Ένα καλοφτιαγµένο µονοπάτι που αρχίζει βόρεια της Μονής Γουβερνέτου και οδηγεί στο Καθολικό και το Σπήλαιο του Αγίου Ιωάννη. Mετά από δέκα περίπου λεπτά πεζοπορίας, από την αρχή του, συναντούµε στην τοποθεσία Αρκουδιά, το σπήλαιο της Αρκούδας ή της Παναγίας της Αρκουδιώτισσας.
Η αξιόλογη αυτή τοποθεσία αποτελεί έναν σπουδαίο χώρο λατρείας από την προϊστορική περίοδο µέχρι και σήµερα. Στην είσοδο του σπηλαίου ευρίσκεται εκκλησάκι αφιερωµένο στην Υπαπαντή του Χριστού και κάθε χρόνο στις 2 Φεβρουαρίου, πολλοί πιστοί συγκεντρώνονται εδώ, για να παραστούν στη θεία λειτουργία.
Ο διπλανός, βόρεια, µικρός σπηλαιώδης χώρος έχει αφιερωθεί στον Άγιο Γεράσιµο. Στο υπέρθυρο της εκκλησίας, είναι εντοιχισµένα, µέσα σε άρους (τρύπες), πιάτα, ίσως βενετσιάνικα, που συνήθως σχηµατίζουν σταυρό και αποτελούν συνέχεια πανάρχαιας παράδοσης. Το σπήλαιο αυτό έχει διαστάσεις περίπου 45 επί 30 µ., και στο κεντρικό σηµείο, ύψος σχεδόν πέντε µέτρα. Στο κέντρο του, αντικρίζουµε έναν λίθινο όγκο που µοιάζει µε αρκούδα και κάτω από το κεφάλι της µια δεξαµενή όπου συγκεντρώνεται το νερό από τη σταγονορροή των σταλακτιτών.
Λίγα σκαλοπάτια ανεβάζουν ως το νερό αυτό.
Πίσω και πλάι από τη δεξαµενή και την αρκούδα υπάρχουν µερικές όµορφες µεγάλες κολόνες και λίγοι σταλακτίτες.
Η παράδοση, µε διάφορες παραλλαγές, αναφέρει πως µια αρκούδα στα χρόνια τα παλιά, ερχόταν και έπινε αυτό το νερό που ήταν πολύτιµο για τους βοσκούς της περιοχής και τους µοναχούς. ∆εήθηκαν λοιπόν στην Παναγία να τους γλιτώσει από αυτό το θηρίο και η Παναγία τους εισάκουσε και “πέτρωσε” την αρκούδα.
Η αρκούδα αυτή µοιάζει να διαµορφώθηκε από σταλαγµίτη, αλλά είναι σίγουρο πως είχε λαξευτεί στα αρχαία χρόνια σαν ένα οµοίωµα αυτού του ζώου, για να χρησιµοποιείται στη λατρεία της Θεάς Αρτέµιδος, κατά µεταφορά αυτής της λατρείας από τους Πελασγούς που τη λάτρευαν σε µορφή αρκούδας. Είναι ο µοναδικός χώρος, σε ολόκληρη την Κρήτη που ανακαλύφθηκε η λατρεία αυτής της Αρκουδοθεάς.
Εδώ, τον δεύτερο µετά το χειµερινό ηλιοστάσιο µήνα, που συµπίπτει, όχι τυχαία, µε την περίοδο που εορτάζεται η Υπαπαντή, ερχόταν τα νέα κορίτσια, οι άρκτοι, ντυµένα σαν αρκούδες και χόρευαν τον αρκουδοχορό προς τιµήν της Αρτέµιδας.
Αυτό πιθανόν ακολουθούσε το τυπικό της όµοιας λατρείας που πραγµατοποιούνταν στη Βραυρώνα της Αττικής, όπου βρέθηκαν και αγάλµατα κοριτσιών 5-10 χρόνων “άρκτων” και η Άρτεµις λατρευόταν υπό µορφή αρκούδας. Μάλιστα, υπάρχει η γνώµη ότι θυσιαζόταν στις γιορτές αυτές και ένα από τα κορίτσια – άρκτους.
Μια ακόµη αρχαία παράδοση λέει ότι οι δύο Κρητικές νύµφες και τροφοί του ∆ία, η Ελίκη και Κυνόσουρα, µεταµορφώθηκαν σε αρκούδες. Αργότερα δε έγιναν αστερισµοί που είναι ακόµα γνωστοί µε το όνοµά τους (Άρατος – Φαινόµενα 30).
Το γεγονός της λατρείας αυτής στο σπήλαιο, επιβεβαιώθηκε µετά από την ανεύρεση, το 1960, από τον γράφοντα σε δυσπρόσιτο θάλαµο του σπηλαίου, πήλινης πλάκας υπέροχης τέχνης µε ανάγλυφη παράσταση της κυνηγέτιδος Αρτέµιδας. Η πλάκα αυτή ευρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο µαζί µε άλλη ανευρεθείσα, επίσης από εµένα, πήλινη πλάκα εξόχου τέχνης µε τον Απόλλωνα τον κιθαρωδό, γυµνού ειδωλίου Αφροδίτης, που βρέθηκε από τον Χ. Χουλιόπουλο, που πιθανώς έφερε χρυσό διάδιµα εις την κεφαλή, τεµάχια αγγείων ελληνιστικής περιόδου καθώς και πόδι σατύρου, πόδι µικρού µαρµάρινου αγάλµατος, ειδώλια νυµφών και τµήµατα αγγείου µελανόµορφου κλασικής περιόδου.
Ο Γάλλος καθηγητής-σπηλαιολόγος Πωλ Φωρ, επεσήµανε πάνω στο οµοίωµα αυτό της Αρκούδας, δώδεκα λακκούβες, όπου τοποθετούνταν σπόροι κ.λπ., για τη λατρεία των Θεών. Ακόµη στη ράχη της Αρκούδας υπάρχει η κεντρική λακκούβα, όπου έβαζαν τα του θυσιαστηρίου.
Σε λίγα σηµεία της περιοχής Ακρωτηρίου έχω επισηµάνει το καλντερίµι που είχε κατασκευαστεί τότε για να έρχονται οι Κυδωνιάτες προσκυνητές ως το ιερό αυτό σπήλαιο.
Η ειδωλολατρική χρήση του σπηλαίου, που ήταν στο απόγειό της τον 5ο π.Χ. αιώνα, υπολογίζεται ότι κράτησε µέχρι τη Ρωµαϊκή εποχή. Στα κτήρια που βρίσκονταν έξω από το σπήλαιο διέµεναν παλαιότερα µοναχοί που καλλιεργούσαν µικρούς κήπους και είχαν διανοίξει και πηγάδι νερού.
Σε Βενετσιάνικα έγγραφα του 1637, αναφέρεται σαν Μετόχι της Μονής Γουβερνέτου, ενώ περιηγητές ξένοι αναφέρουν ότι συναντούσαν εδώ ερηµίτες µέχρι τέλους του 19ου αιώνα.
Τελευταίος ασκητεύσας εδώ, όπως αναφέρουν προφορικές µαρτυρίες, ήταν ο Γεράσιµος Γλυνιαδάκης, ένας δυναµικός και δουλευτής µοναχός από τα Σφακιά, που διέµεινε περί τα 25 χρόνια και είχε δηµιουργήσει µικρά περιβόλια έξω από το σπήλαιο και ο οποίος πέθανε το 1916 και τάφηκε δίπλα στο εκκλησάκι της Υπαπαντής.