Πέμπτη, 15 Αυγούστου, 2024

Πάνω σε κάποια αποσπάσματα των Προσωκρατικών (XIII)

Η έννοια της “δικαιοσύνης” δεν υφίσταται στη φύση γιατί η φύση είναι πέρ’ απ’ το άδικο και το δίκαιο – όπως και πέρα απ’ το καλό ή το κακό (ο λαός μας το συνέλαβε αυτό κι, έτσι, εμφανίζει, μέσ’ απ’ τη δημοτική μας ποίηση, τη φύση αμέτοχη σ’ ό,τι εμείς θεωρούμε άδικο ή κακό, καλό ή δίκαιο).
Ο,τι φαίνεται σε μας ως άδικο ή δίκαιο μες στο φυσικό κόσμο, δεν είν’ τίποτα άλλο από αναγκαιότητα, δηλαδή αποτέλεσμα επιβεβλημένης τάξης όχι από μια εξωτερική δύναμη ή εξουσία αλλ’ απ’ τα ίδια τα πράγματα. Τίποτα δεν είν’ προϊόν σύμβασης ή συμφωνίας εδώ κι αυτό δεν το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Επομένως, οτιδήποτε αντιλαμβάνονται ως άδικο κι εις βάρος τους, κοιτάνε να το ξεπαστρέψουν για να επέλθει «δικαιοσύνη»! «Δικαιοσύνη» απονεμηθείσα απ’ τους ίδιους για τους ίδιους: Τι ανόητη στάση κι αυτή από όντα που μιλάνε μόνο με όρους συμφωνίας για να μπορούν να συνυπάρξουν μεταξύ τους [καὶ τὰ μὲν τῶν νόμων ὁμολογηθέντα οὐ φύν τ᾽ ἐστίν, τὰ δὲ τῆς φύσεως φύντα οὐχ ὁμολογηθέντα (Αντιφών)] και για να μην φάει ο ένας τον άλλο! Η φύση, όμως, δεν γνωρίζει από κοινωνικά συμβόλαια.
Οι κοινωνίες είναι υποκριτικές και μάλιστα αρέσκονται στο να τρέφουν αυτή τους την υποκρισία με τη θέσπιση κοινωνικών κανόνων. Ο Αντιφών ο σοφιστής αφήνει ένα περιθώριο σ’ αυτή την υποκρισία και την αυθαιρεσία της ανθρώπινης φύσης κι έτσι κάπως υποβιβάζει τον κοινωνικό νόμο σε σχέση με τη φύση γιατί τον βλέπει ως συμφωνία μεταξύ των ανθρώπων (αυτό διακρίνω τουλάχιστον εγώ κάτω απ’ τις αράδες τούτες σε συνάρτηση με την προαναφερόμενη ρήση του): [ ] δικαιοσύνη οὖν τὰ τῆς πόλεως νόμιμα, ἐν ᾗ ἂν πολιτεύηταί τις, μὴ παραβαίνειν. χρῷτ᾽ ἂν οὖν ἄνθρωπος μάλιστα ἑαυτῷ ξυμφερόντως δικαιοσύνῃ, εἰ μετὰ μὲν μαρτύρων τοὺς νόμους μεγάλους ἄγοι, μονούμενος δὲ μαρτύρων τὰ τῆς φύσεως [ ].
