Σε ένα δάσος μεγάλωσα
σαν θάμνος από χρυσάφι
γεννημένη σε μια σκηνή
όμοια με βωλίτη*.
Αγαπάω τη φωτιά με όλη μου την καρδιά.
Οι άνεμοι, μικροί και μεγάλοι
πήραν στην αγκαλιά τους την μικρή γύφτισσα
και την φύσηξαν μακριά μέσα στον κόσμο.
Οι βροχές ξέπλυναν τα δάκρυά μου,
ο ήλιος, ο χρυσός μου, Γύφτος πατέρας,
με κράτησε ζεστή και έδωσε όμορφο χρώμα στην καρδιά μου
Από το γαλάζιο ρυάκι δεν πήρα δύναμη,
έπλυνα μόνο τα μάτια μου…
(από το “Γύφτικο τραγούδι βγαλμένο από το κεφάλι της Παπούσα”)
Κι αν κάποιες ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΙΗΤΩΝ βλάστησαν μακριά από ακαδημαϊκά περιβάλλοντα; Ανεπιτήδευτες ,αλλά δοξαστικές μέσα στην ανιδιοτελή ομορφιά τους! Ανθρώπινες και πανανθρώπινες σαν μια βαθιά ανάσα στην πανάρχαιη οδοιπορία! Και βέβαια σφραγισμένες με το πυρακτωμένο σίδερο της υπέρβασης!Κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι τη ζωή και το έργο της Μπρονισλάβα Βάις,όπως είναι το κανονικό όνομα της Παπούσα που σημαίνει ‘’κουκλίτσα’’.Γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου1908 ή στις 10 Μαϊου1910 σε ένα καραβάνι που περιπλανιόταν στην Ουκρανία και τη Λιθουανία πριν επιστρέψει για να ξεχειμωνιάσει στην Πολωνία. Η γέννησή της συνοδεύτηκε με πλήθος προκαταλήψεων από πλευράς της μητέρας της που όμως επαληθεύτηκαν , ίσως από τη δύναμη της αυτοεκπληρούμενης προφητείας κι έτσι η αθώα Παπούσα έφερε και μεγάλη τιμή ,αλλά έζησε και μεγάλη ντροπή όπως είχε προφητεύσει η ίδια της η μητέρα. Η ποιήτρια θα οδηγηθεί στο πεπρωμένο της με τα χαρίσματά της που την διαφοροποιούν και της δίνουν την απαγορευμένη διάκριση ,αφού παραβαίνει τα επιβεβλημένα της φυλής της για τη θέση της γυναίκας.Ψηλή,λυγερή, με γελαστό πρόσωπο,με τα μακριά μαλλιά της, τις πολύχρωμες φούστες και μια κοριτσίστικη χάρη στις κινήσεις της που κράτησε και στα γερατιά της. Με τη λαχτάρα της γνώσηςθα δεχτεί βοήθεια από μιαν Εβραία που θα τη διδάξει γραφή και ανάγνωση ,ενώ μεγαλώνει σε ένα εντελώς καθυστερημένο περιβάλλον. Και τότε σιγά-σιγά θα γεννηθεί η ποίηση μέσα της ,σαν μια πηγή ζωής που με το νερό της θα ξεδιψά κάθε της πόνος ή τουλάχιστον θα μετουσιώνεται σε κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να μοιραστεί με τους άλλους ανθρώπους. Της επιβλήθηκε ο γάμος με τον κατά 25 χρόνια μεγαλύτερό της , αδερφό του πατριού της που της ασκούσε σωματική βία όποτε την έβλεπε με βιβλίο.Στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η ομάδα της φυλής της κρύφτηκε στα δάση της Ουκρανίας για χρόνια ζώντας σε πολύ δύσκολες συνθήκες.
‘’Όταν ήθελαν να μας δολοφονήσουν/πρώτα μας επέβαλαν καταναγκαστικά έργα./’Ενας Γερμανός ήρθε να μας δει./-Έχω άσχημα νέα για σας,/θέλουν να σας σκοτώσουν απόψε./Μην το πεις πουθενά./Είμαι κι εγώ σκουρόχρωμος Γύφτος/δικό σας αίμα-αληθινό αίμα./Ο Θεός να σας βοηθήσει/στο σκοτεινό δάσος…/Έχοντας πει αυτά, μας αγκάλιασε όλους…/Για δυο τρεις μέρες δεν είχαμε καθόλου φαϊ/Πηγαίναμε όλοι για ύπνο νηστικοί./Ανήμποροι να κοιμηθούμε/χαζεύαμε τα αστέρια…/Θεέ μου, πόσο όμορφο ήταν το να ζεις!/Οι Γερμανοί δεν θα μας άφηναν…/Α, εσύ μικρό μου αστέρι,/που την αυγή είσαι τεράστιο!/τύφλωσε τους Γερμανούς/Μπέρδεψέ τους,/οδήγησέ τους σε λάθος δρόμο,/για να μπορέσουν να ζήσουν Εβραίοι και οι Γύφτοι!’’Μετά τον πόλεμο επέστρεψαν οι Πολωνοί Τσιγγάνοι στις ανακτημένες περιοχές. Η Παπούσα θυμάται την επιστροφή τους την παραμονή των Χριστουγέννων: ’’Ολόκληρο το καραβάνι σερνόταν με κόπο.Δεν φάγαμε αντίδωρο εκείνη τη χρονιά’’ .Η ποίησή της δεν είναι ομοιοκατάληκτη,έχει παραδοσιακά στοιχεία και διασώζει ιστορικές μαρτυρίες.Συχνά εκφράζει συνήθειες κι επιθυμίες του τσιγγάνικου λαού. Αυτοσχέδια ποιήματα,δίχως να τα έχει καταγράψει ,νανουρίζει με αυτά τον θετό της γιό , ένα ορφανό που βρήκε ανάμεσα στην σκκοτωμένη οικογένειά του από τους Ναζί. Η Παπούσα ζει τη μυστική ζωή της σκαρώνοντας στίχους, ενώ οι άλλοι τσιγγάνοι την θεωρούν εκκεντρική και την περιφρονούν αφού δεν ζει όπως οι άλλες τσιγγάνες και μάλιστα αφού η ίδια δεν έχει γεννήσει ένα δικό της παιδί. Και τότε γίνεται η μοιραία συνάντηση με τον ποιητή Γιέρζι Φιτσκόφσκι.Το 1949 ο Φιτσκόφσκι κυνηγημένος από τη μυστική αστυνομία κρύβεται στον καταυλισμό τους και ταξιδεύει μαζί τους για δυο χρόνια. Γοητεύεται από το ταλέντο και το ταπεραμέντο της Παπούσα κι αφού αυτός ο ανομολόγητος έρωτας μοιραζόταν σε δυο αταίριαστους κόσμους , μετουσιώνεται σε μια βαθιά φιλία κι ο ποιητής θεωρεί ότι τουλάχιστον ο κόσμος πρέπει να κοινωνήσει την ποίησή της.Την πείθει να καταγράψει τους στίχους της κι όταν πια δεν διώκεται επιστρέφει στη Βαρσοβία όπου γράφει ένα βιβλίο για τη ζωή και τα έθιμα των Τσιγγάνων της Πολωνίας όπου ενσωματώνει και τα δικά της ποιήματα.Στο μεταξύ έχει επιβληθεί απαγόρευση της νομαδικής ζωής των τσιγγάνων και η Παπούσα καλλιεργεί το μοτίβο της νοσταλγίας του ταξιδιού. Ο Φιτσκόφσκι επιμελήθηκε τα ποιήματά της,τα μετέφρασε παρά τις δυσκολίες που συνάντησε στη γραφή της με πολλά κενά ή λάθη .Ήθελε οπωσδήποτε να διασώσει και να καταξιώσει το ποιητικό της τάλαντο , ένα χάρισμα που ούτε και η ίδια δεν είχε απολύτως συνειδητοποιήσει.Μα στ’ αλήθεια ποιος είναι ο πιο όμορφος; Εκείνος που αγνοεί το κάλλος του.Το βιβλίο και η ποίηση της Παπούσα γνωρίζουν μεγάλη ανταπόκριση.Η πρώτη τσιγγάνα ποιήτρια που έγραψε στη γλώσσα των Ρομά σφράγισε ανεξίτηλα τη ψυχή του Πολωνικού λαού.’’Κοιτάζω εδώ, κοιτάζω εκεί , στα ζεστά νερά που λούζεται το Φεγγάρι/Όπως μια νεαρή Τσιγγάνα/ μέσα σε ένα ρυάκιτου δάσους/Τι τρέχει, όλα ταλαντεύονται/Είναι ο κόσμος που γελάει’’(Από το πρώτο της ποίημα που δημοσιεύτηκε το 1951 στο περιοδικό Νοwa Kultura)
Η υπέρβαση της Παπούσα δεν ήταν δίχως κόστος. Κατηγορήθηκε από τη φυλή της πως αποκάλυψε μυστικά της τσιγγάνικης κουλτούρας , πράγμα αξιοτιμώρητο.Απειλήθηκε με σωματική τιμωρία και απομονώθηκε. Σιγά –σιγά η ψυχική της υγεία κλονίστηκε κι έτσι νοσηλεύτηκε και σε ψυχιατρείο.Η ευγενής της φύση δεν την άφησε ποτέ να κατηγορήσει κανέναν κι ούτε βέβαια τον Φιτσκόφσκι που στα γράμματά της τον αποκαλούσε ‘’αδελφούλη’’. Δεν δήλωσε ποτέ ποιήτρια ,αλλά μάντισσα και χαρτορίχτρα. Αρνήθηκε να κερδίσει χρήματα από την ποίησή της κι όταν αργότερα της δόθηκε μια κρατική υποτροφία , δεν την αποδέχθηκε ,αλλά είπε πως είναι ασυνήθιστη στις τιμές και συνέχισε να εξασφαλίζει τα αναγκαία με τους παραδοσιακούς τσιγγάνικους τρόπους.
‘’Ω, πόσο όμορφα δίπλα στην σκηνή τραγουδάει
το κορίτσι,
η φωτιά καίει!
Ω, πόσο όμορφα οι άνθρωποι από μακριά
Ακούνε τα πασχαλιάτικα τραγούδια των πουλιών,
Το κλαψούρισμα των παιδιών και τα τραγούδια
Και τους χορούς των αγοριών και των κοριτσιών.
Ω, πόσο όμορφα το δάσος θροϊζει για μας,
μας τραγουδάει τραγούδια
Πόσο όμορφα κυλάει το ποτάμι,
Πόσο μεγάλη απόλαυση είναι να αντικρίζεις το βαθύ νερό
Και να του λες τα πάντα
Γιατί κανείς δεν μπορεί να με καταλάβει,
Μόνο τα δάση και τα ρυάκια.
Αυτά που λέω εδώ έχουν περάσει
εδώ και πολύ καιρό
κι έχουν πάρει μαζί τους τα πάντα
μαζί και τα νεανικά μου χρόνια.’’
(Από το Γύφτικο τραγούδι από το κεφάλι της Παπούσα)
Η Παπούσα άφησε ολιγάριθμο ποιητικό έργο και πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1987. Στη συνείδηση όμως του Πολωνικού λαού δεν ήταν ποτέ ξεχασμένη και κατέχει πάντα τη θέση μια σπουδαίας ποιήτριας και δικαίως αφού εξέφρασε την εποχή της με τις ιστορικές της συνθήκες με ευαισθησία και αμεσότητα συναισθημάτων.Ύστερα είναι και η αρετή του ποιητικού της ήθους ,αφού δεν αντάλλαξε τίποτα με υλικές απολαβές , ίσα-ίσα πλήρωσε κιόλας πολύ ακριβά την όποια της υπέρβαση! Κι ενώ αρνιόταν την ταυτότητά της ως ποιήτρια επειδή ήθελε να προστατευθεί από την κατακραυγή της φυλής της,συνέχιζε να ασκεί με αποδεκτούς από τους άλλους τσιγγάνους το πανάρχαιο διαισθητικό χάρισμα των γνήσιων ποιητών για να συντηρεί τον άρρωστο άντρα της και τον γιο της.
Στο Γκόρζουφ Βιελακοπόλσκι της Πολωνίας το άγαλμα της Μπρονισλάβα Βάις ή αλλιώς της Παπούσα ατενίζει το μέλλον φορώντας τα τσιγγάνικα κοσμήματά της και κρατώντας στα χέρια της τα βιβλία που τόσο πολύ αγάπησε στη φτωχή της ζωή.Πολύ κοντά της παίζουν τα παιδιά όλων των εποχών όπως τότε στον καταυλισμό του 1930 κι εκείνη τώρα πια χαμογελά προς τον ποιητή Φιτσκόφσκι με συναίνεση ,αφού εκείνος την είδε με το κατάλληλο βλέμμα κι αποφάσισε να την κάνει ορατή.Ποιός είπε πως η ψυχή μιας γυναίκας δικαιώνεται δίχως μόχθο και οδύνη;
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
• Βωλίτης: άγριο μανιτάρι
• LIFO:M.HULOT 27.4.2020 Παπούσα:η ιστορία μιας σπουδαίας Τσιγγάνας ποιήτριας της Πολωνίας
• Η εξαιρετική Πολωνική ταινία Papusza προβλήθηκε το 2013 στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
• Φωτογραφίες:1η. 1974 Φωτογραφία του Czeslaw Luniewicz
• 2η. Στον καταυλισμό το 1930
• 3η.Άγαλμα της Μπρονισλάβα Βάις στο Γκορζουφ Βιελακοπόλσκι της Πολωνίας