«H ιστορία είναι παλιά και παράξενη τόσο, που δεν ξέρει κανείς πού τελειώνει η αλήθεια, για ν’ αρχίσει η φαντασία…» 1. Έχει πύργους, έχει θεριά, έχει φαντάσματα και μύθους, φύση και επιστημονική φαντασία, έχει μεταφυσικές εκδοχές, στοιχεία δαιμονικά και παγανιστικά, ψυχολογικές διηθήσεις απρόσμενες που αποκαλύπτονται αδιόρατα. Αποκαλύπτει τη μάχη του ανθρώπου με το υποσυνείδητό του, την αναμέτρηση των αισθημάτων με τη λογική, τη συνειδητή μα αδιέξοδη πάλη με τις ενοχές, την τιτάνια αναζήτηση δύναμης ενάντια στην προκατάληψη και στον κοινωνικό στιγματισμό, το διαχρονικό αγώνα του ανθρώπου να πορευθεί στη ζωή με την ευαισθησία, την αξιοπρέπεια, την ανθρωπιά του.
Όλα τα παραπάνω συνθέτονται και αναδεικνύονται σε μια θεατρική παράσταση, που χρησιμοποιεί όλες τις «γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων2»: τις γλωσσικές ποικιλίες της ομιλίας, τις αισθητικές αποτυπώσεις της τέχνης, τις υψηλές εκφάνσεις της υποκριτικής συνδυασμένης με τις συνεργαζόμενες στο θέατρο τέχνες, τη διαχείριση του λόγου, τη μουσική, τη σκηνογραφία, την υποβλητική διάχυση του φωτός.
Πρόκειται για την παράσταση του Θεάτρου Κυδωνία, που σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη παρουσιάζει αυτή την εποχή στα Χανιά το έργο της Ελίζαμπεθ Κούτι, Παντελόνι από λέπια, ένα έργο, που γεννήθηκε στην Κρήτη το 2013, όπως εξομολογείται η συγγραφέας του3 και πρωτοπαίχτηκε στο Λονδίνο το 2013. Ο «μύθος» του εκτυλίσσεται σε μια βρετανική ατμοσφαιρική παραλία, στο Όρφορντ και εξαπλώνεται στη διάρκεια πολλών αιώνων. Η διαπλοκή τριών παράλληλων μονολόγων – αφηγήσεων επιλεγμένων ηρώων, εκπροσώπων διαφορετικών κοινωνικών ρόλων που συνδέονται με το μυστηριακό αφηγηματικό χώρο του έργου εκσιτάρουν το θεατή, ενεργοποιούν το ενδιαφέρον και πυροδοτούν διαδοχικά την περιέργειά του, για να γοητεύσουν και εκείνον αντανακλώντας τη βίωση της ανάλογης γοητείας των δημιουργών, κατά την ομολογημένη πρόθεση της δραματουργού.
«Η ποίηση και το ποιητικό θέατρο σου δίνουν κάποιες αφορμές να ψάξεις εσύ∙ έχει περάσει η εποχή του συγγραφέα που ήξερε τα πάντα. Το έργο του ποιητή του συγγραφέα είναι να δίνει περιθώρια να σκεφτείς».4, έλεγε σε συνέντευξη των ημερών αυτών νεοέλληνας ποιητής, εκφράζοντας ασφαλώς αντιπροσωπευτικά τον τρόπο σκέψης και τους στόχους της καλλιτεχνικής δράσης των πιο μαχητικών και σοβαρών δημιουργών του καιρού μας. Εμείς όλοι, ως ενεργοί θεατές συμμετέχουμε και μοιραζόμαστε προβληματισμούς και ιδέες, αφουγκραζόμαστε προτάσεις και παίρνουμε το λόγο κάποτε, όπως τώρα εδώ, ακριβώς για να παρατείνουμε και σε άλλους τη γοητεία της εμπειρίας και να επικροτήσουμε σε κάθε περίπτωση την προσπάθεια.
