Είναι µια κάτασπρη εκκλησούλα εκεί ψηλά λίγο πριν να ξεκορφίσεις που φαίνεται από παντού.
Ο δρόµος για τον Τίµιο Σταυρό είναι µια δύσκολη και απότοµη διαδροµή από το σηµείο που θα αφήσεις το αυτοκίνητο και πάνω. Την ίδια διαδροµή έκαναν πριν από ενάµιση αιώνα περίπου και οι κυνηγηµένοι από τους Τούρκους Ασηγωνιώτες.
∆εν είχα στο νου µου εφέτος να ανέβω στον Εσπερινό, θα πήγαινα την εποµένη, ανήµερα στη χάρη Του.
Είχα ταλαιπωρηθεί τις προηγούµενες µε το κόψιµο των σταφυλιών και τα τρυγοπατήµατα. ∆εν ήσαν τα σταφύλια πολλά, µα όταν την εργασία την κάνεις µόνος σου… έβγαλα δεν έβγαλα 150 κιλά κρασί. ∆εν βαριέσαι ας είναι καλόγνωµο!
Καθόµουνα και ξεκουραζόµουνα, όταν πέρασε από µπροστά µου ένα γειτονάκι βοσκαρούδι φορτωµένο µε το κατακόκκινο βουργιάλι του, µε βραστό από το τασηµάρι που είχε σφάξει αποβραδύς.
• Μα Σήφη είντα κάνεις; Επά ‘σαι ακόµη. ∆ε θα ‘ρθεις στο Σταυρό;
• Όη Γιωργιό νάρθω θέλει, µόνο είχα µια δουλειά, του δικαιολογήθηκα.
• Άφες τσι δουλειές και άντες. Θαρρώ πως θα βράσουνε και εκειά κειανά δυο οζά, γιατί εκουβαλούσανε καζάνια. Και… µην ξεχάσεις τη µηχανή να µασε βγάλεις φωτογραφίες. Και να τσι βάλεις και στην εφηµερίδα.
Ετοιµάστηκα γλήγορα. Καβάλησα το γαϊδουράκι… συγγνώµη τη µοτο- συκλέτα µου, και έπειτα από λίγο βρισκόµουνα στον «Αρκολέ» στο τέρµα του χωµατόδροµου.
Απέναντι ακριβώς υψώνεται ο εντυπωσιακός «Πρινές». Κακοτράχαλος, γεµάτος γκρεµνούς και χάλαρα που µε το παραµικρό, κατρακυλάνε µέχρι σχεδόν το χωριό. Σε µερικά σηµεία του, φαίνεται κατάφυτος από πρίνους και ασφεντάµους. Έτσι µε το γκρίζο των βράχων δηµιουργεί µια όµορφη αντίθεση και δένει πανέµορφα όπως του στέλνει τις τελευταίες του ακτίνες πριν να βασιλέψει ο ηλιοκράτορας Απόλλωνας – Ήλιος από τη µεριά της «Ροδαρές».
Είναι θαύµα, πως σε µερικές δεκαετίες, αναπτύχθηκαν οι πρίνοι και οι ασφένταµοι και δάσωσε πάλι η Ασηγωνιώτικη Μαδάρα! Από το τέλος της δεκαετίας του ‘40 και τη δεκαετία του ‘50, από τα δέντρα αυτά, κατασκευάστηκαν εκατοντάδες καµίνια για ξυλοκάρβουνα, και για όλο αυτό το διάστηµα ήταν ίσως η κυριότερη πηγή εισοδήµατος των Ασηγωνιωτών. Αυτό συνεχίστηκε µέχρι που άρχισε η µετανάστευση των νέων Ασηγωνιωτών στη Γερµανία – Αυστραλία. Όµως έµειναν ένα µέρος από τους κορµούς και το ρίζωµα, και χάρη στην τεράστια βροχόπτωση που παρουσιάζεται στην περιοχή, αναπτύχθηκαν, και σήµερα η Μαδάρα φαίνεται πάλι καταπράσινη.
Από δω και πάνω άρχισαν τα δύσκολα. Ανεβαίνοντας βρήκα και την παρέα µε τα βοσκαρούδια. Ήσαν τέσσερα-πέντε κοπέλια, όλοι τους φορτωµένοι µε τα γεµάτα βραστό κρέας σακούλια τους.
Συνέχεια ανεβαίνουν παρέες-παρέες τον δύσκολο ανήφορο. Είχε προνο- ήσει ο παπα-Βασίλης µε τη συνεργασία του Πολιτιστικού Συλλόγου τις προηγούµενες µέρες να τον φέρουν σε µια σχετικά καλή κατάσταση. Έτσι που να γίνει σχετικά βατός. Ειδικά για τσοι Κατωµερίτες -που δεν είναι και λίγοι κάθε χρόνο- και δεν είναι µαθηµένοι σε τέτοιους δρόµους, όπως µου είπε ο φίλος µου ο Χαράλαµπος από την «Ελευθερόπολη».
Είχα φτάσει στου «Αρκολέ το γκρεµνάρι». Ένα τοπωνύµιο που όπως πολλά στην Αση-γωνιά δεν µπορώ να εξηγήσω. Ίσως να προέρχεται από το Αρχολέων και να ήταν η περιοχή ιδιοκτησία κάποιου από αυτή την οικογένεια τα πολύ παλιά χρόια.
Εκεί λοιπόν όπως κάθισα έστρεψα το βλέµµα µου προς τα κάτω στον «Βορθώ». Εκεί που όπως µου είπε πριν από αρκετά χρόνια όταν ακόµα ζούσε ο µπάρµπα Γιάννης ο Πετράκης, ο Κασαπογιάννης, σκάβοντας να κάµει µια καµινιάστρα, βρήκε τούρκικα κόκκαλα. Θα ήσαν προφανώς των Τούρκων που σκότωσαν οι Ασηγωνιώτες µετά το θαύµα!
Μου ήρθε επίσης στο µυαλό η πραγµατική ιστορία µε τους µανιασµένους Τούρκους να καταδιώκουν τα γυναικόπαιδα και τους λίγους οπλοφόρους. Έτυχε όπως λέει η παράδοση οι περισσότεροι άνδρες να βρίσκονται εκτός χωριού.
Ήσαν έτοιµοι οι Τούρκοι να τους φθάσουν και τους φαντάστηκα να τρέχουν στον κακοτράχαλο µαδαρίτικο ανήφορο, να κλαίνε τα µικρά παιδιά και οι µανάδες τους να τα τραβούν και να τα σηκώνουν µε όση δύναµη τους είχε αποµείνει για να τα σώσουν από τα νύχια του άπιστου.
Εκείνη τη στιγµή στράφηκα προς τα πάνω στη µεριά της εκκλησίας. Μου φάνηκε πως είδα τον παπά εκείνης της εποχής να κρατά τον σταυρό και να τον καρφώνει σε ένα βραχάκι -υπάρχει ακόµα- και να επικαλείται τη βοήθεια της χάρης Του.
Μόλις που είχα φτάσει και αφού δροσίστηκα µε το νερό της στέρνας – που είναι πόσιµο και καθαρό- πήγα ακριβώς δίπλα στην εκκλησία να δω τα κοπέλια που βράζανε το κρέας και κάθισα να ξαποστάσω.
Εκείνη τη στιγµή µε φώναξε ο παπα-Βασίλης να µπω µέσα στην εκκλη- σούλα. Εκεί µε περίµενε µια ευχάριστη έκπληξη. Ολόκληρη η εκκλησία εσωτερικά είχε αγιογραφηθείχάρη στη φροντίδα του παπα- Βασίλη. Έξω κάθισα µε έναν παλιό βοσκό που µε ρώτησε αν θέλω να µου πει ένα παλιό ριζίτικο. Εγώ βέβαια δεν είχα αντίρρηση και εκείνος άρχισε αµέσως.
«Από τα όρη έρχοµαι πάνω από τση Μαδάρες / ∆ε µε ρωτάτε ειντά κουσα / ∆ε µε ρωτάτε ειντά δα / Είδα µιτάτα µπόλικα, κουράδια αντρειω- µένα / ένα µιτατοκάθισµα ξεχωριστό από τ’ άλλα. / Μέσα ο βοσκός ψυχοµαχεί / Μέσα ο βοσκός ποθαίνει. / Κλαιν’ τα οζά ντου κλαίσιν ντον και κλαιν τόνε κι οι κριγοί ντου. / Μα να ν’ αρνί µαυρόµατο ξεχωριστό απού τ’ άλλα / έκατσε και τραγούδιε. / Μαγάρι να µη σηκωθεί / µαγάρι να ψοφήσει / γιατ’ έσφαξε τη µάνα µου και ούλα µου τ’ αδέρφια. / Και µένα φοβερίζει µε / και θέλει να µε σφάξει».
– Σήφη έµπα στην εκκλησία να αρχίξει ο Εσπερινός. Άρχιξε µε τα χύµα, ακούστηκε η φωνή του π. Βασίλη.
Τα γεµάτα σαν σακούλια µε βραστό που είχαν αφήσει τα Ασηγωνιωτά- κια βοσκαρούδια θα ήσαν πάνω από είκοσι και οι άρτοι αµέτρητοι, εκτός βέβαια από το βραστό που έγινε επιτόπου.
Στο τέλος της λειτουργίας οι βοσκοί, που ήσαν περισσότεροι από 15-20, µπήκαν στην εκκλησία και πήραν τα σακούλια τους και στήθηκαν στη σειρά να µοιράσουν στους προσκυνητές το βραστό.
Ένας-δυο από αυτούς µοίραζαν τυρί γραβιέρα. Όταν ήρθε η σειρά µου πήρα και γω µερικά κοµµάτια και άρχισα να κατεβαίνω για το µέρος που είχα αφήσει το «γαϊδουράκι» µου.
Αρκετοί έµειναν εκεί και ξενύχτησαν για να βρεθούν την εποµένη της χάρης Του στη λειτουργία.
Υ.Γ. 1: Τα παλιά χρόνια µετά τη λειτουργία ανήµερα της χάρης Του, επιδίδονταν στο άθληµα της σκοποβολής, µαζί µε κοντοχωριανούς. Ίσως σε ανάµνηση της µάχης.
Υ.Γ. 2: Ο αρχηγός των Τούρκων, βαριά λαβωµένος, πέθανε λίγο πιο πέρα. Εκεί είχαν βρει τα υπερµεγέθη κόκκαλά του, ακόµα το λένε εκεί «Στ’ Αράπη το σπηλιάρι».
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΕΤΡΑΚΗ..ΤΕΤΟΙΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΣΠΑΝΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ.Ο ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΦΥΛΑΚΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΜΑΣ.ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΟΛΟΙ ΚΑΛΑ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΝΑ ΞΑΝΑΝΕΒΕΙΤΕ ΣΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ.ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΜΟΥ ΑΞΙΩΣΕΙ Η ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΝΑ ΕΡΘΩ.ΜΠΡΑΒΟ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΣΑΣ ΠΟΥ ΤΗΡΕΙΤΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΕΠΟΧΕΣ ΤΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ.