Μολονότι μέχρι σήμερα έχουν δει το “φως” της δημοσιότητας πολλές και ενδιαφέρουσες απόψεις – διαμαρτυρίες σχετικά με την προβληματική(;) αναγόρευση του Γερμανού ιστορικού Heinz A.Richter σε επίτιμο διδάκτορα από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Παν/μίου Κρήτης, θα ήθελα να προσθέσω και τη δική μου εκτίμηση για την επιστημονική βαρύτητα και δεοντολογία του πολύκροτου βιβλίου του “Η Μάχη της Κρήτης”.
Από την περιλάλητη Μάχη μέχρι την έκδοση του βιβλίου (2011) έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια. Επρεπε λοιπόν η απόσταση του χρόνου και οι κρατούσες σήμερα ειρηνικές και φιλικές σχέσεις μεταξύ των άλλοτε εμπολέμων να έχουν βοηθήσει τον συγγραφέα να βλέπει και να αξιολογεί τα πρόσωπα και τα γεγονότα με τη δέουσα επιστημονική νηφαλιότητα. Αντ’ αυτού όμως ο κ. Richter επιδίδεται σε μια προσπάθεια μεροληπτικής αξιολόγησης που φθάνει μέχρι και την παραχάραξη της Ιστορίας.
Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφονται και αξιολογούνται τα σχετικά ιστορικά γεγονότα οδηγεί τον αναγνώστη στην εντύπωση ότι ο χρόνος σταματάει με την κατάληψη της Κρήτης στις 30 Μαΐου 1941, ότι τα γεγονότα είναι αυτόνομα και ότι η τότε διαμορφούμενη κατάσταση παγιώνεται. Ο κ. Richter δε θέλει να δει τη δυναμική των ιστορικών γεγονότων εκείνης της περιόδου, η οποία θα οδηγήσει στην αλλαγή του σκηνικού στα αμέσως επόμενα χρόνια. Η διασπορά των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων και η οργάνωση της αντίστασης των κατακτημένων λαών κατά του Ναζισμού και του Φασισμού θα αποδυναμώσουν την ισχύ του Χίτλερ και θα τον οδηγήσουν στην αυτοκτονία. Λησμονεί λοιπόν ο κ. Richter τη Δημοσθένεια ρήση, η οποία έχει διαχρονική ισχύ, «προς γαρ το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται».
Ο κ. Richter επιδιώκει να περιγράψει τη Μάχη της Κρήτης για να προβάλει τη δύναμη της χιτλερικής πολεμικής μηχανής και τη νίκη των αλεξιπτωτιστών. Αυτής όμως της νίκης ο κ. Richter αρνείται τον χαρακτηρισμό ως πύρρειας νίκης (σ.422), μολονότι γνωρίζει και περιγράφει τις απώλειες κατά 33% της επίλεκτης αυτής VII Μεραρχίας. Σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να υπενθυμίσω στον κ. Richter ότι στη Μάχη αυτή οι αλεξιπτωτιστές “έκλεψαν” τη νίκη από τους Συμμάχους, δεν την κέρδισαν με τη γενναιότητά τους, όπως φαίνεται και από την αφήγηση των γεγονότων που κάνει ο ίδιος. Την πρώτη ημέρα της Μάχης, την 20ή Μαΐου, κανείς από τους στόχους της γερμανικής επίθεσης δεν είχε επιτευχθεί και οι αλεξιπτωτιστές είχαν βρεθεί πολύ κοντά στην ήττα (σ. 211). Η αποχώρηση του Andrew από το Ύψωμα 107, λόγω κακής συνεννόησης, τα μεσάνυχτα αυτής της ημέρας ήταν μοιραία για την εξέλιξη της μάχης, αφού κατά τις τρεις μετά τα μεσάνυχτα οι αλεξιπτωτιστές έφθασαν στο Ύψωμα αυτό χωρίς κανένα εμπόδιο και απ’ εκεί πια προστάτευαν τον διάδρομο προσγειώσεως του αεροδρομίου του Μάλεμε (σ. 215). Αυτό σημαίνει πως, αν δεν αποχωρούσε ο Andrew από τη σπουδαιότατη αυτή στρατηγική θέση ή αν αντικαθίστατο από άλλη ανάλογη δύναμη, πιθανότατα η όλη επιχείρηση των Γερμανών θα κατέληγε σε αποτυχία. Το ίδιο θα συνέβαινε,πιστεύω, και αν υπερασπίζονταν το Ύψωμα αυτό καλά εξοπλισμένοι Κρητικοί, οι οποίοι, σαν άλλος Σπύρος Καγιαλές, θα αγωνίζονταν εκεί μέχρις εσχάτων και θα υποχρέωναν τον επιδρομέα να εγκαταλείψει την προσπάθειά του να καταλάβει την Κρήτη.
