Τι και αν προσπαθούμε τόσα χρόνια να προβάλουμε την παράδοση για να προσελκύσουμε επισκέπτες; Στις μέρες μας ο κόσμος είναι υποψιασμένος και θέλει κάτι παραπάνω. Ο τουρίστας που θα έρθει από το Παρίσι ή από τη Ρώμη, κουβαλάει μαζί του τις εικόνες του. Στις αποσκευές του ο Παριζιάνος έχει άρωμα “Βερσαλλιών”, “Πύργου του Άιφελ”, “γαλλικών τυριών” και “γαλλικής σαμπάνιας”, ενώ ο Ρωμαίος φέρνει μαζί του το Βατικανό, τη “Piazza di Spagna”, την Ιταλική γαστρονομία…
Ακόμα και οι συμπατριώτες επισκέπτες μας, κουβαλούν πολλά. Ο Αθηναίος το πλεονέκτημα της μεγαλούπολης και των πολλών επιλογών, ο Θεσσαλονικιός τις παραλίες της Χαλκιδικής, ο Κομοτηναίος την πολυπολιτισμικότητα, ο Ναουσαίος τα δάση και τα νερά…
Τι είναι αυτό που πραγματικά θα τους εντυπωσιάσει στα Χανιά και μήπως τελικά δεν εντυπωσιάζονται τόσο όσο νομίζουμε;
Είναι πράγματι όμορφος ο Δημοτικός κήπος, το λιμάνι, η παλιά πόλη, το Ελαφονήσι. Είναι όμως “εντυπωσιακή” και η τάση… κάποιων -λίγων ελπίζουμε- επιχειρηματιών του τουρισμού να βλέπουν τον επισκέπτη ως ένα μηχάνημα ανάληψης χρημάτων. Και μετά οι επισκέπτες – θύματα ψάχνουν να βρουν την πολυδιαφημιζόμενη κρητική φιλοξενία και παράδοση, και όταν ρωτάνε πού βρίσκεται τους Κρητικούς που συναντούν, τους απαντάνε: «στα χωριά της ενδοχώρας».
Ωραία, δεκτή η απάντηση, μη την διαφημίζουμε όμως τότε την παράδοση. Ας “πουλήσουμε” επαγγελματισμό, ας βασιστούμε σε έναν πανέμορφο τόπο γεμάτο χρώματα, ξεχωριστές γωνιές, εντυπωσιακές παραλίες, και φυσικά ιστορία. Η οποία αν και δεν έχει βοηθήσει κανείς να αναδειχθεί, φωνάζει από μόνη της σε κάθε σοκάκι των Χανίων.
Τελικά η Κρητική παράδοση και η φιλοξενία ξεκινά από εκεί που αρχίζει η πληρωμή του λογαριασμού ή είναι κάτι παραπάνω;
Ξέρουμε όλοι πως είναι κάτι παραπάνω και στο χέρι μας είναι να το αλλάξουμε.