Κάθε εποχή, λέει ο μεγάλος Γερμανός ιστορικός Ranke «απέχει το ίδιο από τον ίδιο Θεό. Η γη μας αυτή ούτε θέση, ούτε και τροχιά αλλάζει μέσα στο άπειρο διάστημα που περιδινείται, παρά τρέχει πάντα με τον ίδιο ρυθμό, μέσα στην άβυσσο της Δημιουργίας.
Eμείς οι άνθρωποι, που μας σηκώνει τόσο υπομονετικά στη ράχη της, είμαστε εκείνοι που μετατοπιζόμαστε κάθε φορά. Και ή με κατανόηση της ουσίας της ζωής, χαιρόμαστε την άσωτη ομορφιά της και τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα της ή πισωπλατίζουμε προς τον ήλιο της θείας μεγαλοσύνης και ζούμε σαν τυφλοπόντικες. Και τότε όλα γίνονται μέσα και γύρω μας σκοτεινά και αχνά, και αβέβαια, γεμάτα καπνιά. Και, όσο ξεμακραίνουμε από τον Θεό, τόσο γινόμαστε υλιστικότεροι και περισσότερο στείροι και άγονοι. Ενώ, κάθε φορά που πλησιάζουμε προς την αστείρευτη πηγή της δημιουργικής ζωής, τροποποιείται η φύση μας, γινόμαστε πνευματικότεροι. Χαιρόμαστε το δώρο της ύπαρξης και αναπλάθουμε μέσα μας τον κόσμο, εισδύοντας, με τις πνευματικές μας αισθήσεις, στην παναρμόνια τάξη της Δημιουργίας.
Στον πάμφωτο αυτόν τόπο, που μας έταξε να ζούμε η θεία Πρόνοια και που συγκεντρώνει τις προσφορότερες προς γονήν ηλιακές ακτίνες, αποστάλλαξε -κατά καιρούς- σαν νάναι το μεσόμφαλα της Γης, κάθε διανόηση από όλα τα πλάτη της. Και την αφομοιώσαμε, την αναπλάσαμε, τη σφραγίσαμε με το πνεύμα μας. Και γινήκαμε σαν φυλή, ο μεγάλος πνευματικός Ήλιος της Οικουμένης και η πρώτη κίνηση στη ζωή και στον πολιτισμό του κόσμου…».
Μα, σήμερα δεν συμβαίνει το ίδιο. Μαρμαρώσαμε σαν ανεμόμυλος στην απανεμιά. Δίχως δημιουργική μέθη και δίχως ευθύνη. Και, ενώ θα έπρεπε, όπως το έκανε ο πρόγονός μας Οδυσσέας, να προσδεθούμε κι εμείς γερά πάνω στον θεοπελέκητον ιστό της Ορθοδοξίας μας, στην πλατύτερη έννοια, και να προσπεράσουμε τις θανάσιμες σύγχρονες Σειρήνες, αφήνουμε να μας σέρνουν αυτές προς τα βαλτονέρια όπου σαπίζει η ζωή. Και ή θα αστράψει φως να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και να ακούσουμε τη φωνή του χρέους μας ή θα κατηφορίζουμε συνεχώς έως ότου να γίνουμε ως φυλή ασήμαντα πολλοστημόρια ενός χονδροειδούς υλιστικού συνόλου που θα ζει για να τρώει και ένας πολυψήφιος αριθμός με πολλά μηδενικά και θα παπαγαλίζουμε ξένες ιδεολογίες και αντιλήψεις και θα θητεύουμε σε ξένες επιταγές. Γιατί η προκοπή ανήκει σ’ εκείνους μονάχα που είναι ηθικά ελεύθεροι. Που σέβονται και περιφρουρούν τις τίμιες παραδόσεις τους και που μπορούν να κατακτούν, με καθημερινό αγώνα, την ελευθερία τους και την ευτυχία τους.
Δυστυχώς σήμερα, παρά την οικονομική κρίση και εξαθλίωση. Την κατά χιλιάδες εισροή προσφύγων, σε μια καταρρέουσα χώρα, που τείνει σε αλλοτρίωση και αφανισμό, συνεχίζονται προκλητικές εκδηλώσεις σπατάλης και μεγαλοφάνειας.
Εικόνες, ντροπής, προκλητικές για μια επαιτούσα χώρα, πνιγμένη στα σκάνδαλα και στις αρπακτές, των αιμοφάγων του ελληνικού λαού ελευθέρων και απειράκτων των κλοπιμαίων.
Πώς, αλήθεια, θα αναστηθεί αυτό το Έθνος; Γιατί να μας πολιορκούν οι λεγόμενοι «υπεύθυνοι», να μας υπνωτίζουν με την «κενήν απάτην» (Κολασ. 2, 8). Γιατί, και είναι ντροπή μας, να μας χορεύουν με τον ίδιο πάντα ρυθμό; Μια ασυγχώρητη νάρκη με κανένα σημάδι αναστάσεως. Λόγια όχι απαισιοδοξίας, αλλά τραγικής και αθεράπευτης πραγματικότητας.
*θεολόγος – τ. λυκειάρχης