Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου, 2024

Πανεπιστήμια, τότε και… τώρα

Επειδής πονώ, κι εσείς πονάτε και λυπάστε για τα όσα τερπνά και φριχτά συβαίνουν τα τελευταία χρόνια με τα πανεπιστήμια, με αποκορύφωμα τους γραφιάδες τώρα τελευταία να καθορίζουν τις τύχες των παιδιών που με πολύ αγώνα περάσανε τις απαράδεκτες όπως γίνονται Πανελλαδικές, και να ποδοπατούν το μαρτύριο των γονιών τους, και με “θεατρίνους” τινάς, να ονομάζονται επισήμως και με πολιτικό μανδύα Πρυτάνεις, σκέφτηκα, αντί για άλλο, να διαβάσετε απόψε μικρά αποσπάσματα από το υπό δοκιμασίαν μυθιστόρημά μου και τη βιογραφία του θεατράνθρωπου Αλέκου Γαλανού.
Ήτανε, 1942. Με τις κοιλίτσες των παιδιών πρησμένες ακόμα από την πείνα…
Κουρασμένη μα αναθαρρεμένη, κατέβηκε τη σκάλα του οφθαλμιατρείου, εκεί, Σίνα και Πανεπιστημίου γωνία. Ξάνοιξε, καρσί το μεγαλόπρεπο χτήριο όλο μάρμαρα, κολώνες κι αγάλματα μπροστά, παραξενεύτηκε.
-Είναι το Πανεπιστήμιο, της είπε ο Σταμάτης, που ήτανε καθισμένος στο ξύλινο παγκάκι, με τα δυο μικρά στα γόνατά του.
Ως τ’ άκουσε, διέσκισε το δρόμο, και δειλά, με αργά βήματα, προχώρησε. Μια φούχτα κάτασπρα περιστέρια τρομάξανε, φτερούγισαν βιαστικά, σταμάτησαν στ’ ακροκέραμα πάνω από τα προπύλαια. Κούρνιασε η χήρα πίσω από τους κλαδεμένους θάμνους, καρφώθηκε στη γης, μαύρο κουβάρι γίνηκε στις γρανιτένιες πλάκες, γωνιά-γωνιά αντικριστά τα σκαλοπάτια σούρθηκε, γονάτισε, σταυροκοπήθηκε. Έτρεξε ο νέος να τη βοηθήσει, θάρρεσε πως ζαλίστηκε, τρέξανε και τα παιδιά της, φοβηθήκανε, διπλοκαθίσανε κολλητά στη μάνα τους, σταμάτησε από την άλλη κι ένας διαβάτης, κοίταζε απορημένος.
Άνοιξε αυτή σα κουπιά τα μπράτσα της, τα τίναξε αψηλά, μετά ομπρός και πρόσταξε με βραχνιά, θλιμμένη φωνή:
-Φύγετε. Είμαι καλά.
Φτέρουγες μετά τα χέρια της, ανεμίσανε προς τον ουρανό, διαγράψανε δυο μισόκυκλους στον αγέρα, κι ανταμώσανε σταυρωτά στη καρδιά της απάνω. Άπλωσε την απαλάμη με τα τρία δάχτυλα ενωμένα, τ’ ακούμπησε στο κούτελο, στην κοιλιά και στους ώμους, ατένισε τ’ αγάλματα, ορκίστηκε:
-Θε μου ν’ αξιωθώ να δω τα παιδιά μου σε τούτο το τρανό σκολειό. Δεν ξέρω γράμματα εγώ, μα αυτά θα μάθουνε και θα εξυψώσουνε το όνομά μου. Των Γερογιάννηδων το όνομα θα τιμήσουν. Αλλιώτικα, δεν αξίζει να ζω.
Κι απόμεινε έτσι, συνεπαρμένη, ώρα πολλή…
…Είκοσι χρόνια αργότερα, στο θάλαμο τέσσερα του οφθαλμιατρείου, με το ένα μάτι φασκιωμένο, η Αδριανή, προσπαθούσε να αναρρώσει. Ο ίδιος ο Καθηγητής ο Χαραμής την είχε εγχειρήσει. Κάθε πρωί στεκότανε στο παναθύρι, έβλεπε τα ίδια αγάλματα, σταυροκοπιόταν, ευχαριστούσε, ορκιζότανε ξανά και παρακαλούσε.
-Σ’ ευχαριστώ Θε μου που μ’ αξίωσες να δω και τα τέσσερα αγόρια μου να μπαίνουν σ’ αυτό το ιερό βήμα και να βγαίνουν με τα πτυχία τους. Κι απ’ αυτούς, ο Λάκης, ανέβηκε και στην έδρα και μοιράζει τα δικά του φώτα στους νέους.
Μετά πήρε ανάσα βαθιά, έκαμε πάλι το σταυρό της, έβγαλε από τα δόντια της λέξεις λιγοστές.
-Να τιμήσουν Θε μου τα πτυχία τους. Εγώ πεθαίνω, μα, σίγουρα, δε θα ντροπιάσουν το όνομά τους, μηδέ την πατρίδα τους.
Και μ’ ένα χαμόγελο η Αντριανή σφάλιξε τα μάτια της.
Να τι έγινε το 1943:
…Με το απολυτήριο γυμνασίου στο χέρι, φοβισμένος και σκεφτικός, ξεκίνησε από το λιμάνι και περπατώντας, έφτασε ως το Βοτανικό. Ιερά οδός 75.
Στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών (το σημερινό Γεωπονικό Πανεπιστήμιο).
Πέρασε ο Αλέκος τη μεγάλη σιδερένια πόρτα, σταμάτησε στη μικρή λίμνη με τα νούφαρα, πήρε δυο μικρούτσικα χαλικάκια από χάμω, παρασύρθηκε θαρρείς απ’ τους ομόκεντρους κύκλους που σχηματίστηκαν σαν τα πέταξε στο νερό, τίναξε αποφασιστικά το κεφάλι και τρεχάτος ανέβηκε τα μαρμάρινα σκαλιά.
-Μπορώ να υποβάλω αίτηση και τα δικαιολογητικά μου για τις εισιτήριες εξετάσεις του Νοεμβρίου, ρώτησε το γραμματέα.
-Φυσικά και μπορείτε, εφ’ όσον έχετε τα προσόντα και πληρώσετε τα εξέταστρα.
…Διάβασε, ξενύχτησε, έγραψε με επιτυχία…
Η φοίτηση, η εγγραφή καθώς και η συμμετοχή στις εξετάσεις, τότε, απαιτούσαν ένα τσουχτερό, δυσεύρετο για τη μεταπολεμική περίοδο χρηματικό ποσόν που με δυσκολία εξοικονομούσαν οι γονείς των σπουδαστών.
…Η παρακολούθηση στα θεωρητικά μαθήματα και στα πολλά εργαστήρια, ήταν υποχρεωτική…
Τότε, λέγαμε Καθηγητής Πανεπιστημίου και σηκωνόμασταν όρθιοι. Και πρύτανης ήταν η κορυφή ήθους και επιστήμης.
Παρακαλώ σας φίλοι μου, γράψτε εσείς το υπόλοιπο κείμενο του χρονογραφήματος. Μπορείτε.
Να δεις που θα φρίξετε.

* gkamvysellis@yahoo.gr


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα