Κ: Δεν πρόκειται να πεθάνεις.
Ο: Δεν ξέρεις ποτέ. Γράφω αυτές τις κασέτες για τον Χουάν-Τζορτζ, σε περίπτωση που τελικά πεθάνω. Ποτέ δεν ξέρεις, Κάρμεν, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί από τη στιγμή που μπαίνεις στο νοσοκομείο.
Από το κρεβάτι του νοσοκομείου, εκεί όπου βρέθηκε μετά το ατύχημα που είχε με το ποδήλατό του, ο Όπεν Πόρτερ, τυλιγμένος με γύψο, αποφασίζει να διηγηθεί τη ζωή του στον αγέννητο ακόμα γιο του, καθώς φοβάται πως άμεσα θα πεθάνει. Ξενυχτά με το κασετοφωνάκι ανά χείρας, ενώ η Κάρμεν, η έγκυος γυναίκα του, κοιμάται στην καρέκλα δίπλα του. Ο Πόρτερ διαθέτει ένα αθώο μυαλό και μια συγκινητική αφέλεια, ο πατέρας του του έλεγε πάντα πως δεν είναι έξυπνος, εκείνου όμως απλώς του άρεσε να πηγαίνει καθημερινά με το ποδήλατό του μέχρι την πόλη, αναζητώντας κάποια ευκαιριακή δουλειά. Σχεδόν όλοι στην πόλη τον αποκαλούσαν δήμαρχο. Όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Πόρτερ έκανε πράξη την επιθυμία του και τον έθαψε στον κήπο του σπιτιού δίπλα στα αγαπημένα του σκυλιά, πράξη η οποία προκάλεσε αναστάτωση στην τοπική κοινωνία, με το άψυχο σώμα να γνωρίζει μια δεύτερη ταφή στο νεκροταφείο αυτή τη φορά.
Ο Πόρτερ ερμηνεύει τον κόσμο κυριολεκτικά, δεν αντιλαμβάνεται τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις, τα σχήματα λόγου και τις κοινωνικές συμβάσεις. Ο πατέρας του ήθελε να ταφεί στον κήπο του σπιτιού του, και εκείνος έκανε πράξη την επιθυμία του. Αργότερα, στο Πανόραμα Σίτυ, για να υπογράψει σύμβαση εργασίας σε ένα φαστφουντάδικο υποχρεώνεται να παρακολουθήσει ένα βίντεο σχετικό με τη φιλοσοφία και τους στόχους της εταιρείας, όταν όμως θα επιχειρήσει να εφαρμόσει στην πράξη όσα έμαθε, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον προϊστάμενό του, τι νομίζεις ότι κάνεις, θα τον ρωτήσει, εφαρμόζω όσα είδα στο βίντεο, θα απαντήσει ο Πόρτερ, αυτά να τα ξεχάσεις, το βίντεο το είδες γιατί έπρεπε να το δεις πριν να υπογράψεις, του εξηγεί ο προϊστάμενος.
Στο Πανόραμα Σίτυ βρέθηκε ύστερα από πρόσκληση-απαίτηση της θείας του, αδερφής του πατέρα του, η οποία ένιωσε την υποχρέωση να προστατέψει τον ορφανό ανιψιό της. Αποφασισμένη να τον βάλει στον ίσιο δρόμο, του βρίσκει δουλειά στο φαστφουντάδικο, του πληρώνει συνεδρίες με ψυχίατρο, τον υποχρεώνει να πηγαίνει στην Αδελφότητα του Φάρου. Η γνωριμία του Πόρτερ με τον Πόλ, έναν εφευρέτη που κυνηγάει μια πατέντα, θα του αλλάξει τη ζωή και τον τρόπο σκέψης. Αυτά και πολλά περισσότερα καταψύχει ο Πόρτερ για τον γιο του.
Η επιλογή αφηγητή από τον συγγραφέα είναι απόφαση εξίσου σημαντική με τη μορφή της αφήγησης που επιλέγει ως βάση για το μυθιστόρημά του, καθώς ένας εξυπνάκιας αφηγητής θα εξόργιζε τον αναγνώστη με τα σχόλια του και τη στάση του απέναντι στα πράγματα, μετατρέποντας το σύνολο της αφήγησης σε κάτι ψεύτικο, κάτι δήθεν. Αντίθετα, η επιλογή του Πόρτερ προσδίδει μια γλυκύτητα στην αφήγηση, ένα διαρκές χαμόγελο και μια αβίαστη συγκίνηση, απόρροια των περιπετειών του αθώου Πόρτερ στον μεγάλο και περίπλοκο κόσμο, τον οποίο μόνο μερικώς αντιλαμβάνεται εκείνος. Η απεύθυνσή του στον γιο του, δίνει το δικαίωμα στον αφηγητή -και επομένως στον συγγραφέα- να δώσει βαρύτητα στα συμβάντα εκείνα που ο ίδιος κρίνει σημαντικά και αντιπροσωπευτικά.
Μέσα από την αφήγηση του Πόρτερ, ο Γουίλσον βρίσκει την ευκαιρία να αναφερθεί στην αμερικανική πραγματικότητα, κυρίως της επαρχίας, εκεί που η πατρίδα στην τρομακτική τριαδικότητα, έχει αντικατασταθεί από την επιχείρηση -όσο διάγουμε καιρούς ειρήνης. Θρησκεία και οικογένεια διατηρούν ακόμα τη δυναμική τους. Σε όλα αυτά τα γρανάζια μέσα στα οποία στριμώχνεται ο Πόρτερ στο Πανόραμα Σίτυ προστίθεται και ο ψυχίατρος με την αποστολή να τον βοηθήσει να κλείσει την πληγή της πατρικής απώλειας. Όμως ο Πόρτερ, με τον απλό τρόπο σκέψης του, διαθέτει μια έμφυτη και πανίσχυρη ροπή προς την ελευθερία.
Ένα γλυκό και τρυφερό βιβλίο. Ο Πόρτερ είναι ένας αξέχαστος χαρακτήρας.