Kατέβασε τα στόρια, πάτησε τον διακόπτη για να σβήσει το φως, έκλεισε τα µάτια! Κράτησε την αναπνοή, µέτρησε ένα – δύο – τρία…
18 ∆εκεµβρίου ηµέρα Τετάρτη σε ένα έτος άγνωστο! Ο κόσµος του όλος τριγύρω, µέσα σ’ ένα δωµάτιο 2×3! Μια ολοκλήρωση του “είναι’’ που επί χρόνια µάχεται την αντίπερα όχθη, βασανίζεται να κρατηθεί απέναντι στο αντίπαλο δέος που λέγεται… κενό!
Κάποιοι το έχουν ονοµατίσει “σύγχρονος κόσµος”, τα “απόνερα” της έννοιας ενός Παράδεισου χαµένου ή µιας ουτοπίας που ποτέ δεν υπήρξε!
Μέγιστη ύβρις -για κείνον- η υπόνοια πως κάποιος µπορεί να βρει έναν τέτοιο χαµένο κόσµο µόνος ολοµόναχος!
«Τι θ’ απογίνουν όλης της γης οι κολασµένοι; Οι απόκληροι; Οι πεινασµένοι; Οι αδικηµένοι; Οι σκοτωµένοι;», σκεφτόταν! Με ποιο δικαίωµα καλλιεργούσε στον νου του ανοιχτές γαλάζιες θάλασσες και καλοσύνη ατελεύτητη, αφού το ’ξερε· κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να ισχύσει για όλους!
Άνοιξε τα µάτια και γλύστρισε τη σκέψη του ανάµεσα από τα κατεβασµένα στόρια στην… έξω ζωή!
Είδε τον κόσµο να ζει!
Άνθρωποι πηγαινοέρχονται, µιλούν, χειρονοµούν! Κλαίνε, κατσουφιάζουν, σηκώνουν το φρύδι µε απέχθεια για καθετί που δεν τους κάθεται καλά, βρίζουν, ξεσπούν τα νεύρα τους στο… παιδί!
Στο παιδί που κάποτε ήταν! Σαν να θέλουν να εκδικηθούν τη µήτρα που τους έβγαλε σε τούτον τον κόσµο!
Κάποτε το εκστοµίζουν κιόλας! Βρίζουν την τύχη τους, τον θεό που πιστεύουν ή δεν πιστεύουν! Κι αν τον πιστεύουν του ζητούν τα ρέστα! Γιατί το ένα, γιατί το άλλο, γιατί εκείνο και όχι τούτο!
Κι Αυτός µέσα από την κούνια του χαµογελάει, ένα µικρό νεογέννητο µωρό που γεννιέται, έρχεται και ξανάρχεται στη γη να υπενθυµίσει τη λάθος πορεία ενός κόσµου που έµαθε να πάλλεται ανάµεσα στα χιλιάδες λάθη µα σε κανένα απ’ όσα Εκείνος δίδαξε!