Στη συγκεκριμένη παράσταση η είσοδος στη μαγεία της εξερεύνησης αρχίζει με την υποβλητική σκηνοθετική ανάπλαση του θεατρικού χώρου, που θυμίζει θαλασσινό βυθό, αλλά ίσως και «σκοτεινό υπόγειο», έκφραση του «εξομολογητηρίου της ψυχής», της ανάδυσης των αισθημάτων και των σκέψεων από το απωθημένο υποσυνείδητο. Σε κάθε περίπτωση όμως δεσπόζει το αίσθημα της ψυχρότητας και της ρευστότητας του υγρού στοιχείου, που ο θεατής αισθάνεται να ταλαντεύεται «μεσ’ στο ίδιο του το κύμα» , να τον θωπεύει η «ανάσα του ωκεανού» και μαζί να τον παρασέρνει ένας «ωραίος, ανάλαφρος ίλιγγος»5, που επανέρχεται περιοδικά κατά τη διάρκεια της παράστασης με το λίκνισμα των ηθοποιών, κάθε φορά που δραπετεύουν με τις βάρκες τους, για να προσεγγίσουν τον μοιραίο χώρο των βρετανικών θρύλων και των παραμυθιών.
Στην έκδοση του κειμένου γίνεται προσπάθεια να αναπλασθεί ο χώρος με φωτογραφικές αποτυπώσεις του κάστρου του Όρφορντ. Δεν ήταν τόσο απαραίτητο για το θεατή και για τον αναγνώστη παρά μόνο για να διαπιστώσει την εκπληκτική ομοιότητα των τόπων των θρύλων, που και χωρίς γεωγραφική αποτύπωση ή οπτική πρόσληψη γίνονται αντιληπτά από τους περισσότερους λάτρεις των παραμυθιών. Γιατί πράγματι οι μυστηριακοί και παραμυθένιοι τέτοιοι χώροι δεν διαφέρουν και πολύ στις λογοτεχνικές και στις θεατρικές αφηγήσεις από χώρα σε χώρα και από λαό σε λαό. Καθώς διάβαζα την περιγραφή της Ελιζαμπεθ Κούτι ο νους μου αθέλητα με πήγε στην Τήλο του Χαμένου Νησιού του Καραγάτση. Η θαλασσινή αύρα, εναλλάχθηκε πολλές φορές με τα αγριεμένα θαλάσσια ρεύματα, οι μεταφυσικές παρουσίες συγχέονταν με τις μάγισσες και τα εξωλογικά όντα, ενώ η δράση τους συνοδευόταν από το διαπεραστικό ήχο των απροσδιόριστων ακουστικών μηνυμάτων, την εκκωφαντική και αμείλικτη κραυγή των Ερινυών, που οι άνθρωποι κουβαλούν βαθιά μέσα τους. Και όσο πιο βαριά και δυσβάστακτα είναι τα πάθη και οι εμπειρίες τους τόσο πιο στεριωμένος και ανέκκλητος είναι ο ήχος και η κραυγή στον εσωτερικό τους κόσμο.
Σε αυτό τον χώρο, τον χώρο των θρύλων και των ανεξήγητων φαινομένων θα γίνει η σύνδεση της δράσης των τριών ηρώων του έργου. Και αναδεικνύεται τόσο μεγάλη η δύναμη του περιγραφόμενου τοπίου που περνά τα εμπόδια του χρόνου, δρασκελάει τους αιώνες, συνδέει το χάσμα των ετερόκλητων κοινωνικών ρόλων, των φύλων και των αντιφατικών μα ανθρώπινων βιωμάτων τους. «Απρόοπτες συναντήσεις και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα, μια επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας»1,
Τρεις παράλληλοι μονόλογοι διαφορετικών ανθρώπων από διαφορετικές εποχές, παρμένων στην ίδια κρίσιμη καμπή της ζωής τους κατά το πέρασμα από τη νεότητα στην ωριμότητα, από την εποχή της ανάλαφρης καθημερινότητας στη φάση των κρίσιμων εμπειριών ζωής και των μεγάλων αποφάσεων, στα τριάντα τους χρόνια. Σε κείνη την κρίσιμη λοιπόν καμπή καθοδηγούνται από αδιόρατες μεταφυσικές δυνάμεις του πεπρωμένου τους στον ίδιο μοιραίο χώρο, όπου και στις τρεις περιπτώσεις συντελείται ένα μικρό προσωπικό «θαύμα», για να αλλάξει την πορεία τους εντός ή εκτός των ορίων του βιολογικού τους κύκλου.
Το «όχημα», για να φτάσουν στο μυστηριώδη τόπο, είναι η βάρκα, μέσο εύκολα βρισκόμενο και εύκολα διαχειρίσιμο από όλους τους ανθρώπους των θαλασσινών τόπων. Η «σκαμπαβία»2, όπως θα την ήθελαν ανάλογα λογοτεχνικά κείμενα της θαλασσινής ελληνικής λογοτεχνίας, τα οποία συνειρμικά ανασύρονται στη μνήμη του θεατή από τα κοινά θέματα της απόλαυσης της φύσης, που όμως υποκρύπτει πάντοτε το δαιμονικό και το αβυσσαλέο. Αυτή αντέχει και στη γαλήνη και στις φουρτούνες ανάλογα με τις περιστάσεις και τις προδιαγραφές του αδήριτου πεπρωμένου των ηρώων, για να οδηγήσει είτε στη σωτηρία είτε στον θάνατο. Ταυτοχρόνως προσφέρεται για όλες τις ρομαντικές ή μη αποδράσεις, πραγματοποιημένες ή ανέφικτες, αποτελεσματικές ή ατελέσφορες 3.
Με αυτήν διακινούνται στην περιοχή των θρύλων και των φυσικών ανεξήγητων μυστηρίων σε διαφορετικές εποχές οι τρεις θεατρικοί ήρωες, που προέρχονται από διαφορετικούς «κόσμους», εκφράζουν διαφορετικές νοοτροπίες, μιλούν διαφορετικές «γλώσσες» 4, έχουν διαφορετικές κοσμοθεωρίες και υπηρετούν διαφορετικές κοινωνικοπολιτικές πραγματικότητες.
Η Μαμπ υπήρξε υπηρέτρια στο κάστρο του Ορφορντ κατά τον 12ο αιώνα, έχει ζήσει τη δική της τραυματική εμπειρία της θέασης ενός τερατοειδούς «ψαρανθρώπου», που όμως ήταν συνδεμένος με τις οικογενειακές μνήμες, τον παιδικό τραυματικό αποχωρισμό του οικογενειακού μιάσματος. Στην κρίσιμη φάση των δικών της συνειδητών επιλογών δεν διστάζει να θυσιαστεί, για να προσφέρει ξανά τη φυσική συνέχιση της ζωής στην αγγλική θρυλική εκδοχή του ανθρώπου – αγριμιού. Η σύγκρουση με την κοινή αντίληψη, τις ηθικοθρησκευτικές επιταγές και τις προκαταλήψεις αναδεικνύει τις αρετές του ανθρώπου, που τολμά, αλλά και το τίμημα της αντίστασης στα κοινωνικά παραδεδεγμένα.
Ο Μπεν επιστήμονας των ραντάρ, κατά τη δεκαετία του 1970, τη σημαδεμένη από τον πόλεμο του Βιετνάμ, σε εποχή ψυχροπολεμικών συγκρούσεων, όταν η επιστήμη υπηρετεί με εμμονή τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, έχει περάσει τη δική του τραυματική εμπειρία της συνειδητής αποποίησης του αλλόφυλου φίλου του κατά τα φοιτητικά του χρόνια. Οι ενοχές για τον αδόκητο θάνατο του «ξένου» συντρόφου του, που δεν απέτρεψε ούτε καν προσπάθησε να αποτρέψει από δειλία και ιδιοτελή ατομιστική στάση, θα τον συνοδεύει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του και θα τον οδηγήσει σε οριακά ψυχικά αδιέξοδα, έως το θάνατό του. Ταυτοχρόνως θα βιώσει την επιβεβαίωση της αδυναμίας της επιστημονικής ερμηνείας των φαινομένων της φύσης και της ζωής, τη γοητεία του ανεξήγητου και θα οδηγηθεί στη μοιραία κατάληξη του τέλους του βιολογικού του κύκλου σχεδόν χωρίς αντίδραση.
