» Antonio Lobo Antunes (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδόσεις Πόλις)
Από το παράθυρο του νοσοκομείου στη Λισαβόνα αυτά που έβλεπε δεν ήταν άνθρωποι που έμπαιναν ούτε αυτοκίνητα ανάμεσα στα δέντρα ούτε ασθενοφόρο, ήταν το τρένο πέρα από τα πεύκα, σπίτια, κι άλλα πεύκα και το βουνό στο βάθος με την ομίχλη να το απομακρύνει απ’ αυτόν, ήταν το πουλί του φόβου του χωρίς κλαδί για ν’ ακουμπήσει τρέμοντας τα χείλη των φτερών του, ο αχινός μια καστανιάς άλλοτε στην είσοδο του κήπου και σήμερα μέσα του που ο γιατρός ονόμασε καρκίνο και μεγάλωνε σιωπηλά, μόλις ο γιατρός τον ονόμασε καρκίνο οι καμπάνες της εκκλησίας άρχισαν να χτυπούν και η πομπή προχώρησε προς την κατεύθυνση του νεκροταφείου με το φέρετρο ανοιχτό κι ένα παιδί μέσα, άλλα παιδιά ντυμένα άγγελοι παραστέκονταν στο φέρετρο, άνθρωποι που άκουγε μόνο τον θόρυβο των παπουτσιών τους κι όμως όχι άνθρωποι, σόλες κι άλλες σόλες, όταν η γιαγιά στον τοίχο μαζί του αρνήθηκε να σταυροκοπηθεί ένιωσε τη μυρωδιά από τις μαρμελάδες στο κελάρι, γλάστρες σε κάθε σκαλοπάτι της σκάλας και καθώς οι γλάστρες άθικτες τίποτα απολύτως δεν συνέβη, ξαπλωμένος στο φορείο μετά την εξέταση, παραλίγο να ρωτήσει
Δεν συνέβη τίποτα απολύτως, έτσι γιατρέ;
21 Μαρτίου 2007, η πρώτη ημερολογιακή καταχώρηση, θα ακολουθήσουν κάποιες ακόμα. Και αφού δίνεται ο χρόνος, ο τόπος ακολουθεί, το δωμάτιο ενός νοσοκομείου στη Λισαβόνα. Το Πάνω στα ποτάμια που κυλούν αποτελεί ένα ημερολόγιο νοσηλείας, η καθημερινή πρόσληψη της πραγματικότητας ενός καρκινοπαθή υπό την επήρεια ισχυρής φαρμακευτικής αγωγής, που τον θέτει σε κατάσταση μέθης, στο μεταίχμιο πραγματικότητας και μνήμης. Η αλήθεια είναι πως η αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο αρχικά ξενίζει, καθώς ο Αντούνες σπάει το γνώριμο μοτίβο της παραληρηματικής πρωτοπρόσωπης αφήγησης, του λογοτεχνικά γνώριμα προθανάτιου ρόγχου, στον οποίο άγνωστο συντελεστή αποτελεί ο δέκτης, το ερώτημα δηλαδή που τίθεται είναι σε ποιον απευθύνεται ο ήρωας, δέκτης ο οποίος τις περισσότερες φορές απουσιάζει και τη θέση του καλείται να πάρει ο ίδιος ο αναγνώστης, σε μια απεύθυνση πολύ άμεση και ευθύβολη. Είναι άραγε, στο μυθιστόρημα αυτό, ο αφηγητής ένας τυπικός παντογνώστης αφηγητής ή μήπως η χρονική απόσταση που μεσολάβησε ανάμεσα στον πραγματικό και τον αφηγηματικό χρόνο της ιστορίας δημιούργησε μια απομάκρυνση από την εμπειρία, σαν αυτή να συνέβη σε κάποιον άλλον, σαν να πρόκειται για μια ανάμνηση μακρινή; Για να επιλέξει ένας συγγραφέας ικανός και έμπειρος, όπως ο Αντούνες, την τριτοπρόσωπη αφήγηση με τις αναχαιτίσεις των διαλογικών μερών ευθύ λόγο, κάτι συγκεκριμένο θα είχε στο μυαλό του. Έτσι, ενώ αρχικά μια ροή συνείδησης, μια τόσο προσωπική φωνή σε τρίτο πρόσωπο ξενίζει, παρά τις παρεμβολές διαλόγου, τελικά εντείνει τόσο δραματικά την αφήγηση, καταφέρνοντας να αποδώσει αυτή την κατάσταση μέθης, αποτέλεσμα της αγωγής για τον πόνο, αυτή την ιδιότυπη ύπνωση του υποκειμένου της μνήμης, την ακροβασία ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, εκεί που τα στεγανά του χρόνου υποχωρούν και όλα ανακατεύονται σε ένα ενιαίο σώμα. Και όλα αυτά χωρίς να πρέπει να δικαιολογηθεί ή να επινοήσει έναν ακροατή.
