Κύριε διευθυντὰ
θὰ ἤθελα νὰ ἀπαντήσω στὸ ἄρθρο τῆς Πέμπτης 27 Φεβρουαρίου μὲ τίτλο «Ἡ Κρήτη στὸ ἐπίκεντρο μεγάλης ἱστορικῆς ἔρευνας».
Εἶναι ἀλήθεια πῶς ὁ ἀγώνας γιὰ ζωὴ σήμερα μετὰ ἀπὸ 80 χρόνια, ἔχει μεταφερθεῖ στὸ χῶρο τῆς ἱστορικῆς καταγραφῆς καὶ ἔρευνας γιὰ ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων μιᾶς περιόδου πραγματικὰ δύσκολης, ὅταν παλαιώτερα τὸν ρόλο αὐτὸ ἔπαιζαν τὰ ὅπλα.
Βέβαια ἔχωμε χρέος νὰ ἐρευνήσουμε, νὰ καταγράψουμε καὶ νὰ διαφυλάξουμε τὴν ἀνεκτίμητη ἱστορικὴ κληρονομιὰ τοῦ τόπου μας, τὴν ὁποία μᾶς κληροδότησαν οἱ ἔνδοξοι πρόγονοί μας.
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνδρειωμένου κρητικοῦ ἐκφράζει καθολικὰ τὸ νησί μας καὶ πρέπει νὰ συνεχιστεῖ μὲ ἰδέες ποὺ καλλιεργοῦν τὴν Κρητικὴ ψυχὴ καὶ προσέφεραν ἕνα μεγάλο δῶρο, τόσο στὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος ὅσο καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα.
Στὴν Κρήτη ὑπάρχει ἀκόμη ἕνα ἀνεκτίμητο κεφάλαιο ἀνθρωπισμοῦ τὸ ὁποῖο διαπιστώνουν ὅλοι οἱ ξένοι ποὺ ἐπισκέπτονται τὸ νησί μας, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ οἱ Γερμανοί.
Τὸ κάλεσμα ἑνὸς Γερμανοῦ ἱστορικοῦ καὶ ἐρευνητὴ τοῦ κ. Σνάϊντερ, γιὰ παροχὴ πληροφοριῶν μέσα ἀπὸ ἀρχεία καὶ ἐνθυμήσεις, τῆς περιόδου ἐκείνης μοιάζει μὲ ἀνέκδοτο. Δίδει δὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι ὅλα διεξήχθησαν τὸσο φυσιολογικὰ τὴν περίοδο ἐκείνη, ὥστε δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος σήμερα, νὰ ἔχωμε ἀντίθετη ἄποψη περὶ τῆς ἀναγκαιότητος τῆς εἰσβολῆς τῶν Γερμανῶν στὴν Κρήτη.
Χαιρετίζω τὴν προσδοκία του καὶ τοῦ εὔχομαι καλή ἐπιτυχία. Παράλληλα ὅμως ἔχω νὰ τοῦ ὑποβάλλω μερικὰ ἐρωτήματα μιὰ καὶ ὁ κ. Σνάϊντερ ἔχει πρόσβαση στὰ Γερμανικὰ ἀρχεία.
Κύριε Σνάϊντερ ἐπὶ τριάντα συναπτᾶ ἔτη ἐρευνῶ τὴν περίοδο τῆς Γερμανικῆς κατοχῆς στὴν Κρήτη καὶ δευτερευόντως τοῦ ἐμφυλίου. Ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα ἤρθα σὲ ἐπαφὴ μὲ ἀνθρώπους ποὺ διεδραμάτησαν πρωτεύοντα ρόλο τὴν περίοδο ἐκείνη (πρωτογενὴ ἔρευνα), πολλάκις δὲ προσέτρεξα ἐγγράφως σὲ Γερμανικὰ ἀρχεία, τόσο τοῦ Ὑπουργείου Στρατιωτικῶν, τῆς σημερινῆς Γερμανίας (Διεύθυνση Ἰστορίας) ὅσο καὶ σὲ ἰδιωτικὰ Γερμανικὰ Ἀρχεία ἐπὶ πληρωμῇ. Ἀκόμη καὶ στὸν Σύλλογο τῶν Γερμανῶν ἀλεξιπτωτιστῶν.
Ποτὲ, μὰ ποτὲ, μέχρι σήμερα, δὲν πῆρα οὐσιαστικὴ ἀπάντηση γιὰ ὅλα ἐκείνα ποὺ ἐρευνοῦσα (οἱ ἐρωτήσεις καὶ οἱ ἀπαντήσεις στὴν ἕρευνά μου ὑπάρχουν στὸ ἀρχεῖο μου διαθέσιμες σὲ ὅποιους ἀμφισβητοῦν τὰ γραφόμενα μου)
Θὰ ἤθελα λοιπὸν νὰ παραθέσω μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις ποὺ διαχρονικὰ ἔχω ὑποβάλλει στοὺς συμπατριῶτες τοῦ κ. Σνάϊντερ μήπως καὶ μπορέσει νὰ δώσει αὐτὸς κάποιες ἀπαντήσεις.
Κύριε Σνάϊντερ, τὴν ἐξάμηνη ἐπὶ πλέον παραμονή τοῦ Γερμανικοῦ στρατοῦ κατοχῆς στὴν Κρήτη σὲ σχέση μὲ τὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα πῶς τὴν ἑρμηνεύετε;
Γιὰ τὴν αὐτομόληση στὰ ἀντάρτικα σώματα τῆς Κρήτης τοῦ ἀντισυνταγματάρχη Κράφτ, διοικητοῦ τῆς Γερμανικῆς Στρατονομίας στὰ Χανιά, τὴν εἰς θάνατον κατάδίκη του ἀπὸ τὸ Γερμανικὸ Στρατοδικείο Χανίων, τὴν ἐπικήρυξή του μὲ τὸ ποσὸν τῶν 50.000.000 ἑλληνικῶν δραχμῶν, καὶ τέλος τὴν ἐκτέλεσή του στὸ βουνὸ (ἀπὸ ἀγνώστους) τί γνωρίζετε;
Τὸ ὄνομα τοῦ Γερμανοῦ ταγματάρχη ἐπικεφαλῆς τῆς ἐκτέλεσης τῶν κατοίκων τοῦ χωρίου Στερνῶν Ἀκρωτηρίου τὸ Ἰούνιο τοῦ 1941 μήπως τὸ γνωρίζετε;
Γιὰ ποιὸ λόγο ὁ Ἄγγλικὸς στρατὸς προστάτεψε τὸν Γερμανὸ διοικητὴ τοῦ δευτέρου λόχου, λοχαγό Ἄλτμαν, μετὰ τὴν σύλληψή του στὸ Ἀκρωτήρι, στέλνοντάς τον σὲ κάμπιγκ στὴν Αὐστραλία καὶ μετὰ τὴν λήξη τοῦ πολέμου στὸ σπίτι του, χωρὶς νὰ δικαστεῖ ἐνῷ εἶχε αἱματοκυλίσει τὸσο τὸ Βέλγιο ὅσο καὶ τὴν Ὁλλανδία;
Λίγες μέρες πρὶν τὴν ἀναχώρηση τοῦ Γερμανικοῦ στρατοῦ κατοχῆς ἀπὸ τὴν Κρήτη ὁ ταγματάρχης Κλέμπιν (ἀντικαταστάτης τοῦ Κράφτ) συναντήθηκε μὲ κάποιους χανιῶτες στὸ γραφεῖο του. Μήπως ξέρετε γιὰ ποιὸ λόγο; Τί ἐγγυήσεις τοὺς ἔδωσε καὶ μὲ τί ἀνταλάγματα;
Μὲ ποιοὺς χανιῶτες συναντήθηκε μετὰ τὸν πόλεμο ὁ Γερμανὸς στρατηγὸς Ἀντρέ πρώην διοικητὴς τῆς Κρήτης καὶ τί τοὺς ὑποσχέθηκε;
Ποιὸς Γερμανὸς ἀνώτερος ἀξιωματικὸς συναντήθηκε στὸ χωριὸ Φουρνέ, σὲ σπίτι ἕλληνα ἀξιωματικοῦ, μὲ παράγοντες τῶν Χανίων λίγες μέρες πρὶν τὴν ἀναχώρηση τῶν Γερμανῶν ἀπὸ τὴν Κρήτη, καὶ τί ὁδηγίες τοὺς ἐδωσε γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα ἀγώνα κατὰ τῶν Κομμουνιστῶν;
Καὶ τέλος ποιὸς ἦτο ὁ ἀνώτερος ἐκεῖνος Γερμανὸς ἀξιωματικὸς, ὁ ὁποῖος ὅταν ἔφευγαν οἱ Γερμανοὶ ἀπὸ τὴν Κρήτη εἶπε ἐκεῖνο τὸ ἀξέχαστο: «Συγχαίρω τὴν ἀδούλωτη Κρητικὴ ψυχὴ καὶ ἐκφράζω τὸν θαυμασμό μου γιὰ τὴν λατρέια τοῦ νησιοῦ σας στὰ ἄρματα».
Κύριε Σνάϊντερ, τὰ ἀνωτέρω εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ δεκάδες ἐρωτήματα ποὺ περιλαμβάνει ἡ ἔρευνά μου μέσα ἀπὸ τὰ Γερμανικὰ ἀρχεία καὶ γιὰ τὰ ὁποία δὲν πῆρα ποτὲ ἀπάντηση.
Βέβαια ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀφοσίωση πρὸς τὴν Πατρίδα μας ἐπιβάλλουν ὅπως μὴ ἀφήσωμεν νὰ λησμονηθοῦν ὄχι μόνον οἱ ἥρωές μας, ἀλλὰ καὶ τὰ δεινὰ ποὺ ἐπεσώρευσαν οἱ πατριῶτες σου στὸ τόπο μας.
Ἄν ἀνατρέξετε στὶς δηλώσεις τοῦ γερμανοῦ στρατηγοῦ Στούντεντ, τόσο μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Κρήτης, ὅσο καὶ μετὰ τὸν πόλεμο, καὶ δεῖτε τοὺς χαρακτηρισμοὺς που ἀποδίδει στοὺς Κρῆτες, πολὺ πιθανὸν νὰ ἀλλάξετε γνώμη γιὰ τὴν ἔρευνα αὐτή.
Στὸν κόσμο μας λησμονοῦνται τὰ πάντα μὲ πολλὴ εὐκολία. Σήμερα ἔστω καὶ ἄν δὲν ὑπάρχουν ἐχθροὶ, φαινομενικὰ τουλάχιστον, ὑπάρχουν ἀρκετοὶ ποὺ ἔχουν συμφέρον νὰ ξεχαστεῖ ὁ ὑπέροχος ἀγῶνας τῶν Κρητῶν. Οἱ Κρῆτες οἱ ὁποῖοι γνώρισαν τὴν κτηνωδία τοῦ πολέμου ἐκείνου σὲ ὅλες του τὶς διαστάσεις, καὶ τὸν παραλογιμὸ τῆς βίας τῶν Ναζί εὔκολα μποροῦν σήμερα νὰ κατανοήσουν τὴν προσπάθεια ποὺ γίνεται γιὰ ἐξοικοίωση μὲ τὸ κακὸ ἐκεῖνο παρελθόν.
Νικόλαος Πλουμιστάκης.
Ἱστορικὸς ἐρευνητής.