Είναι όμως ενοχλητικό και το ότι ο κ. Richter αναφέρεται στα γεγονότα με επιλεκτική μνήμη και γι’ αυτό ακριβώς δε θέλει ούτε απλή μνεία να κάνει για ιστορικά γεγονότα που αμαύρωσαν την εικόνα των χιτλερικών δραστηριοτήτων που επιθυμεί να προβάλει. Γι’ αυτό μνημονεύει βέβαια τον Rommel και το Τομπρούκ (1941), λησμονεί όμως τον Montgomery και το Ελ Αλαμέιν (Νοέμβρ. 1942), κάνει λόγο για αντιστασιακές ομάδες (όχι Οργανώσεις), λησμονεί όμως την απαγωγή του Kreipe από τον P. L. Fermor και τους ηρωικούς συνεργάτες του στις 26 Απρ. 1944. Ολα αυτά ήταν γεγονότα που υποχρέωσαν τον υψαύχενα κατακτητή να καταβιβάσει την οφρύν του και να νιώσει το ρίγος του τέλους του.
Στη συνέχεια θα αναφερθώ, για λόγους οικονομίας χώρου, σε μερικά παραδείγματα μεροληπτικής αντιμετώπισης των εισβολέων, σε λίγες από τις πολλές αντιφάσεις στις οποίες περιπίπτει ο συγγραφέας και στις υποτιμητικές εκφράσεις του για τον Κρητικό λαό.
Στο υπό κρίση βιβλίο λοιπόν ο κ. Richter μεροληπτεί κατάφωρα υπέρ των χιτλερικών δυνάμεων, ενώ παράλληλα δίνει την εντύπωση ότι συνεχώς αναζητεί αφορμή για να υποτιμήσει και να υποβαθμίσει τους Συμμάχους και να δυσφημήσει, να προσβάλει και να προκαλέσει τον Κρητικό λαό.
Και πάλι ο κ. Richter λησμονεί ότι ένας από τους βασικούς στόχους της Ιστορικής συγγραφής, όπως τους όρισε ο πατέρας της Ιστορίας, ο Ηρόδοτος (5ος αι. π.Χ.), είναι η αμεροληψία: «…μήτε έργα μεγάλα τε και θωμαστά, τα μεν Έλλησι, τα δε βαρβάροισι αποδεχθέντα, ακλεά γένηται…» (Προοίμιο).
α) Στο σύγγραμμά του ο κ. Richter προβάλλει τον δήθεν ηρωισμό των αλεξιπτωτιστών και την ορθότητα των αποφάσεων και των ενεργειών των Γερμανών αξιωματικών, ενώ υποτιμά το θάρρος και τη γενναιότητα των στρατιωτών της Creforce. Παράλληλα αναφέρεται με περισσή περιφρόνηση στους αξιωματικούς των Συμμαχικών δυνάμεων. Ετσι για τον Χίτλερ χρησιμοποιεί τα ονόματα Χίτλερ ή Φύρερ ή δικτάτορας και ουδέποτε χρησιμοποιεί όνομα ή φράση που θα μείωνε το κύρος και τη δύναμή του. Το γλωσσικό περιβάλλον μάλιστα στο οποίο εντάσσει το όνομα του Χίτλερ αποκαλύπτει τον ιδιαίτερο τρόπο, τον θαυμασμό θα έλεγα, με τον οποίο παρουσιάζει τις ενέργειες ή τις αντιδράσεις του: «Οι…Γιουγκοσλάβοι ήταν έτσι κι αλλιώς εύκολη λεία για τον Χίτλερ», (σ.69) (προβάλλεται η παντοδυναμία του Χίτλερ).
«Ο Μουσολίνι απάντησε στην επιστολή του Χίτλερ…με σχεδόν δουλικό ύφος», (σ.78) (προβάλλεται ο Χ. ως ο παντοδύναμος αφέντης)
«Ο Τσιάνο υποχρεώθηκε να ακούσει το δριμύ κατηγορώ που εξαπέστειλε εναντίον του ο Χίτλερ» (σ.72) (τονίζεται η ρητορική δεινότητα του Χ.).
Αντίθετα ο Τσώρτσιλ παρουσιάζεται ούτε λίγο ούτε πολύ ως ανίκανος, άσχετος, αφελής, δειλός και αιμοδιψής: «Η εν λόγω άποψη (του Τσώρτσιλ) ήταν ασφαλώς εντελώς εσφαλμένη» (σ.46).
«Όμως ο Τσώρτσιλ δεν αντιλήφθηκε τους υπαινιγμούς αυτούς»,(σ.49).
«Η άποψη του Τσώρτσιλ…δεν ήταν τίποτε άλλο από ευσεβής πόθος», (σ.58).
«Είχε πλέον τη δυνατότητα (ο Τσώρτσιλ) να αλλάξει εγκαίρως πορεία…αλλά δε βρήκε το αναγκαίο σθένος να το πράξει…»(σ.73).
«Οι εκτιμήσεις του Τσώρτσιλ…ήταν και αυτές λανθασμένες (σ.91).
Διψώντας για αιματοχυσία ( ο Τσώρτσιλ) αποτάθηκε στον Wavell…»(σ.111).
Για τους Γερμανούς αξιωματικούς χρησιμοποιεί εγκωμιαστικά λόγια : «Οι εξαίρετες ικανότητες εξεύρεσης λύσεων εκ των ενόντων και η αυτοκυριαρχία του Seibt κατέστησαν εφικτή τη διεξαγωγή της Επιχείρησης Ερμής»(σ.127).
Για τους αξιωματικούς των Συμμάχων όμως δε χάνει ευκαιρία να μην τους λοιδορήσει με τους πλέον απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς: «Αδυνατούσε από πάσης απόψεως να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ρόλου του· ήταν ο ακατάλληλος άνθρωπος στο ακατάλληλο σημείο την ακατάλληλη ώρα», (σ.185). Αυτά γράφει για τον Νεοζηλανδό Ταξίαρχο J. Hargest.
Νομίζω ότι δε χρειάζεται να εξηγήσω από πού πηγάζει αυτή η μνησικακία του κ. Richter τόσο προς τον Πρωθυπουργό της Νίκης Ουίστον Τσώρτσιλ όσο και προς τους ανώτατους αξιωματικούς της Creforce, από τις ικανότητες των οποίων “ξεπουπουλιάστηκαν” στη Μάχη της Κρήτης οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές.
Μεροληπτική είναι και η επιλογή των φωτογραφιών με τις οποίες διανθίζει το κείμενό του ο κ. Richter. Ετσι οι φωτογραφίες των Γερμανών ανώτατων αξιωματικών που ενεπλάκησαν στην οργάνωση και την εκτέλεση της επιχείρησης Ερμης (Löhr, Richthofen, Student…) (φωτ. 1 – 10) είναι πρώτης ποιότητας. Οι αξιωματικοί αυτοί παρουσιάζονται με απαστράπτουσες στολές και λαμπερά παράσημα και έντονη αυτοπεποίθηση. Ας σημειωθεί ότι στις 5 από αυτές τις φωτογραφίες προβάλλεται μόνος ή μαζί με άλλους ο διαβόητος για τα εγκλήματά του στην Κρήτη Student.
Αντίθετα οι φωτογρ, των ανώτατων αξιωματικών των Συμμαχικών δυνάμεων (Freyberg Puttick, Andrew… (φωτ. 11 – 20) είναι κατώτερης ποιότητας, μερικές μάλιστα είναι και ελαφρώς θολές, ενώ οι αξιωματικοί παρουσιάζονται με ύφος μάλλον σκυθρωπό.