Οι νόμοι είν’ αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ πολιτών κι επομένως όταν δεν παραβιάζεται αυτή η συμφωνία λέμε ότι επικρατεί δικαιοσύνη στην κοινωνία. Ωστόσο ο κάθε άνθρωπος που θεωρεί τους νόμους σημαντικούς προκειμένου να επωφελείται της δικαιοσύνης, θα πρέπει να το δείχνει αυτό μπροστά στους άλλους, θα πρέπει δηλαδή να γνωρίζουν οι άλλοι ότι πράγματι τηρεί τη συμφωνία, δηλαδή τους νόμους. Η τήρηση των νόμων, επομένως, είναι συνάρτηση της γνώσης που έχουν οι άλλοι για τη στάση του ενός εκάστου απέναντι σ’ αυτούς τους νόμους και τούτο γιατί η κοινωνία για να νιώθει μια κάποια ασφάλεια θα πρέπει να γνωρίζει αν τηρείται αυτή η συμφωνία. Αλλά περί ποιας «δικαιοσύνης», ποιας «νομιμότητας» και ποιου αισθήματος «δικαίου» μπορούμε να μιλάμε όταν δεν υπάρχει αυτή η γνώση; Όταν δηλαδή δρα το κάθε άτομο εν κρυπτώ και πάντως όχι υπό την παρουσία όλων των άλλων, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τηρεί αυτή τη συμφωνία ή ότι αποκομίζει από τη «δικαιοσύνη» τη μεγαλύτερη ωφέλεια;
Για να το θέσω κάπως διαφορετικά, η τήρηση ή η μη τήρηση των νόμων κι η προκύπτουσα «δικαιοσύνη» ή «αδικία» καθορίζεται απ’ το πόσο επιδέξια μπορεί κάποιος να ξεφεύγει της αντίληψης των άλλων και να δρα όπως αυτός νομίζει (άδικα ή δίκαια δεν έχει σημασία αφού παραμένουν, έστω προς στιγμήν, απαρατήρητες οι πράξεις του). Τούτο σημαίνει ότι όλοι μπορούν να φαίνονται ότι θεωρούν τους νόμους σημαντικούς κι ότι τηρούν τη συμφωνία αλλά στην πραγματικότητα να μην είναι έτσι. Οσοι περνούν απαρατήρητοι μπορεί να είναι «νόμιμοι» αλλά μπορεί κι όχι. Αυτό, όμως, είναι κάτι που δεν το γνωρίζουν οι υπόλοιποι γιατί η καταπάτηση του νόμου (αν συνέβη) δεν έγινε αντιληπτή ([ ] τὰ οὖν νόμιμα παραβαίνων ἐὰν λάθῃ τοὺς ὁμολογήσαντας καὶ αἰσχύνης καὶ ζημίας ἀπήλλακται· μὴ λαθὼν δ’ οὔ [ ]). Επομένως «νόμιμοι» και «παράνομοι» εξομοιώνονται στην περίπτωση αυτή και φυσικά κι οι δύο συνεχίζουν να χαίρουν της εκτίμησης της κοινωνίας. Η υποκρισία λοιπόν έγκειται σε τούτο: Πασχίζει η κοινωνία να συντάξει όλα τα μέλη της στην ίδια γραμμή ή σειρά (αυτό θέλει το όποιο σύνταγμα στην πραγματικότητα κι αυτό σημαίνει κι η λέξη) μέσα απ’ τη θέσπιση πολυδαίδαλων νόμων που προβλέπουν τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα (γιαυτό και πολυδαίδαλοι) και κοιμάται περίπου ήσυχη ότι πράγματι το πετυχαίνει κιόλας ή έστω κάνει ότι δεν βλέπει, δηλαδή κάνει ότι αγνοεί την παραπάνω περίπτωση της δράσης ενός ή περισσοτέρων εν τη απουσία των υπολοίπων.
Οι νόμοι κι η «δικαιοσύνη» δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν απόλυτα μεγέθη (κι ας τα βλέπουν έτσι οι κοινωνίες) όχι τόσο γιατί αλλάζουν οι κοινωνικές συνθήκες κι οι απαιτήσεις που προκύπτουν απ’ αυτές άρα κι οι κανόνες, όσο γιατί κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν οι «συντασσόμενοι» κι οι «υπάκουοι» σε κανόνες θα παρέμεναν συντασσόμενοι κι υπάκουοι σε περίπτωση που θα ξέφευγαν της αντίληψης όλων εκείνων με τους οποίους κάνανε κάποτε μια συμφωνία. Και δεν μπορεί να υπάρξει κανένας νόμος και καμία σύμβαση για να προστατεύσει τις κοινωνίες απ’ αυτό.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα