Ποτέ μου δε ηθέλησα τη μοίρα να λατρέψω, μηδέ να φοβηθώ ζωής τερτίπια και χαστούκια. Κι αν είχα, δα, μπόλικα από δαύτα! Μα άντεξα ως εδά.
Συχνά, αρπώ το δισάκι μου στον ώμο και στο δρόμο… κι όπου ήθελε με βγάλει.
Δε μου αρέσει ο συντηρητισμός μηδέ να κανοναρχούνε τη ζωή μου κι αψηφώ, το, τι πρέπει και δεν πρέπει. Κι είναι, να δεις, το πιο φυσικό για μένα, άμα πρέπει να πάρω μια απόφαση να μη σκέφτομαι πολύ. Δε χασομερώ με τα ζύγια, με τα οφέλη και ζημιές, που κλέβουνε ικμάδα και το χρόνο μου τον πολύτιμο. Γιατί δε σπαταλώ, μα δε τσιγκουνεύομαι το χρόνο μου.
Τον ξοδεύω ανάλογα τα οφέλη ψυχής και πνεύματός μου. Γι’ αυτό κι άμα πα ν’ αποφασίσω για τα μελλούμενα, αφήνομαι στο ένστικτό μου κι αυτό, μα την αλήθεια, αλάνθαστο πάντα, όπως στα άλογα και τα σκυλιά ράτσας, με οδηγεί στο καλύτερο που ποτέ δεν έχω μετανιώσει. Κοντολογίς, έχω τούτηνα την αρρώστια της εποχής που την ελένε κουζουλάδα κι ως έγραφα στσι ρίμες μου,
– Μη πάρεις το για προσβολή
αν κουζουλό σε πούνε.
Των γνωστικών τα όνειρα,
οι κουζουλοί… τα ζούνε.
Βέβαια είμαι κι οπαδός του μπάρμπα Θανάση που στα ενενήντα έξι του ήλεγέ μου:
– Γιωργάκη, εγώ δεν είμαι γέρος. Είμαι πολλώ χρονώ άθρωπος.
Και τούτο γιατί δεν πρέπει να μοιρολατρούμε, αφού το διάβα μας σε τούτο τον κόσμο, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, εκτός από τα έργα μας, στο πώς θα δούμε τη ζωή και τους γύρω μας. Χρειάζεται αισιοδοξία κι αυτοπεποίθηση. Είναι το χιλιοειπωμένο που κρέμεται στη γλώσσα μου.
– Το κάθε πράμα να το βλέπεις με καλό μάτι. Το ποτήρι, πίστεψέ με, είναι μισογεμάτο κι όχι μισοάδειο.
Βρίσκεις εμπόδια, προβλήματα κι ίσως την κακία του συναθρώπου, πάρ’ το χαλαρά.
Μόναχα αν με προσβάλουν, ή μου στερήσουν τη λευτερία μου, ναι, μόνο τότε επαναστατώ και δίνω μάχη να επαναφέρω την αξιοπρέπειά μου και τη λευτερία μου. Τούτα τα αγαθά δεν τα ξεπουλάω και δεν επιτρέπω σε κανένανε να τα αγγίξει.
– Χωρίς φαγητό χωρίς νερό, έλεγε ο Καζαντζάκης, ζει ο άθρωπος. Χωρίς ελευτερία δε ζει.
Μα προσθέτω, και χωρίς αξιοπρέπεια δεν αξίζει να ζει.
Ο ορεσίβιος, εδώ δίπλα, απλός γιδαράρης απ’ τη Μελισσιά, μου είπε μια μέρα όντε ήμασταν στα όρη.
– Ο άθρωπος εις τη ζωή
πρέπει να έχει νάμι,
όντε θα φύγει απ’ εδώ
να μη του πουν χαράμι.
Τούτανα τα αγαθά φύλαξέ τα άθρωπέ μου. Για τα υπόλοιπα, δε χρειάζονται καυγάδες και έχθρητες.
Σε πείραξε ο διπλανός, μη του δώσεις σημασία. Σε αδίκησε, περιφρόνησέ τον και μην πάψεις να τον χαιρετάς.
Θυμούμαι, ο γείτονας εδώ στο κονάκι μου, θέλησε να πάρει γης απ’ τη δικιά μου μικρή έκταση. Αρνήθηκα στην αρχή, φώναζε, με στεναχώρεσε, με πίεζε πως τάχα του ανήκει, μέτρησα με το μάτι, θα ήτανε ίσαμε μισό τετραγωνικό μέτρο.
– Αξίζει; σκέφτηκα, όχι μου είπε ο από μέσα.
Του το χάρισα κι ας στεναχωρέθηκα πρόσκαιρα. Αντί να του κόψω την καλημέρα, όπως συνηθίζεται, την άλλη μέρα στον καφενέ τον κέρασα τσικουδιά, την ήπιε στην υγειά μου κι η τιμωρία του έτσι ήταν πολύ πιο μεγάλη.
Γι’ αυτό σου λέω πάρ’ το χαλαρά.