Ήταν εκείνα τα χρόνια που, πιθανόν, ήμασταν ακόμα ζωντανοί. Μάρτης, ένας κόσμος λευκός απ’ το χιόνι, αν και όχι εντελώς. Εδώ η λευκότητα δεν είναι ποτέ απόλυτη, λίγο μετράει πόσες νιφάδες ξεχύνονται, ακόμα και αν το ψύχος και ο παγετός κολλάνε τον ουρανό με τη θάλασσα και η πάχνη διεισδύει στα τρίσβαθα της καρδιάς εκεί όπου τα όνειρα έχουν το σπιτικό τους, το λευκό δεν βγαίνει ποτέ νικηφόρο. Οι βραχώδεις ζώνες των βουνών το ξεφορτώνονται αμέσως και ξεπροβάλλουν, μαύρες σαν το κάρβουνο, στην επιφάνεια του άσπιλου σύμπαντος. Προεξέχουν, επιβλητικές και σκοτεινές, πάνω απ’ το κεφάλι του Μπάρδουρ και του παιδιού καθώς ετούτοι δω απομακρύνονται απ’ το Χωριό, την αρχή και το τέλος μας, το κέντρο του κόσμου.
Ο Μπάρδουρ και το παιδί απομακρύνονται απ’ το Χωριό για να επιστρέψουν στον καταυλισμό των ψαράδων στον μικρό κολπίσκο, ίσως απόψε ο καιρός να είναι κατάλληλος για να βγει η εξάκωπος βάρκα στα ανοιχτά για το κυνήγι του μπακαλιάρου. Μάρτης, και στην Ισλανδία κυριαρχεί το σκοτάδι, μέσα στην καλύβα οι άντρες, μέλη του πληρώματος, κοιμούνται μέχρι τη στιγμή που ο καπετάνιος θα δώσει το πρόσταγμα για έγερση, βιαστικό πρωινό και μηχανικές ετοιμασίες. Σπρώχνουν το σκάφος στη θάλασσα και αρχίζουν να κωπηλατούν, το ξημέρωμα αργεί ακόμα. Ταυτόχρονα κινούν και τα άλλη σκάφη, πρέπει να βιαστούν να φτάσουν στον ψαρότοπο πρώτοι, να ρίξουν τα παραγάδια τους, να περιμένουν τους μπακαλιάρους να τσιμπήσουν, να φορτώσουν την ψαριά, να γυρίσουν, αν πάνε όλα κατ’ ευχή, πίσω στη στεριά σώοι και αβλαβείς. Η θάλασσα τους προσφέρει τον πλούτο της, μα η στεριά την ανακούφιση της επιστροφής. Ο Μπάρδουρ δανείστηκε στο Χωριό τον Απολεσθέντα Παράδεισο του Μίλτον, του τυφλού ποιητή, διαβάζει κάποιες στροφές στο μισοσκόταδο της καλύβας, απομνημονεύει τους στίχους που θα επαναλαμβάνει για εκείνον και το παιδί στο ταξίδι. Ο καιρός καθορίζει, κυρίως, το πεπρωμένο των ανθρώπων σε εκείνη τη γωνιά του πλανήτη, και πολύ περισσότερο τη ζωή εκείνων που βγαίνουν στην ανοιχτή θάλασσα. Ο άνθρωπος ενάντια στη φύση, ένας αγώνας άνισος.
Το κλίμα και η γεωγραφική ιδιαιτερότητα του τόπου επιβάλλουν το στίγμα τους στην αφήγηση του Στέφανσον, ακόμα και η γλώσσα η ίδια τούς υποτάσσεται. Η ιστορία που διηγείται ο συγγραφέας είναι κοινότοπη, ειδικά σε ένα μέρος ναυτικών, εκεί που κάθε οικογένεια, θαρρείς, έχει και μια αντίστοιχη ιστορία απώλειας να μοιραστεί. Είναι εντυπωσιακό όταν μία ιστορία πατάει σε άξονες εκ διαμέτρου αντίθετους με τις αναγνωστικές μου προτιμήσεις, και, παρ’ όλα αυτά επιτυγχάνει όχι μόνο να με συναρπάσει, αλλά και να με συγκινήσει βαθιά. Οι άξονες αυτοί είναι η ναυτική ζωή και η χρήση μιας γλώσσας έντονα ποιητικής.
Η -στα όρια της εμμονής- αγάπη μου για την Ισλανδία αποτέλεσε την ξεκάθαρη ώθηση για την ανάγνωση του μυθιστορήματος του Στέφανσον, χωρίς καν να διαβάσω την περίληψη της ιστορίας στο οπισθόφυλλο, απ’ την πρώτη κιόλας σελίδα με συνεπήρε η γλώσσα, ποιητική και με απόλυτη συνοχή, στην ίδια συχνότητα διαρκώς, μια αφηγηματική φωνή ξεκάθαρη, χωρίς να χάνει σε καμία στιγμή τη δυναμική της, που υπηρετεί την ιστορία, γλώσσα υποταγμένη στο φυσικό περιβάλλον, καθοδηγημένη από τις σιωπές των ναυτικών, παρασυρμένη από τις ριπές του ανέμου, όχι με εξάρσεις εντυπωσιασμού, μα δουλεμένη στην εντέλεια, στην παραμικρή λεπτομέρεια, με αποτέλεσμα να μοιάζει σαν να κύλησαν απλώς οι λέξεις στο χαρτί, αβίαστα, η μία μετά την άλλη.
Μυθιστόρημα για τη φιλία, την ενηλικίωση, την Ισλανδία και τη θάλασσα. Ποιητικός ρεαλισμός που μαγεύει αλλά δεν αποπροσανατολίζει, αποτυπώνοντας με ακρίβεια την Ισλανδία και τους ανθρώπους της, μεταδίδει το συναίσθημα της απομόνωσης του ναυτικού σε μια απομονωμένη χώρα, την καθημερινή μάχη για επιβίωση. Ένα μυθιστόρημα που αξίζει να διαβαστεί, όχι μόνο για τη γλώσσα του, αλλά και για την ιστορία που αφηγείται.