Την πρόθεση του κ. Richter να γελοιοποιήσει τους Έλληνες αξιωματικούς που συμμετείχαν στη Μάχη της Κρήτης αποκαλύπτει η υπ’ αρ. 26 φωτογραφία, στην οποία μεταξύ άλλων εμφανίζεται κάποιος αξιωματικός του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Ο αξιωματικός αυτός είναι υπερβολικά χοντρός και η αμφίεσή του μόνο τα γέλια προκαλεί. Το παντελόνι του είναι σαν τσουβάλι και το όλο παράστημά του θυμίζει ταινίες με τον Σαρλό ή το κωμικό δίδυμο Χοντρός-Λιγνός.
Στο ίδιο πνεύμα γελοιοποίησης εντάσσεται και η υπ’αρ. 23 φωτ., στην οποία παρουσιάζεται ένα μικρό αντιαεροπορικό πυροβόλο στηριγμένο σε μια λεπτή μεταλλική βάση με δύο χειριστές και σε μικρή απόσταση απ’ αυτό δύο τυφεκιοφόροι χωροφύλακες. Στη λεζάντα της φωτ. διαβάζουμε: «Αντιαεροπορική άμυνα στον όρμο της Σούδας και Κρήτες χωροφύλακες». Δεν μπορούσε ο κ. Richter στη θέση αυτών των δύο φωτογραφιών να βάλει δύο άλλες καλύτερες;
β) Από το πλήθος των αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν το περιεχόμενο του βιβλίου σταχυολογώ τις εξης:
1) Ο κ. Richter επανειλημμένως μέμφεται τον Διοικητή της Creforce Νεοζηλανδό Στρατηγό Freyberg, επειδή, όπως γράφει, «ένα μέρος των δυνάμεών του, μεταξύ των οποίων οι πλέον αξιόμαχες, διατέθηκε για την αντιμετώπιση μιας αμφίβιας επιχείρησης που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε» (σ.164). Η μομφή αυτή και άδικη είναι και παραχάραξη της Ιστορίας αποτελεί, επειδή αμφίβια επιχείρηση των Γερμανών κατά της Κρήτης και σχεδιάστηκε (σ.116 και 117) και οργανώθηκε (σ.131) και επιχειρήθηκε και μάλιστα τρεις φορές. Η αντίφαση και αυτοαναίρεση του κ. Richter για όσα καταλογίζει εδώ εις βάρος του Freyberg καταγράφεται στη συνέχεια. Δηλ. στην περιγραφή των γεγονότων της 21ης Μαϊου ο κ. Richter αφιερώνει οκτώ σελίδες (235-242) στην περιγραφή και την τύχη της πρώτης γερμανικής νηοπομπής η οποία μετέφερε στην περιοχή του Μάλεμε στρατιωτικές δυνάμεις και πολεμικό υλικό, αλλά καταστράφηκε από το Αγγλικό Βασιλικό Ναυτικό. Αλλά και στην αφήγηση των γεγονοτων της 22ας Μαϊου ο κ. Richter διαθέτει επτά σελίδες (248 – 254) στην άκαρπη προσπάθεια και της δεύτερης γερμανικής νηοπομπής. Η αποστολή της τρίτης ναυτικής μοίρας των Γερμανών ματαιώθηκε (σ.353).
2) Μια άλλη κραυγαλέα αντίφαση του κ. Richter έχει σχέση με τους αλεξιπτωτιστές. Αρχικά λοιπόν γράφει: «Σε αντίθεση με το συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης των Νεοζηλανδών, οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές είχαν ένα αποκεντρωτικό σύστημα διοίκησης. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους μάθαιναν να δρουν βασιζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις, να μην περιμένουν διαταγές, με άλλα λόγια προσαρμόζονταν στην εκάστοτε αποστολή τους. Οι αλεξιπτωτιστές αποτελούσαν μια επίλεκτη μονάδα, που ήταν σε θέση να δρα κατά το δοκούν» (σσ.185 – 186). Παρόμοια είναι και αυτά που αναφέρει παρακάτω: «Αντίθετα στο γερμανικό στρατόπεδο κυριαρχούσε από τις αρχές του 19ου αιώνα η λεγόμενη διατεταγμένη υπηρεσία, η οποία ωθούσε όλους τους στρατιώτες σε αυτόνομη σκέψη και δράση» (σ.436).