Η νεαρή τρυφερή δασκάλα της πιο πρόσφατης για τον αναγνώστη εποχής φέρει το όνομα του ανθρώπου – ψαριού. Η ευρηματική ομωνυμία έχει τη δική της συσχέτιση με πολλά λογοτεχνικά τεχνάσματα όλων των εθνικών λογοτεχνικών κειμένων. Ονομάζεται Μογκ, λέξη σχηματισμένη από τους ήχους του βρυχηθμού, της ακατανόητης έκφρασης του ανθρώπου – ψαριού ή αγριμιού. Εχει τις δικές της ρομαντικές απογοητεύσεις, μιλάει με τρόπο ποιητικό έτσι ώστε να φαίνεται αιθεροβάμων και «ξένη» προς το συμβατισμό της κοινωνικής πραγματικότητας, όπου συνήθως οι άνθρωποι διαμορφώνουν την κομφορμιστικά προσδιορισμένη ευαισθησία τους. Γι’ αυτό και θα τολμήσει να αντιταχθεί στις συμβουλές των γιατρών, ασυνείδητα θα καθοδηγηθεί από τη διαίσθησή της στο σεβασμό των ενστίκτων, της αξίας της ζωής, στην αποδοχή του διαφορετικού ως έκφρασης της φυσικής βιοποικιλότητας, ακόμη και όταν αυτό συνεπάγεται ένα μαρτύριο για όσους επιλέγουν να το διατηρήσουν. Η αγνή παιδική αφέλεια του μαθητικού δώρου θα συναντήσει την ευαισθησία και την επιλεγμένη, ασφαλώς αντίθετη με τις υποδείξεις των επιστημόνων στάση της Μογκ.
Ετσι όμως επιβεβαιώνεται η διαιώνιση του προβλήματος της ετερότητας κατά τη διάρκεια των αιώνων. Το διαφορετικό είτε παίρνει τη μορφή του αγριμιού, είτε παίρνει τη μορφή του υπερηχητικού διακρινόμενου ανθρώπου – ψαριού, είτε παίρνει απλώς την όψη του αλλόφυλου προσδιορίζεται πρώτιστα από την εμφάνιση, την ομιλία, τη δυσχέρεια της κοινωνικής προσαρμογής. Καθοδηγείται η εμφάνισή του από τη φύση, από τη μοίρα. «Ετσι τόχε γραμμένο η μοίρα […] Ετσι βουλήθη το ριζικό την ώρα που σε παίρναν και σε πιάναν[…] Εδίψασες το θάνατο παίζοντας με τη ζωή. Οχι έπαιζες με το θάνατο και διψούσες τη ζωή[…] Ήταν κακό το παιχνίδι σου και επίβουλη η ώρα.», κραυγάζει η γριά μάγισσα του Μ. Καραγάτση.
1 Αυτό το παιχνίδι πράγματι του θανάτου και της ζωής συνοδεύει σε κάθε περίπτωση την αποδοχή ή την άρνηση της διαφορετικότητας, που είναι ανεξήγητο φυσικό φαινόμενο καταδικαστέο όμως κοινωνικό στοιχείο.
Απομένει στον θεατή η σχετική απορία για το λεκτικό εκφώνημα των θεατρικών μονολόγων. Χάνουμε την προφορά, ίσως και την ιδιόλεκτο του γνήσιου αγγλικού κειμένου, που επικαλείται η θεατρική συγγραφέας ως στοιχείο σημαντικό; Διαφαίνεται το «ηχόχρωμα της φωνής»;
Εν μέρει αυτό επιτεύχθηκε στην απόδοση του ύφους της ομιλίας των ηρώων, το ειδικό κατά περίπτωση λεξιλόγιο, σχετικό με τους κοινωνικούς ρόλους τους, αρετές που αποδίδονται στο μεταφραστή του έργου, Δημήτρη Κιούση. Τα πρόσθετα στοιχεία της ενδυμασίας, της εικόνας του προσώπου και του σώματος, της όλης προσωπικότητας του κάθε ήρωα, όπως απεικονίζονται στη σκηνοθετική αναπαράσταση του μύθου, βοήθησαν στην πειστική παρουσίαση «ενός έργου για φωνές που μιλούν μεταξύ τους διαφορετικές γλώσσες».
