Τύλιξε η παγωνιά στα δίχτυα της την πλάση, τη νύχτα της παραμονής Πρωτοχρονιάς. Το χιόνι σκέπαζε τις κεραμιδένιες στέγες του μικρού χωριού. Ο καπνός στις καμινάδες, κάπου έβγαινε πηχτός και φουριόζος, κάπου διαλυόταν πριν καλά καλά φανεί.
Τα παράθυρα των σπιτιών έμοιαζαν με φλογίτσες κεριών, σαν τα ‘βλέπε κανείς από μακριά.
Μια φωτεινή καμπύλη εμφανίστηκε στον ουρανό. Ακολουθούσε χαριτωμένα μια αλλόκοτη πορεία ανάμεσα στα άστρα που λαμπύριζαν.
Να ‘ταν ουράνιο τόξο φτιαγμένο από πεφταστέρια;
Να’ ταν η τοξωτή γέφυρα που σχημάτισε το φεγγάρι με το φως του για να αγγίξει τη γη;
Όσα ξάγρυπνα παιδικά μάτια την είδαν, αμέσως κατάλαβαν πως η λαμπρή καμπύλη που ταξίδευε ολόφωτη στα ουράνια δεν ήταν άλλο από το έλκηθρο του Άγιου Βασίλη.
Κάθε που σκούνταγε κάποιον από τους αστερισμούς, σκόρπαγε μπόλικη ασημόσκονη στο πέρασμά του.
Ο Άγιος έσφιξε τα χαλινάρια και σήμανε στους τάρανδους να τρέξουν πιο γρήγορα.
Στα ροζ μάγουλά του σχηματίστηκαν δύο λακκάκια.
Εκείνοι βρύχονταν χαρούμενοι. Κάλπαζαν παιχνιδίζοντας στον αέρα. Πήραν περίσσιο θάρρος στο άκουσμα του γέλιου του. Κι έτρεχαν έτρεχαν…
Ωστόσο, λίγο πιο πίσω, μέσα στον βελούδινο κόκκινο σάκο, βρίσκονταν στριμωγμένα τα παιχνίδια:
Τρένα κι αεροπλάνα έτοιμα για απέραντα ταξίδια, πολύχρωμα μολύβια για να ζωγραφίσουν ευχές και όνειρα, βιβλία και ποδήλατα για βόλτες στη φαντασία και τη ζωή. Κι άλλα πολλά ακόμη… Κι όλα τους μετρούσαν ανυπόμονα τις ώρες που απέμειναν μέχρι να φτάσει η στιγμή που θα συναντήσουν το πρόσωπο για το οποίο φτιάχτηκαν.
Το έλκηθρο συνέχιζε σταθερά την πορεία του μέσα στη χαρμόσυνη και γιορτινή ατμόσφαιρα. Όλα κυλούσαν ήρεμα, όταν ξαφνικά η βάση του χτύπησε ελαφρά πάνω στην κορυφή του πιο ψηλού καμπαναριού. Το έλκηθρο ταρακουνήθηκε σαν άμαξα σε κακοτράχαλο δρόμο κι όλοι τους τρόμαξαν. Κι έβαλαν όση δύναμη είχαν για να μη λοξοδρομήσουν.
Ο Άγιος Βασίλης προέτρεψε τους τάρανδους να συνεχίσουν.
«Πάμε, πάμε καλοί μου τάρανδοι», είπε γλυκά. Ήξερε καλά ότι τα πλάσματα που έχουν αγάπη στην καρδιά πάντα βρίσκουν τον δρόμο τους.
Εκείνοι άκουσαν πρόθυμα τα λόγια του, αλλά μετά από λίγα βήματα σκόνταψαν και το έλκηθρο πότε έγερνε από τη μια πλευρά πότε από την άλλη. Έμοιαζε με βάρκα μέσα σε ταραγμένα νερά.
Έτσι, τρία από τα παιχνίδια που βρίσκονταν μέσα στον κόκκινο βελούδινο σάκο βρέθηκαν μονομιάς να στριφογυρίζουν στον αέρα, σαν δίνη γύρω από τον εαυτό τους.
Η κούκλα με το κίτρινο φόρεμα που την έλεγαν Αχτίδα, το λούτρινο κουτάβι που το έλεγαν Τέντυ και το κόκκινο μπαλόνι, αιωρούνταν.
«Ωχ αλίμονο μας ωχ, και τι μας βρήκε!», έλεγαν κι έπιαναν το κεφάλι τους. Είχαν μπει σε μπελάδες και αναρωτιόνταν πώς θα τα κατάφερναν από ΄κει κι έπειτα.
Έβλεπαν το έλκηθρο που απομακρυνόταν, ώσπου χάθηκε τελείως. Μαζί του πήρε και τα γέλια του πλάστη τους που δεν ακούγονταν πια, αν και γελούσε ακόμη. Και γελούσε ακόμη επειδή ήξερε καλά ότι τα πλάσματα που έχουν αγάπη στην καρδιά πάντα βρίσκουν το δρόμο τους.
Με ένα γδούπο τα τρία παιχνίδια σωρριάστηκαν επάνω στο βρεγμένο χώμα του μικρού χωριού. Κοίταξαν το τοπίο τριγύρω κι έπαψαν να ανησυχούν.
– Γουφ, είναι ευκαιρία τώρα… Θα ψάξω και θα βρω τα ίχνη της γλυκιάς γιαγιάς, που βουβά προσευχόταν να έχει ένα λούτρινο σκυλάκι για να το χαρίσει στο μονάκριβο εγγόνι της. Θα είμαι η συντροφιά του και ο πιστός του φιλαράκος.
Είπε ο Τέντυ το κουτάβι κουνώντας πέρα δώθε την ουρά του.
– Δεν ξέρω για πού ακριβώς προοριζόμουν, όμως θα ψάξω και θα βρω εκείνο το μικρό κορίτσι που κάθε νύχτα ευχόταν να αποκτήσει μια κούκλα. Θα είμαι η παρέα της και η αχτίδα στην καρδιά της.
Είπε η Αχτίδα, η κούκλα, ξεσκονίζοντας το κίτρινο φόρεμα της.
– Και με μένα; Τι θα γίνει με μένα που φτιάχτηκα για να ‘μαι ελεύθερο, ψηλά για να πετώ;
Είπε το κόκκινο μπαλόνι.
Οι φίλοι του το αγκάλιασαν με συμπόνοια. Του ήρθε τότε μια ιδέα.
– Όπου λένε παραμύθια θα πάω. Χαρά θα σκορπώ, χαρά θα παίρνω κι εγώ.
Έτσι κι έγινε.
Εκείνη τη νύχτα της παραμονής Πρωτοχρονιάς, που κρύο τσουχτερό απλώθηκε στο μικρό χωριό, μια κούκλα, ένα λούτρινο σκυλάκι κι ένα κόκκινο μπαλόνι κίνησαν να ζεστάνουν καρδιές και να χαρίσουν γαλήνη σε ξάγρυπνα παιδικά μάτια.
Το εγκάρδιο γέλιο του Άγιου Βασίλη ήχησε από μακριά. Ήταν χαρούμενος επειδή ήξερε πολύ καλά ότι τα πλάσματα που έχουν αγάπη στην καρδιά πάντα βρίσκουν τον δρόμο τους.