Πλήρη αντίφαση σ’ αυτά αποτελούν τα ακόλουθα: «Κατά τη διατύπωση κρίσεων δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς πως οι νεαροί αυτοί αλεξιπτωτιστές υπήρξαν θύματα μιας παιδείας (προηγουμένως έγραφε εκπαίδευσης) που στόχευε στην υπακοή και εμπόδιζε την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης. Επρόκειτο για νέους γεμάτους ενθουσιασμό, οι οποίοι γνώριζαν πως ανήκαν σε μια ελίτ. Ο ιδεαλισμός των ανδρών αυτών έτυχε της χειρότερης δυνατής μεταχείρησης. Εδωσαν το καλύτερο που μπορούσαν και ρίσκαραν τη ζωή τους χωρίς να έχουν συνείδηση των κινήτρων» (σ.450).
Ο κ. Richter κρίνει και αξιολογεί τους αλεξιπτωτιστές ως δίκορος. Τη μια φορά τους κρίνει άξιους να δρουν κατά το δοκούν, ως αυτόνομες προσωπικότητες, και την άλλη τους θεωρεί ανεύθυνους, χωρίς αυτόνομη σκέψη, γιατί είχαν μάθει να υπακούουν στους άλλους και γι’ αυτό εκιλιπαρεί ,στη συνέχεια, να τους δείξουν οίκτο όσοι δεν τους έδειξαν τη μεταχείριση που τους άξιζε. Πάντως, ανεξάρτητα από το πώς αξιολογεί ο κ. Richter τους αλεξιπτωτιστές τη μια φορά και πώς την άλλη, αυτό που είναι αναμφίβολο είναι ότι αυτοί που ενοχοποιούσαν και εκτελούσαν αθώους – αμάχους στην Κρήτη (βλ. π.χ. Κοντομαρί και Κάντανο) ήταν αλεξιπτωτιστές, όπως και αυτοί που έκαναν χιλιάδες οικογένειες της Κρήτης να μαυροφορέσουν για μια ολόκληρη ζωή και χιλιάδες ανήλικα παιδιά να ζήσουν στην ορφάνια ήταν επίσης αλεξιπτωτιστές!
3) Αξίζει όμως να δούμε και όσα αντιφατικά γράφει ο κ. Richter και για τον διοικητή των γερμανικών επιχειρήσεων στην Κρήτη Αντιπτέραρχο Kurt Student: «Το γεγονός ότι ο Student ήταν υπεύθυνος για την έγκριση καταστροφών και εκτελέσεων εξηγεί το μικρό αριθμό τους, πιθανώς, όπως ελέχθη, να ήταν ένα μέσον για να αποφευχθούν χειρότερα αντίποινα» (σ.414). Λίγο παρακάτω όμως αναιρώντας τον εαυτό του ο κ. Richter αναφέρει: «…Σε κάθε περίπτωση λείπουν οι απαραίτητες ενδείξεις προκειμένου να υποστηριχθεί ότι οι εκτελέσεις αυτές είχαν την έγκριση της γερμανικής ηγεσίας (Student)” (σ.416). Αυτά γράφει ο κ.Richter αναφερόμενος στην καταστροφή της Καντάνου και τις ομαδικές εκτελέσεις αμάχων στην ίδια την Κάντανο (3 Ιουν.1941) και το Κοντομαρί (2 Ιουν.1941). Ας σημειωθεί ακόμη ότι ο αριθμός των εκτελεσθέντων που αναφέρει ο κ. Richter είναι πολύ μικρότερος από τον πραγματικό αριθμό των εκτελεσθέντων σ’ αυτά τα δύο μαρτυρικά χωριά. Απάντηση όμως σ’ αυτήν την αντίφαση του κ. Richter δίνει η διαταγή της 31ης Μαϊου του ίδιου του Student, όπου καταγράφονται λεπτομερώς τα αντίποινα.