2 Αυτά όσο και οι ερμηνείες των ηθοποιών (Μαρίας Φουράκη, Γιώργου Ραϊλάκη, Ελπίδας Ζαμπετάκη) αλλά και των άλλων συντελεστών της παράστασης (Ξανθής Κόντου στα σκηνικά, Δ. Ιατρόπουλου στις συνθέσεις των ήχων) προσδιορίζουν την επιβεβαίωση για άλλη μια φορά ότι η παράσταση ανεβαίνει από ένα αληθινό «θέατρο συνόλου», όπως έχουν χαρακτηριστεί οι θεατρικές δημιουργίες ιστορικών θεατρο-ομάδων.
3 Τέτοια μας επιβεβαιώνει ότι η είναι η ομάδα του θεάτρου Κυδωνία, ξεχωριστής αξίας εδώ και πολλά χρόνια για το ελληνικό θέατρο και μάλιστα για την πόλη μας.
Φεύγοντας ο θεατής εύκολα αισθάνεται πως άλλη μία φορά πήρε το δικό του μάθημα • ένα μάθημα για το θέατρο, (μην ξεχνάμε παρεμπιπτόντως την προσφορά της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου «Κυδωνία»), ένα μάθημα για την τέχνη, ένα μάθημα για τη ζωή. Ένα τέτοιο μάθημα αξίζει να δώσουμε και στους μαθητές μας όλοι εμείς οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς. Βέβαια, δεν ξέρω αν όλοι οι θεατές παίρνουν σε κάθε περίπτωση αυτό το «μάθημα», πάντως το θέατρο Κυδωνία το δίνει.
4 Όχι μόνο με τις παραστάσεις του αλλά και με τις αντίστοιχες πολύτιμες εκδόσεις πρωτόγνωρων για την ελληνική γλώσσα θεατρικών έργων, άγνωστων στο ελληνικό κοινό, όπως και αυτή, που έγινε με αφορμή την παράσταση «Παντελόνι από λέπια».
* φιλόλογος-ιστορικός
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μ. Καραγάτσης, Το χαμένο νησί, φανταστική νουβέλα. Αθήνα 2014, σ. 10.
2. Παραφράζω την αποστροφή του αποστόλου Παύλου, για να αποδώσω με τον όρο «άγγελοι» τη γλώσσα της διατύπωσης ανησυχιών υπερβατικών, μεταφυσικών, εξωλογικών.
3. Ελίζαμπεθ Κούτι, Παντελόνι από λέπια. Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη, Θέατρο Κυδωνία, σ. 8 – 9.
4. Συνέντευξη του Σωτήρη Παστάκα στην περιοδική πολιτιστική επιθεώρηση «Διάβαση», 14.12.2014.
5. Οι στίχοι δανεισμένοι από τον Γιάννη Ρίτσο, Σονάτα του σεληνόφωτος.
6. Φράση του Γιάννη Ρίτσου από τη Σονάτα του σεληνόφωτος.
7. Τον όρο τον χρησιμοποιεί ο Παπαδιαμάντης , αλλά και ο Μ. Καραγάτσης
8. Ο λόγος για την Παπαδιαμαντική Λιαλιώ στη «Νοσταλγό», που θα επιστρέψει στη συζυγική ασφάλεια και ρουτίνα αλλά και για τα πολύπλοκα σχέδια του Σιγουράντζα για την ανατροπή της βάρκας και την αποφυγή του αποχωρισμού της αγαπημένης, που παντρευόταν στο «Έρως – Ήρως» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που δεν θα πραγματοποιηθούν
9. Στις ιδιολέκτους αναφέρεται ο όρος και όχι στην κοινή ομιλούμενη.
10. Τα λόγια της Χουχούς στο Χαμένο Νησί.
11. Η φράση της θεατρικής συγγραφέως από την έκδοση
12. Επικαλούμαι το σχετικό χαρακτηρισμό του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν. (Δ. Καγγελλάρη, «Στην κορυφή της σκάλας, Ένα αληθινό θέατρο συνόλου, όπου κυριαρχούσε ο ηθοποιός», Καθημερινή, 14.2.1999.)
13. Θυμάμαι του στίχους του Γιάννη Ρίτσου στη Σονάτα του σεληνόφωτος, όταν η βασική ηρωίδα – ποιήτρια μονολογεί: «μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι τα δίνω / μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω».