“Τοιαύτη γαρ η της προσευχής φύσις. Από γης εις ουρανόν ανάγει τον άνθρωπον, και παν επουράνιον υπερβάσα και όνομα και ύψωμα και αξίωμα αυτώ παρίστησι τούτον των επί πάντων Θεώ”.
(Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς)
Βαδίζουμε τη Μ. Τεσσαρακοστή, που άρχισε από το εσπέρας της Καθαράς Δευτέρας, επομένη της Κυριακής της Τυρινής.
Το εσπέρας της Κυριακής αυτής τελείται ο Κατανυκτικός Εσπερινός της συγγνώμης, όπου στο τέλος του λαμβάνει χώραν μεταξύ των χριστιανών ο ασπασμός της συγγνώμης, ώστε, αλαφρωμένοι συνειδησιακά, να ξεκινήσουμε το “στάδιο των αρετών”.
Ακολουθούν πέντε Κυριακές (των Νηστειών) με το δικό της καθεμιά υμνολογικό και λυτρωτικό περιεχόμενο.
Το εσπέρας αυτών των Κυριακών ψάλλεται Κατανυκτικός Εσπερινός, ο οποίος με το όνομά του μας φανερώνει και τον σκοπό του: Κατανύσσει, κατακεντά την καρδιά και προκαλεί συντριβή. Μας βοηθά να βιώσουμε το βαρύτιμο πνεύμα της συντριβής. Αλλωστε, βασική οδός της καθάρσεως είναι η εν συντριβή μετάνοια, γι’ αυτό και παρακαλούμε καθ’ όλην την περίοδον του Τριωδίου “της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα”. Με πνεύμα συντετριμμένο και τεταπεινωμένο ομολογούμε την αμαρτωλότητά μας και με ψυχή λαμπρυσμένη με δάκρυα μετανοίας, επικαλούμεθα το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού.
Όλα τα τροπάρια του Κατανυκτικού Εσπερινού ως θεόπνευστα και από Αγίους συντεταγμένα διεγείρουν τη συνείδηση των πιστών σε μετάνοια. Προκαλούν συναίσθηση της ενοχής μας ενώπιον του Θεού και φέρνουν ένα συναίσθημα βαθιάς οδύνης και ντροπής, διότι προδώσαμε και πληγώσαμε την αγάπη του Θεού και αισθανόμεθα όπως ο Τελώνης, ο οποίος “ουκ ήθελε ουδέ τους οφθαλμούς εις ουρανόν επάραι” (Λουκ. 18, 13).
Η ψυχή κατασυντρίβεται και οδυνάται με πολλά δάκρυα και ζητά την αποκατάσταση της θείας φιλίας. Η μετάνοια ως υπαρξιακός συμβολισμός κατακαίει με τα δάκρυα της μετανοίας την αμαρτία. Αποσβένει τα πάθη και αποκαθιστά το αρχαίο κάλλος της ψυχής. Τότε η ψυχή αισθάνεται τον Θεό – Πατέρα. Αναπαύεται στην ελεήμονα αγάπη Του και βιώνει την κατά χάρη δικαίωσή της στη σταυρική θυσία του Υιού του Θεού. Ευγνωμονούσα δε η ψυχή για την υπέρμετρη αγάπη, αναλύεται σε αίνεση της απείρου Αγαθοσύνης του Θεού και, μαζί με τους Αγγέλους και τους Αγίους, ψάλλει την καινήν Ωδήν της Αγάπης. Γι’ αυτό και κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή συνεχώς ψάλλουμε το “Αλληλούια”.
Τα θεία λόγια, τα οποία ψέλνουμε στους κατανυκτικούς Εσπερινούς, αλλά και σε όλες τις λατρευτικές συνάξεις της Εκκλησίας μας, υπερτονίζουν την πνευματική φτώχεια του ανθρώπου και τη δέουσα ευγνωμοσύνη του για το άπειρο έλεος του Θεού. Η εσπερινή ακολουθία έχει κύριο σκοπό τη δοξολογία του Θεού για την παρελθούσα ημέρα και τη δέηση για την επερχόμενη νύκτα.
Κατ’ αυτήν την ώρα ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη να δοξολογήσει και να ευχαριστήσει τον Θεό σηκώνοντας μαζί του όλη την κτίση. Διότι ολόκληρος ο κτιστός και ορατός κόσμος, η φυσική αυτή αποκάλυψις του Θεού, γίνεται θαυμάσιος καθρέπτης, αντικατοπτρίζοντας στην ψυχή του ανθρώπου τη βασιλεία των ουρανών και τον ουράνιο αγγελικό κόσμο.
Την ώρα αυτήν που “ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού”, στο δειλινό, η ψυχή του ανθρώπου νοσταλγικά αναζητά τα ουράνια σκηνώματα, τη μυστική ωραιότητα του Παραδείσου, στην οποία οι προπάτορές μας ζούσαν με άφραστη μακαριότητα. Αναλογίζεται τη θεία απόλαυση των πρωτοπλάστων, οι οποίοι συνομιλούσαν με τον Θεόν ως φίλος προς φίλον! Πώς ζούσαν ως άγγελοι με σωματική υπόσταση. Πώς είχαν πολλή απόλαυση και συμβίωση με τους αγγέλους.
Και όμως παρήκουσαν. Και όμως εξέπεσαν και εκβλήθηκαν από τον Παράδεισο. Και με στεναγμό νοσταλγούν τον απολεσθέντα Παράδεισο: “Ήλιος τας ακτίνας έκρυψεν, η σελήνη συν τοις άστροις εις αίμα μετετράπη, όρη έφριξαν, βουνοί ετρόμαξαν, ότε παράδεισος εκλείσθη! Εκβαίνων ο Αδάμ χερσί τύπτων τας όψεις έλεγεν: Ελεήμον, ελέησόν με τον παραπεσόντα” (οίκος της Κυριακής της Τυρινής).
Ολοι μας οι εξ Αδάμ στενάζουμε για την έξωσή μας από τον Παράδεισο και, ελπίζοντες στο έλεος του Θεού, ικετευτικά ψάλλουμε: “Ημάρτομεν, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν, ενώπιόν σου, ουδέ συνετηρήσαμεν, ουδέ εποιήσαμεν· καθώς ενετείλω ημίν. Αλλά μη παραδώης ημάς εις τέλος, ο των Πατέρων Θεός” (Ωδή Ζ Μ. Κανόνος).
Με τη μετάνοια και την προσευχή, ως άτομα και ως εκκλησιαζόμενοι, ιδίως τώρα τη Μ. Τεσσαρακοστή, μπορούμε να τύχουμε του ελέους του Θεού και να γίνουμε Παραδείσου οικήτορες.
*θεολόγος – τ. Λυκειάρχης
– ακαδημαϊκός