Σκοπό του Αντούνες δεν αποτελεί η σύγχυση του αναγνώστη, δεν σκοπεύει να του κρύψει κάτι, εδώ, στην πρώτη σελίδα, είναι όλα· ο χρόνος, ο τόπος, ο αφηγητής, ο καρκίνος. Δεν υπάρχουν κρυφά χαρτιά, ο αναγνώστης αρκεί να τραβήξει την καρέκλα στο πλευρό του κρεβατιού και να ακούσει θραύσματα της ιστορίας ενός ανθρώπου καθώς ψυχορραγεί. Η επιλογή της τριτοπρόσωπης αφήγησης επιτρέπει στον αναγνώστη να αναπνέει, αυτό το αφηγηματικό παραμιλητό λειτουργεί ως ένα ιδιότυπο voice over, σαν κάποιο μηχάνημα να προβάλλει στον απέναντι τοίχο τα στιγμιότυπα της ζωής του ασθενή σε απευθείας μετάδοση απ’ τον εγκέφαλο του, και εκείνος να συνομιλεί με τα πρόσωπα που εμφανίζονται σ’ αυτά, να εκφράζει τις απορίες του και τα συναισθήματά του, καθώς τα ρεαλιστικά καρέ περνούν και φεύγουν σε μια διαδοχή υπερρεαλιστική, ονειρική. Και αυτή η αφηγηματική αληθοφάνεια είναι που έλκει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, που τον παρασύρει σε αυτόν τον οριακό κόσμο, χωρίς να νιώθει πως καθοδηγείται συναισθηματικά, καθιστώντας βιωματική την ανάγνωση του Πάνω στα ποτάμια που κυλούν. Μια εμπειρία δυνατή που περικλείει το πλαίσιο της πλοκής, καθώς, ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η αφήγηση κινητοποιεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη απέναντι σε αυτά τα θραύσματα μνήμης, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχαν κάτι το ξεχωριστό· εδώ όμως έχουμε έναν άνθρωπο υπό την επήρεια ισχυρής φαρμακευτικής αγωγής που τον οδηγεί σε παραισθήσεις, γινόμαστε μάρτυρες μιας ανόθευτης εμπειρίας. Και δεν μπορεί, σκέφτομαι, άλλος να είναι ο αφηγητής παρά ο ίδιος ο ασθενής, που βρίσκεται σε θέση να παρατηρεί την εμπειρία του, οικεία και μη συνάμα, αληθινή και ονειρική ταυτόχρονα. Και δεν ξέρω αν αρκούν οι λογοτεχνικές αρετές του Αντούνες συνεπικουρούμενες από την ψυχιατρική του ειδίκευση για ένα τέτοιο αφηγηματικό επίτευγμα ή αν απαραίτητο για κάτι τέτοιο είναι και το προσωπικό βίωμα. Ίσως χωρίς το βίωμα η ανάγκη του συγγραφέα να εξηγήσει να ήταν πιο έντονη. Ίσως το βίωμα να αποτελεί τον καταλύτη εκείνο που κάνει τόσο ρεαλιστική αυτή την αφήγηση, τόσο συναισθηματικά φορτισμένη.
Ο Αντούνες απομακρύνει τον αναγνώστη από τη λογική προσέγγιση της αφήγησης, και όσο απομένει συνεπαρμένος από αυτή την εσωτερική εμπειρία, ο συγγραφέας ενσωματώνει αβίαστα σ’ αυτή την άκρως προσωπική μνήμη ψηφίδες από την ιστορία της Πορτογαλίας, μικρές, σχεδόν απαρατήρητες αλλά απαραίτητες, γιατί το ιστορικοπολιτικό πλαίσιο χαρακτηρίζει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο όλα τα έργα του σπουδαίου αυτού Πορτογάλου συγγραφέα, του σημαντικότερου ίσως εν ζωή, που, παρά τη βαριά σκιά του Σαραμάγκου στα γράμματα της χώρας, κατάφερε να παραμείνει σταθερός στο λογοτεχνικό του μονοπάτι. Η έκδοση του Πάνω στα ποτάμια που κυλούν ελπίζω να αποτελέσει το εφαλτήριο ώστε να εκδοθούν και άλλα βιβλία του στα ελληνικά, είτε πρόκειται για καινούριες εκδόσεις είτε για επανακυκλοφορίες παλαιότερων.