Μια βολά τη μπρώτη του Δευτερογούλη του 1940, είσανιε αγγλικά παπόρια στη θάλασσα ανάμεσα στα Σφακιά και τη Γαύδο, μα ήτονε αρχινισμένος ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος και ήρθασινε ιταλικά αερόπλανα και ερίξασίντωνε καμπόσες μπόμπες, μα δε ντα πετύχανε.
Τα παπόρια, όμως επετύχασινε ξέφορτσα ένα αερόπλανο, και δε ντο ρίξανε, μα δεν είχενε ανάκαρα να πάει στην Ιταλία κι έκατσενε στη Μεσαρέ, κοντά στο Ντυμπάκι. Οι γι αεροπόροι δεν εμισερωθήκασινε καθόλου και σώντας και δεν ήμεσταν εμείς μπασμένοι ακόμις στο μπόλεμο, τσ’ εμπέψανε στον τόπο ντωνε.
Οι Βουβιανοί, από τον Πρωτογούλη είσανιε βγαρμένοι στο Αγόρι (στο καλοκαιρινό ντωνε χωριό). Οι λίγοι απού ευρεθήκασινε στο Βουβά εξετρουμιστήκανε γιατ’ εχαντούσανε πως ήσανιε εχθροί και ‘θελα ‘βγουνε στην Γκρήτη κι εγλακήξανε άλλοι στα φαράγγια και άλλοι στο Αγόρι. Απίς είδασινε πως το πατριντί δεν ήτονε για μας, εβγάλασινε ρίμες:
Παπόρια κι αεροπλάνα εκανονοβαλούσα
κι όσοι γκι αν ήσα στσι γιαλιές στ’ αγόρια εγλακούσα.
Φεύγει η γυναίκα του Στρατή και του Μαρκάντη η κόρη
μέσα σε τέσσερα λεφτά εβγήκασι στ’ Αγόρι.
Η Μπογιατζίνα έφυγε κι εβγήκενε στα πλάγια
ο Μπογιατζής εκάθεντον κι έβλεπεν τα πιθάρια.
Πιάνει τα πλάγια κι ο Βαρδής κι εβάσταν και γιαούρτι
εβάστανε και τη Χρυσή να μη ντη φάνε οι Τούρκοι.
Μα, να με συμπαθάτε απού δε τζι θυμούμαι ούλες τσι ρίμες.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Βολά = Φορά
Όντεν = Όταν
Ρίμες = Μαντινάδες που έχουνε σκοπιμότητα και που συχνά ανταλλάσσονται με άμεση αντιπαράθεση, ειδικά στα γλέντια.
Ξέφορτσα = Δεν έπιασε σταθερά, έπιασε άκρη
Γιουρούσι = Επίθεση “Στην Άμπελο το κάμασι το φοβερό γιουρούσι…” (Από δημοτικό τραγούδι σχετικό με μάχη με τους Τούρκους).
Πισσίτης = Συνηθέστατα οι γυναίκες του παλιού καιρού, όπως αποκαλούσανε τον άνθρωπο ή που τον βλαστημούσανε ή που του ευχόντουσαν “ο κακοθάνατος”, “ο φωθχιοκαημένος”, “ο κατακομμένος”, αυτό αν πρόκειται για εχθρό, αν όμως πρόκειται για αγαπητό πρόσωπο, “ο καλλινωρισμένος”, “ο ξεμιστεμένος”. Αν πρόκειται για πεθαμένο, δεν ισχύει το “ο αποθανών δεδικαίωται”. Την κόλαση, εμείς την ξέρουμε “πίσσα” και για να βλαστημήσει μονολεκτικά τον πεθαμένο εχθρό τον έλεγε πισσίτη ή πισσοκόκαλο, ή πίσσα και κατράνι στα κόκαλά του, ο “συγχωρεμένος” για αγαπητό άτομο.
Ανάκαρα = Αντοχή. Η Σάρρα όταν ενόμιζε ότι χάνει τον Ισαάκ μοιρολογάται “Δεν έχω ανάκαρα να ζιω, ζαλίζομαι να πέσω/ Δεν έχω νου να δέομαι και να παρακαλέσω”.
Πρωτογούλης = Ιούνιος
Δευτερογούλης = Ιούλιος
Αγόρια = Τα ορεινά χωριά.
Γιαλιές = Τα χωριά που είναι κοντά στον γιαλό.
Ξετρουμισμένος = Ξετρομαριασμένος
Γλακώ = Τρέχω
Απίς = Μετά
Μισερωμένος = Τραυματισμένος
Είνιε = Διαχωρίζουμε τον πληθυντικό από τον ενικό. Είνιε πολλοί άνθρωποι εδώ. Είναι ένας άνθρωπος εκεί.
Οι γι αεροπόροι = Όταν τελειώνει σε φωνήεν η προηγούμενη λέξη και αρχίζει με φωνήεν η επόμενη, για ν’ αποφευχθεί η χασμωδία βάζουμε ένα “γι”.
Σώντας = Αφού δεν… “Σώντας και δεν ήμεστανε μπασμένοι εμείς στον πόλεμο…
Ξεμιστεύω = Προστατεύω
Χαντώ = Νομίζω
Πατριντί = Καυγάς
“Όσοι γκι αν ήσαν στσοι γιαλιές” = Το τελικό “ν” κάπου το θέλει η γραμματική μα εμείς το απογεύγουμε και κάπου αλλού δεν το θέλει η γραμματική μα το θέλουμε εμείς, “τω Σφακιώ” αντί των Σφακίων. Το βάζουμε και στη λήγουσα των ουσιαστικών αν η λέξη που ακολουθεί αρχίζει από φωνήεν. Αν η λέξη που ακολουθεί αρχίζει από “τ” σχηματίζουμε “ντ” (τα παιδιά ντου), αν αρχίζει από “κ” σχηματίζουμε “γκ” (το γκαλό άνθρωπο). Το άρθρο θηλυκού γένους, όταν έχει θέση αντωνυμίας σχηματίζομε “τζ” (“Τα παιδιά τζη”).