικά, µήπως και σιχαθώ το επάγγελµα. Όσο, όµως, µε πίεζε εκείνος τόσο εγώ έβλεπα τους αξιωµατικούς µε τα γαλόνια τους κι έλεγα ότι θα φτάσει η στιγµή που θα βρεθώ κι εγώ στη θέση τους», αναπολεί ο παλιός ναυτικός.
Το πρώτο ταξίδι του κ. Αντάσουρα ήταν µε έναν γκαζάδικο του Ωνάση, όπου έµεινε 14 µήνες. Εκείνο το ταξίδι τέλειωσε απότοµα µε ένα ατύχηµα στο Μπουένος Άιρες, όταν το πλοίο που ταξίδευε, φορτωµένο µε 22.000 τόνους µαζούτ, συγκρούστηκε ένα άλλο, επίσης ελληνικό πλοίο, κι άρπαξε φωτιά. Ένας άνθρωπος τραυµατίστηκε, ενώ η ζηµιά ήταν τόσο µεγάλη που το πλοίο κρίθηκε πλήρως κατεστραµµένο.
Αυτό το ατύχηµα έκανε τον νεαρό τότε ναυτικό να στραφεί στα κρουαζιερόπλοια, όπου πέρασε την υπόλοιπη καριέρα του ως ναυτικός, ενώ στη συνέχεια για 18 χρόνια εργάστηκε ως καθηγητής στη Σχολή του Εµπορικού Ναυτικού Κρήτης.
«Συνήθως µε τα κρουαζιερόπλοια ταξιδεύαµε Μεσόγειο και Καραϊβική. Ένα από τα τελευταία µου ταξίδια ήταν µια κρουαζιέρα διάρκειας 4,5 µηνών µε τους ίδιους επιβάτες. Το κόστος της κρουαζιέρας ανέρχονταν σε 5 µε 7 εκατ. δραχµές το άτοµο. Οι περισσότεροι επιβάτες ήταν Καναδοί και θυµάµαι ότι πιάσαµε σε λιµάνια 35 διαφορετικών χωρών. Μάλιστα, οι ίδιοι είχαν φροντίσει επειδή θα έλειπαν µεγάλο διάστηµα να νοικιάσουν τα σπίτια τους για να εξοικονοµήσουν χρήµατα. Ήταν µια µεγάλη εµπειρία αυτό το ταξίδι και µας έτυχαν πολλά. Θυµάµαι 4 επιβάτες πέθαναν µέσα σε αυτό το διάστηµα, ενώ κάναµε millenniun στην Ανταρκτική, µέσα στους πάγους! Οι άλλοι διασκέδαζαν µε πυροτεχνήµατα, κι εγώ ήµουν στη γέφυρα µην τυχόν και συµβεί τίποτα».
Ρωτάµε τον κ. Αντάσουρα για τις δυσκολίες του επαγγέλµατος: «Θυµάµαι όταν ήταν µικρός ο µικρότερος γιος µου κάθε πρωί τον πήγαινε στο σχολείο και τον έπαιρνε το µεσηµέρι η µητέρα του. Όταν λοιπόν γύρισα µετά από 6 µήνες από το µπάρκο, γύρισε και µού είπε το παιδί: “Μπαµπά θα έρθεις να µε πάρεις από το σχολείο για να δουν οι φίλοι µου ότι έχω κι εγώ µπαµπά”…».
«Είσαι εσύ κι ο Θεός»
«Εγώ σπούδασα στον ∆αίδαλο. Άρχισα τα ταξίδια µου ως δόκιµος, µε κόκκινο όπως λεγόταν φυλλάδιο, από τα ψαράδικα του Σταθάκη. Εκεί κάθισα 2 χρόνια και µετά πήρα το µπλε φυλλάδιο που είναι για κανονικούς ναυτικούς», θυµάται ο συνταξιούχος µηχανικός Εµπορικού Ναυτικού Μανώλης Τσιριγωτάκης.
Όπως λέει, στη θάλασσα δεν τον έφερε τόσο η ανάγκη όσο η επιρροή που δέχθηκε από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν επίσης ναυτικός, αλλά και η επιθυµία του να ταξιδέψει.
Το 1967 κι αφού ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ο νεαρός τότε µηχανικός πήρε το αεροπλάνο για Τόκιο για να βρει το πλοίο που θα έκανε το πρώτο µπάρκο: «Ήταν ένα φορτηγό πλοίο, χωρητικότητας 27,5 χιλιάδες τόνους. Εκεί έκατσα ένα χρόνο», σηµειώνει. Το πρώτο ταξίδι ήταν από Τόκιο για Καναδά. Μετά πήγαµε και Αγγλία. Φορτώναµε ξύλο και πολτό, χαρτί σε ρολά».
Υπήρχε άγχος στα πρώτα ταξίδια; «∆εν υπήρχε άγχος. Τότε πότε ήµουν δόκιµος και πότε γ΄ µηχανικός. Η ευθύνη αρχίζει από τον β΄ µηχανικό και πάνω. Τότε ξέρεις πως είσαι εσύ κι ο Θεός, γιατί αν συµβεί οτιδήποτε θα πρέπει να το παλέψεις µε ό,τι µέσα έχεις, γρήγορα και παίρνοντας ρίσκα».
Τον ρωτάµε αν σκέφτηκε ως νέος που ήταν τότε να αφήσει τη θάλασσα για µια πιο ήσυχη ζωή στη στεριά: «Το 1970 είχα ευκαιρίες να µείνω στη στεριά και να δουλέψω στη ∆ΕΗ. ∆εν πήγα όµως, ήθελα να συνεχίσω στο βαπόρι», απαντά.
Στην καριέρα του ως ναυτικού δεν έλειψαν από τον κ. Μανώλη οι δύσκολες στιγµές: «∆ύο φορές θυµάµαι ότι χρειάστηκε να ρίξουµε τσιµέντο ταχείας πήξεως σε ένα “κράκ” γιατί έµπαινε νερό και δύο φορές πήραµε φωτιά. Ζοριστήκαµε τότε, γιατί να ξέρεις, ο ναυτικός περισσότερο από όλα φοβάται τη φωτιά, όχι τη θάλασσα».
Στα καράβια έµεινε σε πρώτη φάση 12 χρόνια, στη συνέχεια εργάστηκε για 10 χρόνια ως µηχανικός στην ΕΤΑΝΑΠ και ξαναµπάρκαρε στο “Ελευθέριος Βενιζέλος”, όταν οι κόρες του πήγαν για σπουδές στο πανεπιστήµιο.
Τα χρήµατα έπαιξαν τον ρόλο τους σε αυτές τις επαγγελµατικές µανούβρες του παλιού ναυτικού: «Πριν πάω στην ΕΤΑΝΑΠ έπαιρνα ως β΄ µηχανικός 150.000 δραχµές κι όταν βγήκα στη στεριά έπαιρνα 22.000 δρχ. Ε, όταν µπήκαν τα παιδιά στο πανεπιστήµιο έφυγα ξανά γιατί οι υποχρεώσεις αυξήθηκαν». Ρωτάµε τον κ. Μανώλη πόσο δύσκολο είναι το επάγγελµα του ναυτικού: «Όσο µεγαλώνεις τόσο πιο δύσκολο γίνεται.