γ) Ο κ. Richter, παρασυρμένος από τη χιτλερική ή φιλοναζιστική βιβλιογραφία, υιοθετεί απόψεις που απάδουν προς την Ιστορία, τον Πολιτισμό και τις παραδόσεις του Κρητικού λαού. Δυσφημεί τον Κρητικό λαό, όταν αναφέρεται σε δήθεν ατίμωση νεκρών αλεξιπτωτιστών και δολοφονία τραυματιών (σ.409 και 410). Προσβάλλει τον Κρητικό λαό, όταν υποστηρίζει ότι η αντίστασή του στον εισβολέα δεν ήταν αυθόρμητη και σύσσωμη, αλλά ήταν από καιρό προετοιμασμένη από ξένους πράκτορες και κυρίως τον Άγγλο Pendlebury (σ.396 και 439) και τέλος προκαλεί τον Κρητικό λαό, όταν αυθαίρετα εκτιμά ότι “Χωρίς την πίεση του Τσώρτσιλ η Κρήτη όπως και όλα τα άλλα Ελληνικά νησιά θα είχε περιέλθει αμαχητί υπό γερμανικό έλεγχο” (σ.423). Χαρακτηρίζει μάλιστα τους Κρητικούς άγριους: “Ο οπλισμός αυτών των άγριων ανδρών (δηλ.των Κρητικών) ήταν πρωτόγονος” (σ.403). Όλες αυτές οι ανεδαφικές και προσβλητικές για τον Κρητικό λαό αναφορές αποκαλύπτουν ότι ο κ. Richter ούτε τη μακραίωνη Ιστορία της Κρήτης γνωρίζει αλλά ούτε και την ψυχοσύνθεση του Κρητικού λαού έχει αντιληφθεί, γιατί διαφορετικά δε θα έπεφτε σ’ ένα τέτοιο ατόπημα.
Σε όλα αυτά η απάντηση είναι μία και αληθινή: Ο Κρητικός λαός πάντοτε σεβόταν τους νεκρούς αντιπάλους του και συχνά περιέθαλπε τους τραυματίες εχθρούς του. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα. Ακόμη σε κάθε κίνδυνο της πατρίδας ο Κρητικός λαός, υπακούοντας στη φωνή του Διγενή, όπως λέει και σχετικό νεοριζίτικο τραγούδι, δηλ.στη φωνή των προγόνων του, έτρεχε να υπερασπιστεί τους βωμούς και τις εστίες του τραγουδώντας:
«Καλλιά φωθιά και θάνατος παρά σκλαβιά στην Κρήτη»
Για τον χαρακτηρισμό των Κρητικών ως άγριων ο κ.Richter φαίνεται ότι έχει μπερδέψει τις έννοιες ήμερος και άγριος, αφού, κατ’ αυτόν, ήμεροι ήταν οι αλεξιπτωτιστές οι οποίοι όρμησαν στην Κρήτη από τον ουρανό, δηλ.όπως τα όρνεα, για να αφανίσουν έναν άγριο, κατ’ αυτόν, λαό που τόλμησε και αντιστάθηκε σ’ αυτούς που φιλοδόξησαν να τον υποδουλώσουν.
Ύστερα από τις παραπάνω παρατηρήσεις – επισημάνσεις πιστεύω ότι εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι, πέρα από ποικίλα άλλα λάθη, η αφήγηση του κ. Richter χαρακτηρίζεται α) από μια εμφανή μεροληπτική στάση του συγγραφέα υπέρ των αλεξιπτωτιστών και των χιτλερικών αξιωματικών, β) από πλήθος ανακριβειών και ιστορικών λαθών, και γ) από πλήθος αντιφάσεων. Όλα αυτά όμως υποχρεώνουν τον αναγνώστη 1) να έχει βάσιμες αμφιβολίες για την επιστημονική αξία του βιβλίου και 2) να διερωτάται αν ο κ. Richter άξιζε την τιμή την οποία του απένειμε το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Παν/ μίου Κρήτης.
* καθηγητής του Παν/μίου Αθηνών